Τρίτη 13 Μαΐου 2014

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΑΙΡΕΣΗ ΣΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ

 



ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ  ΚΑΙ  ΑΙΡΕΣΗ
ΣΤΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ
Αρχιμανδρίτου Θεόφιλου Λεμοντζή Δρ. Θ
Ιεροκήρυκος Ι.Μ.Βεροίας


   Όσον αφορά στη σημασία του όρου αίρεση στο θεολογικό έργο του Αγίου Επιφανίου, σύμφωνα με τον Young πρώτος ο Petau είχε υποστηρίξει ότι ο Άγιος Επιφάνιος δεν χρησιμοποιεί τον όρο με την έννοια που έχει επικρατήσει στην θεολογία1. Ο Άγιος Επιφάνιος ως συνεχιστής, της πολεμικής του Ειρηναίου Λουγδούνου και του Τερτυλλιανού εναντίον των αιρέσεων, χρησιμοποιεί τον όρο «αίρεση», ως έναν τεχνικό όρο. Το χρησιμοποιεί αποκλειστικά για να καταπολεμήσει την πλάνη. Όμως ο όρος αυτός, δε χρησιμοποιείται μόνο για την περιγραφή χριστιανικών κοινοτήτων οι οποίες αποκόπτονται από τη μία και αποστολική Εκκλησία, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και για ελληνικές φιλοσοφικές σχολές και ιουδαϊκές ομάδες, οι οποίες δεν αποδέχθηκαν ποτέ το Χριστό. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Γιατί ο Άγιος Επιφάνιος ονομάζει αιρέσεις τόσο τις διάφορες φιλοσοφικές και θεολογικές σχολές οι οποίες δημιουργήθηκαν πριν την έλευση του Χριστού, όσο και εκείνες τις θεολογικές ομάδες που αμφισβήτησαν την αλήθεια της Εκκλησίας;
Πολύ πριν ο όρος αυτός αποκτήσει την κλασική του έννοια που έχει σήμερα, χρησιμοποιούνταν για να υποδηλώσει τις διάφορες φιλοσοφικές ή θρησκευτικές ομάδες. Στο βιβλίο των Πράξεων, ονομάζονται έτσι οι ομάδες των Σαδδουκαίων, Φαρισαίων, και Ναζωραίων2 ,ενώ στις Παύλειες Επιστολές ,3 χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τους παροξυσμούς και τις έριδες μεταξύ των μελών της Εκκλησίας.Στον Πέτρο (Β΄ Πέτρου 2,1),«και εν υμίν έσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις απωλείας» σαφώς αναφέρεται με την έννοια της αποσχισθείσης ομάδας, δηλαδή, με την έννοια που επικράτησε ο όρος αυτός. Αυτή η έννοια που έχει ο όρος στην Αγία Γραφή πιθανόν υπάρχει πίσω από τη χρήση του όρου που γίνεται από τον Άγιο Επιφάνιο. Η χρήση λοιπόν του όρου μ΄ αυτή, τη βιβλική έννοια από τον Άγιο δεν αποτελεί μία καινοτομία ή νεωτερισμό του. Εάν οι εκτιμήσεις του R.A.Lipsius4 και η έρευνά του για τις πηγές του θεολογικού έργου του Αγίου Επιφανίου είναι ορθές, τότε οι φιλολογικές και θεολογικές πηγές του Αγίου Επιφανίου μεταξύ των άλλων αιρέσεων θα περιλαμβάνουν επίσης τους Δοσιθεανούς, Σαδδουκαίους, Φαρισαίους και Ηρωδιανούς. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τον Άγιο Επιφάνιο υπήρχαν και άλλοι θεολόγοι (οι οποίοι αποτέλεσαν πηγή για τον Επιφάνιο) που χρησιμοποιούσαν τον όρο μ΄ αυτή την έννοια, και θεωρούσαν ως αίρεση τις προχριστιανικές θεολογικές και φιλοσοφικές σχολές.
Ο Άγιος Επιφάνιος είναι ο διάδοχος του Ειρηναίου , Ιππολύτου, Τερτυλλιανού στην αντιαιρετική πολεμική της Εκκλησίας. Κατά συνέπεια αντιτάχθηκε σθεναρά σε κάθε είδους θρησκευτική κίνηση η οποία επεδίωκε να θεωρηθεί ως η αυθεντική έκφραση της Μίας Εκκλησίας του Θεού και παρέμεινε πιστός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής. Αυτό όμως που υπονοείται στη χρήση του όρου αίρεση από τον Άγιο Επιφάνιο είναι ότι αυτή δεν αποτελεί μόνο ένα εσωτερικό πρόβλημα της Εκκλησίας το οποίο δημιουργείται εξ΄ αιτίας των διαφορετικών αντιλήψεων των ονομαζομένων χριστιανών για το Θεό και για τον κόσμο. Πρόκειται για διαφορετική ερμηνεία των Γραφών σχετικά με τα θέματα αυτά, οπότε ο όρος είναι ευρύτερος απ΄ ότι όταν χρησιμοποιείται για μη χριστιανικές θρησκείες και φιλοσοφίες. Η αίρεση κατά συνέπεια ταυτίζεται με ο,τιδήποτε δεν ανήκει στην αλήθεια της Εκκλησίας .Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε λοιπόν, ότι ο όρος αίρεση σημαίνει, ο,τιδήποτε βρίσκεται έξω από την αλήθεια της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Στην Πρώτη παράγραφο του «Κατά πασών αιρέσεων ή Πανάριον» , ο Άγιος Επιφάνιος αναφέρεται στο σκοπό της συγγραφής του πρώτου βιβλίου του, ο οποίος είναι να δώσει μια « γενεαλογία» της αίρεσης .Αυτό το γενεαλογικό σχήμα διαφαίνεται καθαρά στο πρώτο του βιβλίο το οποίο αναφέρεται στις απαρχές του ανθρωπίνου γένους. Έτσι κατά την εμφάνιση του ανθρώπου δεν υπήρχε καμμία αίρεση .Υπήρχε μόνο η αληθινή πίστη και γνώση του Αδάμ .Ο Αδάμ δεν ήταν ούτε ειδωλολάτρης ούτε απομακρυσμένος από το μόνο αληθινό Θεό, αλλά κατείχε την αληθινή πίστη της Εκκλησίας η οποία υπάρχει από τις απαρχές του κόσμου. Αυτή η αλήθεια αποκαλύφθηκε στην πληρότητά της με την έλευση του Λόγου στον κόσμο και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Εξαιτίας της αμαρτίας του Αδάμ εμφανίστηκε η ειδωλολατρία η οποία βρίσκεται σε αντίθεση με την αληθινή πίστη. Η ειδωλολατρεία αποτελεί τη διαστροφή της ορθής γνώσης. Όλες οι αιρέσεις διαστρέφουν την ορθή γνώση για το Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο. 5.
Εξετάζοντας τις απαρχές της ιστορίας ο Άγιος Επιφάνιος αναφέρεται στις πρώτες αιρέσεις. Ο βαρβαρισμός6 εμφανίζεται στην περίοδο μεταξύ του Αδάμ και του Νώε. Ο Σκυθισμός7 στην περίοδο μεταξύ του Νώε και οικοδόμησης του πύργου της Βαβέλ. Μετά την ανάπτυξη της μαγείας και και της αστρολογίας, εμφανίστηκε ο ελληνισμός8, και με την εκλογή του Αβραάμ ο Ιουδαισμός9.Στο συγκεκριμένο σημείο η αίρεση απλά ταυτίζεται με τη θρησκεία η οποία δεν κατέχει την αλήθεια.
Όμως παρατηρούνται κάποιες αντιλήψεις στον Άγιο Επιφάνιο οι οποίες φαίνονται ότι αντικρούονται μεταξύ τους. Έτσι από την μιά υπονοείται ότι στα πρώτα στάδια της ανθρωπότητας δεν υφίσταται κανενός είδους αίρεσης, ενώ από την άλλη σε κάποια άλλα σημεία υποστηρίζεται ότι υφίσταται ήδη από την εποχή του Αδάμ. Φαίνεται, λοιπόν, ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές αντιλήψεις γύρω από την εμφάνιση της αίρεσης , ένα σημείο το οποίο έχει ήδη αναλυθεί από τον Η. Μουτσούλα.
Ο Η.Μουτσούλας10 υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο, δεν υπήρχε κανενός είδους αίρεση πριν από την διάσπαση της ανθρωπότητος η οποία συνέβη μετά την οικοδόμηση του πύργου της Βαβέλ δηλαδή, με την έννοια ότι υπήρχαν ξεχωριστές ομάδες ή οργανωμένες θρησκευτικές κοινότητες με πλανεμένη διδασκαλία αλλά ωστόσο υπήρχε ο όρος αίρεση με την έννοια της ατομικής παραποίησης της αληθινής πίστης με την πτώση του Αδάμ. Έτσι, λοιπόν, οργανωμένες αιρετικές ομάδες εμφανίστηκαν μόνο μετά τη Βαβέλ, ενώ πριν υπήρχαν ατομικές παραποιήσεις της μιάς αλήθειας.
Για να διαλευκάνουμε τη σημασία του όρου αίρεση, θα πρέπει ν΄ αναφερθούμε σ΄ ένα άλλο βασικό σημείο. Ο τεμαχισμός των τεσσάρων αρχικών ομάδων - διαιρέσεων σε μικρότερες ομάδες είναι το θέμα του υπολοίπου μέρους του πρώτου κεφαλαίου του Πανάριου. Ο Άγιος Επιφάνιος αναφέρει περαιτέρω διασπάσεις του Ιουδαϊσμού11 και του Ελληνισμού12.Αν και αυτό φανερώνει την επιστημονικότητα της ανάλυσής του, όμως εγείρεται το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ της θεωρίας των τεσσάρων βασικών διαιρέσεων, (Ελληνισμός, Βαρβαρισμός, Σκυθισμός, Ιουδαϊσμός), και των πέντε μητέρων των αιρέσεων, (Βαρβαρισμός, Σκυθισμός, Ελληνισμός, Ιουδαϊσμός, Σαμαρειτισμός)13,οι οποίες αναφέρονται στις περιλήψεις που δίνει ο Άγιος Επιφάνιος στην εισαγωγή του Αγκυρωτού και σε μια επιστολή του. Και στα δύο κείμενα η αίρεση των Σαμαρειτών εμφανίζεται ως μία από τις πέντε μητέρες των αιρέσεων. Όμως στο πρώτο βιβλίο του « Κατά πασών αιρέσεων ή « Πανάριον » το Σαμαρειτικό σχίσμα δε θεωρείται ως ένα από τα πρωταρχικά σχίσματα της ανθρωπότητας αλλά ως μία ιουδαϊκή αίρεση και δίνεται η περιγραφή της μετά την παρουσίαση των Ελληνικών αιρέσεων.
Εξαιτίας του παραπάνω γεγονότος θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε , ότι ο Άγιος Επιφάνιος δεν είναι συνεπής όσον αφορά στην έννοια που δίνει στον τεχνικό όρο αίρεση. Γι’ αυτό το λόγο ο Young θέτει το ερώτημα:14 Γνώριζε ο Άγιος Επιφάνιος τι εννοούσε ακριβώς με τον όρο αίρεση; Κατά πάσα πιθανότητα η διαπραγμάτευση των ιδιαιτέρων αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο δεν καθορίζεται από τις θεολογικές του προϋποθέσεις αλλά κυρίως από τις φιλολογικές του πηγές. Ίσως στο πρώτο βιβλίο του « Πανάριον» η έκθεση των αιρέσεων καθορίζεται από τα βιβλικά κείμενα, ενώ οι περιλήψεις του από μια άλλη φιλολογική πηγή. Ο Άγιος Επιφάνιος λοιπόν κατά την έκθεση ή την διαίρεση των επιμέρους αιρετικών ομάδων στηρίζεται αποκλειστικά στις πηγές του οι οποίες βέβαια είναι παραπάνω από μία.
Αποτελεί εύκολη διαπίστωση το γεγονός ότι το οικογενειακό δέντρο της αίρεσης στον Άγιο Επιφάνιο στερείται συνοχής. Επίσης δεν υπάρχουν κάποιες σταθερές αρχές οι οποίες καθορίζουν το πότε μια διδασκαλία αποτελεί αίρεση ή όχι .Ενώ αναφέρει ότι είναι αιρέσεις του Ελληνισμού οι Στωϊκοί15 , οι Πλατωνιστές16, οι Πυθαγόρειοι17 και οι Επικούρειοι18, όμως παντελώς αγνοεί τις άλλες ελληνικές φιλοσοφικές σχολές. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλες φιλοσοφικές σχολές καθώς στην επιστολή του προς τον Ακάκιο μνημονεύει σαράντα τέσσερις φιλοσόφους, τους οποίους όμως δεν τους εντάσσει στον κλειστό αριθμό των ογδόντα αιρέσεων.
Είναι σίγουρο λοιπόν ότι ο Άγιος Επιφάνιος πρώτον εξαρτάται άμεσα από τις πηγές του και δεύτερον ο συμβολικός αριθμός ογδόντα καθορίζει τις επιλογές του Αγίου και όχι το αντίστροφο. Γιατί όμως ο Άγιος Επιφάνιος θέλει να είναι ο αριθμός των αιρέσεων ογδόντα;
Γιατί πιστεύουμε πώς ο Άγιος Επιφάνιος ερμηνεύει αλληγορικά το χωρίο Άσμα Ασμάτων 6,8 σύμφωνα με το οποίο « εξήκοντα εισίν βασίλισσαι, και ογδοήκοντα παλλάκαι, και νεάνιδες ων ουκ έστιν αριθμός.μία εστίν περιστερά μου,τελεία μου, μία εστίν τη μητρί αυτής, εκλεκτή εστίν τη τεκούση αυτής.» Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο το περιστέρι είναι η Αγία και Καθολική Εκκλησία. Οι εξήντα βασίλισσες είναι αυτοί που πίστευαν στο Θεό σε κάθε γενιά πριν το Χριστό, οι ογδόντα παλλακίδες είναι αιρέσεις, και οι νεάνιδες ,είναι οι διάφορες φιλοσοφικές σχολές. Σ΄ αυτή την τελευταία ανοικτή κατηγορία ο Άγιος Επιφάνιος τοποθετεί όλες τις υπόλοιπες ομάδες.
Ο Άγιος Επιφάνιος επίσης παραθέτει τον Παύλειο λόγο « εν Χριστώ Ιησού, ου Σκύθης, ουχ Έλλην, ουκ Ιουδαίος αλλά καινή κτίσις». Αυτή η πρόταση παράγεται από τα χωρία: (Γαλ.3,28) « ουκ ενι Ιουδαίος ουδέ Ελλην, ουκ ενι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γάρ υμείς είς εστέ εν Χριστώ Ιησού» και (6,15) «εν γάρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις» ,και (Κολ. 3,11). «ούκ ένι Ελλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Αυτό ο Παύλειος λόγος χρησιμοποιείται στο πρώτο βιβλίο του Πανάριον για να δοθούν οι τέσσερεις βασικές διαιρέσεις της ανθρωπότητας : ο Βαρβαρισμός, ο Σκυθισμός, ο Ελληνισμός και ο Ιουδαϊσμός.
Αυτό το οποίο είναι κοινό σε όλα αυτά τα κείμενα είναι η αντίθεση μεταξύ της ενότητας εν Χριστώ ή της μοναδικότητας της Εκκλησίας με τη διαίρεση και την αίρεση. Υπάρχει λοιπόν μια θεμελιώδης αντίθεση και πόλεμος μεταξύ δύο πραγματικοτήτων , της ενότητας και της διαίρεσης, της αλήθειας και του ψεύδους, της Εκκλησίας και της αίρεσης.19
Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο λοιπόν από την έκπτωση εκ της αληθείας και εξής , η ανθρωπότητα οδηγήθηκε σε τέσσερις φάσεις αιρετικών μορφών ζωής (Βαρβαρισμός, Σκυθισμός, Ελληνισμός, Ιουδαϊσμός ).Η ιστορία βέβαια δεν είναι μόνο η ιστορία της θείας οικονομίας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο καθηγητής Ν. Ματσούκας, αλλά και ιστορία αιρετικής διάβρωσης. Όμως αυτές οι αιρετικές αποκλίσεις καλούνται να ενοποιηθούν στη χριστιανική κοινότητα20.
Ο Άγιος Επιφάνιος υποστηρίζει ότι η πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι αρχαιότερη της αίρεσης, και είναι η πίστη της ανθρωπότητας στην αρχέγονή της κατάσταση, όπου δεν υπήρχε η αμαρτία. Άλλοι Πατέρες συγγραφείς όπως ο Ειρηναίος και ο Τερτυλλιανός, εξέφρασαν αυτή την άποψη στην αντιαιρετική τους πολεμική καθώς αντέταξαν την αλήθεια της Εκκλησίας στις καινοφανείς διδασκαλίες των αιρετικών21.
Ο Χριστιανισμός δεν αποτελεί μία θρησκεία δίπλα στις άλλες θρησκείες , ούτε η διδασκαλία του είναι μία διδασκαλία που συμπληρώνει ή συμπληρώνεται από άλλες διδασκαλίες, αλλά αποτελεί την μία και μοναδική αλήθεια .Δίπλα σ΄ αυτή την αλήθεια υπάρχουν οι παραποιήσεις της, που είναι οι αιρέσεις. Η παραποίηση της αλήθειας έχει ως πηγή την απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό22. Ο Άγιος Επιφάνιος λοιπόν, χρησιμοποιεί τον όρο τόσο για να υποδηλώσει όλες εκείνες τις ομάδες οι οποίες αρνήθηκαν να δεχτούν την αποστολική αλήθεια και υπερασπίστηκαν τις δικές τους αντιλήψεις που ήταν ανθρώπινα δημιουργήματα και που πολέμησαν σφοδρά την εκκλησία, όσο και για εκείνες τις ομάδες οι οποίες εμφανίστηκαν πριν την έλευση του Χριστού. Οι ομάδες αυτές δημιουργήθηκαν από ανθρώπους και οι δοξασίες τους ήταν κατασκεύασμα του ανθρώπινου νού, του μεταπτωτικού νού.
Ο Άγιος Επιφάνιος εξαίρει τη μοναδικότητα της Εκκλησίας και της διδασκαλίας της. Η εκκλησιαστική διδασκαλία δεν υπερέχει μόνο έναντι των αιρετικών αντιλήψεων, δηλαδή, εκείνων των ομάδων που την πολέμησαν, αλλά και έναντι εκείνων των ομάδων που δημιούργησαν ένα θεολογικό σύστημα πριν της ελεύσεως του Χριστού. Η εκκλησία δεν έλαβε την ορθή θεογνωσία κατά τους χρόνους της ελεύσεως του Χριστού, αλλά την κατέχει από καταβολής κόσμου καθώς η πίστη της είναι αρχαιότερη των αιρέσεων.
   Αγία Γραφή και Παράδοση στον Άγιο Επιφάνιο 
  Ο μελετητής των έργων του Αγίου Επιφανίου διαπιστώνει πολύ εύκολα τη μεγάλη εκτίμηση που τρέφει ο Άγιος για την Αγία Γραφή. Είναι πολύ δύσκολο γιά τον Άγιο Επιφάνιο να γράψει ένα κείμενο χωρίς να παραπέμψει ή να υπαινιχθεί χωρία της. Ποτέ δεν τοποθετεί συνειδητά τις δικές του θεολογικές απόψεις στο ίδιο επίπεδο μ΄ αυτό της Αγ.Γραφής. Η αυθεντία της Γραφής δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και η συζήτηση γίνεται μόνο γύρω από τη σωστή μετάφραση της Γραφής.23
Η Αγία Γραφή είναι η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Στην προσπάθειά του ο αντιαιρετικός Επιφάνιος να περιγράψει και ν΄ αναιρέσει μία μία τις αιρέσεις εξαίρει έντονα την ενότητα και την ιστορική τους συνέχεια,πράγμα που αυτονόητα σημαίνει πως τονίζεται η ίδια η ενότητα της παράδοσης στο σύνολό της και μέσα στην ιστορία. Κατά τον Άγιο Επιφάνιο μία είναι η αρχή και μία η πηγή, ο Θεός. Απ΄ Αυτόν εξαρτώνται και υφίστανται οι δύο Διαθήκες.24
Ο Άγιος Επιφάνιος απόκρούοντας το Μανιχαϊσμό προβάλλει, όχι μόνο την ιστορική συνέχεια και την ενότητα της παράδοσης, αλλά και το γεγονός της μιάς αρχής του ενός και μοναδικού Θεού του αγαθού Θεού του δημιουργού του παντός. Η άποψη αυτή κατά αξιοθαύμαστο τρόπο απόσαφηνίζει και προβάλλει τη θεολογική και ιστορική ενότητα. Τελικά, όπως πάντοτε, διαφαίνεται καθαρά η ίδια άρρηκτη ενότητα που υπάρχει ανάμεσα στη μεταφυσική και στην ιστορική διάσταση, οπότε η ενότητα αυτή εξασφαλίζει και την κοινότητα των αγαθών και της σωτηρίας. Αυτή η κοινότητα εμποδίζει και απόκρούει με κάθε τρόπο την εισβολή κάθε νέας και ξένης διδασκαλίας. Τόσο η Θεολογία όσο και η εκκλησιαστική ιστοριογραφία εμμένουν και επιμένουν σ΄ αυτό το σχήμα για να ερμηνεύσουν το χαρακτήρα του δόγματος από το ένα μέρος και να ξεσκεπάσουν την προέλευση και το περιεχόμενο της καθεμιάς αιρετικής διδασκαλίας από το άλλο.
«Μία είναι η Θεότητα και το αυτό πνεύμα Καινής και Παλαιάς Διαθήκης » τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση ο Άγιος Επιφάνιος θέλοντας να αναιρέσει τη διδασκαλία των αιρετικών.25 Είτε απαντάει στον Ιουδαϊσμό είτε σε οποιαδήποτε αντινομιστική αίρεση, ο Άγιος τονίζει ότι η Π. Διαθήκη ανήκει οργανικά στον κορμό της ορθόδοξης παράδοσης . Η θεότητα, λοιπόν, είναι μία και είναι η πηγή που τροφοδοτεί τόσο την Παλαιά , όσο και την Κ. Διαθήκη. Ο Νόμος ,πού δεν αυτονομείται ούτε εγκλωβίζεται σε μιά απόμονωμένη ιστορική περίοδο, εντάσσεται στην όλη ιστορία της θείας οικονομίας και εξυπηρετεί πάντοτε το ένα σώμα της ανθρωπότητας. Η σύγκλιση του Ιουδαϊσμού στο Νόμο και η συρρίκνωση της ιστορικής πορείας του περιούσιου λαού σε απόμονωμένα σχήματα απότελεί, κατά τη χριστιανική διδασκαλία, σοβαρό αμάρτημα. Εξίσου θανάσιμο είναι και η διαρχική θεώρηση κόσμου και Θεού, καλού και αγαθού, όπως εισάγει και υποστηρίζει ο αντινομισμός.26
Στην περίπτωση του Ιουδαϊσμού έχουμε κατά κάποιο τρόπο ένα κατακερματισμένο κόσμο. Ο Νόμος γίνεται μιά μοναδική και απόκλειστική δυνατότητα σωτηρίας και λειτουργίας της ιστορίας γενικότερα. Απεναντίας η ορθόδοξη διδασκαλία, που βγαίνει από το βιβλικό και θεολογικό περιεχόμενο της χριστιανικής διδασκαλίας, συναιρεί ή τείνει να συναιρέσει τα πάντα στη μιά δραματική και δυναμική πορεία, υπό τη βασική προϋπόθεση ότι την ιστορική συνέχεια σε μιά αδιατάρακτη ενότητα τη συγκροτεί ο άσαρκος και ένσαρκος Λόγος, διαμέσου του οποίου, απόκαλύπτεται η Αγία Τριάδα και θεμελιώνεται η Χριστιανική κοινότητα.27
Η Γραφή χρειάζεται κατάλληλη ερμηνεία. Βέβαια πρέπει να διατηρηθεί η αλήθεια και να μη διαστρεβλωθεί. Και αυτή ακριβώς την ερμηνεία προσφέρει μόνο η Αγία Παράδοση της Εκκλησίας με την ερμηνεία των Πατέρων. Απόκλείονται προσωπικές εκτιμήσεις και αυθαιρεσίες, αφού και οι Πατέρες ερμηνεύοντας τις Γραφές, μένουν μέσα στο πνεύμα της παραδόσεως ως φορείς αυτής. Βέβαια πολλές φορές για λόγους ηθικούς, διδακτικούς χρησιμοποιείται και η αλληγορική ερμηνεία, αλλά για θέματα πίστεως, δόγματος και αληθειών, πάντοτε η ιστορική ερμηνεία.
Είναι χαρακτηριστική η εμμονή του Αγίου Επιφανίου στην παράδοση της Εκκλησίας.28Χωρίς να αντιδιαστέλλεται από τη Γραφή ή να αυτονομείται απότελεί η εμμονή σ΄ αυτή ορθό κριτήριο σωστής ερμηνείας της Γραφής ενός κειμένου, του οποίου την αυθεντία οι περισσότεροι αιρετικοί επικαλούνταν και πάνω σ΄ αυτό προσπαθούσαν να στηρίξουν τις ψευδοδιδασκαλίες τους. Στο σημείο αυτό ακολουθεί πιστά τον Επίσκοπο Λουγδούνου Ειρηναίο29, ο οποίος αντιπαραθέτει την παράδοση της Εκκλησίας τον κανόνα της αλήθειας, στην ψευδώνυμη γνώση των αιρετικών. Ο πυρήνας του κανόνα της αλήθειας είναι ότι ο Χριστός είναι ο Θεός, ότι υπάρχει ενότητα μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και ότι ακόμη η σωτηρία ήλθε δια του Ιησού Χριστού. Ο κανόνας αυτός δόθηκε από το Χριστό στους μαθητές Του, και αυτοί τον έδωσαν στους διαδόχους τους Επισκόπους. Αυτός ο κανόνας περιέχει όλες τις θεολογικές αρχές, οι οποίες πρέπει να διέπουν τη ζωή της Εκκλησίας.
 Ο Κανόνας της Αγίας Γραφής
Το χριστιανικό δόγμα, όπως τονίζει ο καθηγητής Σ. Σάκκος, υπάρχει ανέκαθεν καταβεβλημένο στην Εκκλησία, διασαφηνίζεται όμως και αντιδιαστέλλεται από κάθε κακοδοξία όταν προσβληθεί από τους αιρετικούς, ομοίως και ο κανόνας της Αγίας Γραφής υπάρχει ανέκαθεν ωρισμένος στην Εκκλησία. Έτσι τονίζεται και αντιδιαστέλλεται από οποιοδήποτε άλλο «παρακανόνα» όταν υπάρξει περί αυτού αμφισβήτηση.30 Ο Άγιος Επιφάνιος ζει σε μιά εποχή όπου οι Πατέρες αγωνίζονται να ορίσουν τον κανόνα της Αγίας Γραφής προφυλάσσοντας το κύρος των θεοπνεύστων βιβλίων και απόκλείοντας τα διάφορα απόκρυφα κείμενα των διαφόρων αιρετικών ομάδων.31Ετσι ο Άγιος Επιφάνιος παραθέτει έναν κατάλογο βιβλίων τα οποία εντάσσει μέσα στον κανόνα της Αγίας Γραφής. Yποστηρίζει ότι ο κάθε αιρετικός ( στην προκειμένη περίπτωση ο Αέτιος ) «ει γάρ ης εξ αγίου Πνεύματος γεγενημένος και προφήταις και απόστόλοις μεμαθητευμένος, έδει σε διελθόντα απαρχής γενέσεως κόσμου άχρι των της Εσθήρ χρόνων, εν είκοσι και επτά βίβλοις Παλαιάς Διαθήκης είκοσι δύο αριθμουμένοις,τέταρσι δέ αγίοις Ευαγγελίοις και έν τέσσαρες και δέκα επιστολαίς του αγίου απόστόλου Παύλου,και εν ταίς προ τούτων, και σύν ταίς εν τοις αυτών χρόνοις πράξεσι των απόστόλων, καθολικαις επιστολαίς Ιακώβου, και Πέτρου και Ιωάννου και Ιούδα και εν τοις του Ιωάννου Απόκαλύψει, εν τε ταίς Σοφίαις Σολομώντος τε φημί και υιού Σειράχ ».32 Ο Άγιος Επιφάνιος λοιπόν απόδέχεται ως κανονικά βιβλία τα τέσσερα ευαγγέλια της Κ.Διαθήκης, τις δεκατέσσερις επιστολές του Απόστόλου Παύλου, τις καθολικές επιστολές του Ιακώβου, Ιούδα, Ιωάννου και Πέτρου καθώς και την Απόκάλυψη του Ιωάννου. Επίσης δέχεται είκοσι δύο βιβλία της Π. Διαθήκης. Αυτό το οποίο κάνει εντύπωση όσον αφορά την κατάρτιση του κανόνα από τον Άγιο Επιφάνιο, είναι ο μη απόκλεισμός του βιβλίου της Απόκαλύψεως, καθώς είναι γνωστό ότι η Ανατολή συμπεριέλαβε το βιβλίο στον κανόνα αργότερα.
Ο Άγιος Επιφάνιος κατά την κατάρτιση του κανόνα ακολουθεί πιστά τον κανόνα που κατήρτησε ο Μ.Αθανάσιος στην ΛΘ΄ εορταστική επιστολή του. Σύμφωνα με το Μ.Αθανάσιο « Εστι τοίνυν της μεν Παλαιάς Διαθήκης βιβλία τω αριθμώ τα πάντα είκοσι δύο [τοσαύτα γάρ ως ήκουσα και τα στοιχεία τα παρ’ Εβραίοις είναι παραδέδοται [τη δε τάξει και τω ονόματί εστιν έκαστον ούτω[ πρώτον Γένεσις, είτα Εξοδος,είτα Λευϊτικόν,και μετά τούτο Αριθμοί, και λοιπόν το Δευτερονόμιον[ εξής δε τούτοις εστίν Ιησούς τε ο του Ναυή, και Κριταί, και μετά τούτο η Ρούθ [και πάλιν εξής Βασιλειών τέσσαρα βιβλία, και τούτων το μέν πρώτον και δεύτερον εις εν βιβλίον αριθμείται,το δε τρίτον και τέταρτον ομοίως εις έν [μετά δε ταύτα Παραλειπόμενα πρώτον και δεύτερον ομοίως εις εν βιβλίον πάλιν αριθμούμενα [είτα Εσδράς πρώτον και δεύτερον ομοίως εις εν [μετά δε ταύτα βίβλος Ψαλμών, και εξής Παροιμίαι,είτα Εκκλησιαστής, και Άσμα ασμάτων[ προς τούτοις εστί και Ιώβ[ και λοιπόν Προφήται, οι μέν Δώδεκα εις εν βιβλίον αριθμούμενοι, είτα Ησαΐας, Ιερεμίας και συν αυτώ Βαρούχ Θρήνοι Επιστολή, και μετ΄ αυτόν Ιεζεκιήλ, και Δανιήλ. άχρι τούτων τα της Παλαιάς Διαθήκης ίσταται.τα δε της Καινής πάλιν ουκ οκνητέον ειπείν [εστι γάρ ταύτα [Ευαγγέλια τέσσαρα, κατά Ματθαίον, κατά Μάρκον, κατά Λουκάν, κατά Ιωάννην [είτα μετά ταύτα Πράξεις απόστόλων,και Επιστολαί καθολικαι καλούμεναι των απόστόλων επτά ούτως [Ιακώβου μεν μια, Πέτρου δε δύο, είτα Ιωάννου τρείς, και μετά ταύτας Ιούδα μία[ προς τούτοις Παύλου απόστόλου εισίν Επιστολαί δεκατέσσαρες τη τάξει γραφόμεναι ούτω [πρώτη προς Ρωμαίους, είτα προς Κορινθίους δύο, και μετά ταύτας προς Γαλάτας, και εξής προς Εφεσίους, είτα προς Φιλιππησίους, και προς Κολασσαείς, και μετά ταύτας προς Θεσσαλονικείς δύο, και η προς Εβραίους, και ευθύς προς μεν Τιμόθεον δύο, προς δε Τίτον μία, και τελευταία η προς Φιλήμονα μία[ και πάλιν Ιωάννου Απόκάλυψις.33
 Οι Βασικές ερμηνευτικές αρχές του Αγίου Επιφανίου
Το θέμα των μεθόδων και αρχών της ερμηνείας της Αγίας Γραφής απασχόλησε από την αρχή τη θεολογική σκέψη με συνέπεια να εμφανισθούν διάφορες τάσεις και Σχολές, όπως της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, η κάθε ερμηνευτική γραμμή των οποίων προσδιορίζεται από τις ιδιαίτερες θεολογικές της, κατευθύνσεις. Ο καθηγητής Σ. Σάκκος διακρίνει τρία είδη Αγιογραφικής ερμηνείας που εμφανίστηκαν στην Εκκλησία.
α) Η ιστορική ερμηνεία. Κατά την ιστορική ερμηνεία εκείνο που επιδιώκει ο ερμηνευτής είναι να συλλάβει με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια αυτό που σκέπτεται και θέλει να εκφράσει. Δηλαδή, αυτό που έπρεπε να εννοήσουν οι σύγχρονοι παραλήπτες του συγγραφέα και αυτό που ο συγγραφέας ήθελε να εννοήσουν οι σύγχρονοί του αναγνώστες. Κατά την ιστορική ερμηνεία ό,τι διαβάζουμε το εννοούμε κατά γράμμα. Κάθε χωρίο ερμηνεύεται μόνο εντός της συνάφειάς του. Η ορθή ερμηνεία προϋποθέτει την κατανόηση του καθολικού νοήματος του βιβλίου, καθώς η Γραφή ερμηνεύεται δια της Γραφής.34
β) Η αλληγορική ερμηνεία. Με την αλληγορική ερμηνεία προσπαθούσαν να εντοπίσουν νοήματα πίσω από τα χωρία της Αγίας Γραφής μέσω της άρνησης της Ιστορίας, της υποκατάστασης της αποκάλυψης δια της φιλοσοφίας, της συστολής των μυρίων νοημάτων της Αγίας Γραφής σε δέκα με είκοσι νοήματα και μέσω της διαστρέβλωσης αυτών των νοημάτων.35
γ) Η ανατρεπτική ερμηνεία εμφανίστηκε κατά την εποχή του προτεσταντισμού και στηρίζεται στην άποψη του Λούθηρου, ότι η Αγία Γραφή πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα το θείο λόγο. Αυτός ο θείος λόγος είναι η αυθαίρετη γνώμη του κάθε ερμηνευτή.36Από τις τρείς ερμηνείες ο Άγιος Επιφάνιος ακολουθεί την ιστορική ερμηνεία.
Ο Άγιος Επιφάνιος δεν κάνει μιά συστηματική εξήγηση των Αγίων Γραφών καθώς ο σκοπός του έργου του είναι να αναιρέσει τις αιρετικές κακοδοξίες και έτσι αναδεικνύεται αντιαιρετικός Θεολόγος. Μέσα στο έργο του χρησιμοποιεί και ερμηνεύει ευρύτατα την Αγία Γραφή για να πολεμήσει και να αντικρούσει τις πλάνες των αιρετικών. Δεν είναι εξηγητής σύμφωνα με την κλασσική έννοια του όρου, αλλά ένας αντιαιρετικός Θεολόγος, άξιος συνεχιστής στην αντιαιρετική πολεμική του Επισκόπου Λουγδούνου , Ειρηναίου, Μ. Αθανασίου, αλλά εν μέρει και των Καππαδοκών.
Εφ΄ όσον, λοιπόν, ο Άγιος Επιφάνιος δεν προβαίνει σε μιά συστηματική εξήγηση των Γραφών όπως προαναφέραμε, ώστε να γίνει μιά λεπτομερής και συστηματική καταγραφή των βασικών αρχών που διέπουν την ερμηνεία, οι βασικές ερμηνευτικές αρχές του, εμφανίζονται είτε στη χρησιμοποίηση των Αγιογραφικών χωρίων για την παρουσίαση της ορθόδοξης πίστης, είτε για την ανατροπή των αιρετικών θέσεων, είτε στην κριτική που ασκεί στον αιρετικό τρόπο χρησιμοποίησης
 

Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Η χρήση της Αγίας Γραφής εναντίον των αιρέσεων από τον Άγιο Επιφάνιο Κύπρου»

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον      www.egolpion.com 


Read more: http://www.egolpion.com/epiganios_lemontzi.el.aspx#ixzz31ZqTzwHz

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου