Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ο Ευαγγελιστής της Αγάπης και Ηγαπημένος Μαθητής


Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, Απόστολος και Ευαγγελιστής 

Ο Ιωάννης ήταν υιός του Ζεβεδαίου, ο οποίος ήταν ψαράς, και της Σαλώμης, της θυγατέρας του Ιωσήφ, του Μνήστορος της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όταν τον κάλεσε ο Κύριος Ιησούς, παρευθύς ο Ιωάννης άφησε τον πατέρα του και τα δίχτυα του ψαρά και ακολούθησε, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο, τον Χριστό. Από τότε δεν χωρίστηκε πλέον από τον Κύριό του, μέχρι τέλους. Ήταν παρών μαζί με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, όπως και στη Μεταμόρφωση του Κυρίου. Κατά τον Μυστικό Δείπνο ο Ιωάννης ανέπεσε στο στήθος του Ιησού.
euaggelioann
 Όταν όλοι οι άλλοι Απόστολοι είχαν εγκαταλείψει τον εσταυρωμένο Κύριο, ο Ιωάννης και η Υπεραγία Θεοτόκος παρέμειναν κάτω από τον Σταυρό. Κατόπιν, υπακούοντας στο θέλημα του Κυρίου, παρέλαβε σαν υιός την Θεοτόκο Μαρία στο σπίτι του και την υπηρετούσε επιμελώς μέχρι την Κοίμησή της.
Μετά από την Κοίμηση της Θεοτόκου, ο Ιωάννης πήγε με τον μαθητή του Πρόχορο στη Μικρά Ασία για να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Στην Έφεσο κυρίως, οπού έζησε, μόχθησε πολύ και μεγαλούργησε. Με το θεόπνευστο κήρυγμα και τα θαύ­ματά του πολλούς μετέστρεψε στη χριστιανική Πίστη και κλόνισε συθέμελα την ειδωλολατρία. Οι οργισμένοι ειδωλολάτρες τον έστειλαν δέσμιο στη Ρώμη για να αντιμετωπίσει τον αυτοκράτορα Δομιτιανό. Αυτός τον βασάνισε ποικιλοτρόπως, αλλά ούτε το πικρό δηλητήριο που του έδω­σαν να πιει, ούτε το βραστό λάδι, μέσα στο οποίο τον έριξαν, κατάφεραν να τον κλονίσουν ή να τον βλάψουν.
Το γεγονός αυτό κατατρόμαξε τον αυτοκράτορα ο οποίος, θεωρώντας τον Ιωάννη αθάνατο, τον εξόρισε στο νησί της Πάτμου. Εκεί ο άγιος Απόστολος Ιωάννης μετέστρεψε πολλούς στην πίστη διά των λόγων και των έργων του και εδραίωσε την Εκκλησία του Θεού. Στην Πάτμο επίσης έγραψε το Ευαγ­γέλιό του και την Αποκάλυψη. Επί βασιλείας του Νέρωνος, ο οποίος έδωσε χάρη σε όλους τους φυλακισμένους, ο Ιωάννης επέστρεψε στην Έφεσο, όπου έζησε για κάποιο χρονικό διά­στημα εδραιώνοντας το έργο που είχε αρχίσει νωρίτερα.
Οι Απόστολοι του Χριστού δεν ομιλούσαν απλώς, αλλά με τα έργα τους επικύρωναν τα λόγια τους. Ο άγιος Κλήμης Αλεξανδρείας διηγείται τα εξής: ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγ­γελιστής είχε βαπτίσει κάπου στη Μικρά Ασία έναν νεαρό, πρώην ειδωλολάτρη, στον οποίον εμπιστεύτηκε τη φροντίδα της τοπικής επισκοπής, ενώ εκείνος έφυγε για να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Όμως, κατά την απουσία του Ιωάννη, ο νέος αυτός διεφθάρη και άρχισε να πίνει και να κλέβει· έγινε μέλος μιας συμμορίας ληστών, οι οποίοι δρούσαν στα δάση, επιτιθέμενοι σε ανθρώπους τους οποίους κατέκλεβαν. Όταν μετά από λίγο καιρό επέστρεψε ο Ιωάννης άκουσε από τον επίσκοπο τι είχε συμβεί με το νεαρό. Αμέσως ο Από­στολος, χωρίς να χάσει χρόνο, βρήκε ένα άλογο και οδηγό κι έσπευσε στο δάσος όπου θα συναντούσε τους ληστές.
Ο άγιος, αναζητώντας, τους βρήκε και ήρθε αντιμέτωπος με τον αρχηγό της συμμορίας. Μόλις ο νεαρός αναγνώρισε τον Ιωάννη, έτρεξε αμέσως να κρυφτεί. Παρά την προχωρημένη ηλικία του ο Ιωάννης τον κυνήγησε. Μολονότι γέρων, τον πρόφθασε και τον έπιασε. Ο νεαρός έπεσε στα πόδια του Αποστόλου ντροπιασμένος, αδυνατώντας να τον κοιτάξει κατάματα. Ο Ιωάννης τον αγκάλιασε και τον φίλησε, όπως ο ποιμένας που βρίσκει το χαμένο του πρόβατο. Ο άγιος τον έφερε πίσω στην πόλη και τον βεβαίωσε εκ νέου στην πίστη, στερεώνοντάς τον στην ενάρετη ζωή. Αφού ευαρέστησε τον Θεό με τη ζωή του, ο άνδρας αυτός εισήλθε εν καιρώ στην ανάπαυση του Κυρίου.
Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ήταν πάνω από εκατό ετών, όταν πήγε στον Κύριο. Τότε οι μαθητές του άνοιξαν τον τάφο και δεν βρήκαν το σώμα του. Στις 8 Μαΐου κάθε έτους αναδυόταν μέσα από τον τάφο του μια λεπτόκοκκη, ευώδης και ιαματική σκόνη.
Μετά από μια πολύμοχθη και καρποφόρο ζωή επί της γης, ο επιστήθιος, αγαπημένος μαθητής του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο αληθινός αυτός στύλος της Εκκλησίας, έλαβε την κατοικία του στη χαρά του Κυρίου του.
 
Ύμνος  στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.

Ο άγιος Ιωάννης, ο Ευαγγελιστής,
υιός Ζεβεδαίου του αλιέως,
νεαρός βλαστός ήταν, όταν συνάντησε
τη θερμουργό αγάπη τον Ιησού.
                            *
Ο πιο πιστός φίλος του Χριστού
αγνή, παρθένος ψυχή,
ψυχή αγνή και αγαπώσα
διορατική, ηρωική.
Αποκάλυψε άρρητες οράσεις,
αίροντας τη σφραγίδα που σφράγιζε την αιωνιότητα.
Ο άγιος Ιωάννης είδε το πεπρωμένο του κόσμου,
από την αρχή μέχρι το τέλος!
                    *
Κήρυξε την Αγάπη
και με Αγάπη πορεύθηκε μέσα στον κόσμο.
Ως τον θρόνο του Υψίστου Θεού
ανυψώθηκε από την Αγάπη.
Σαν όρος χιονοστεφές αυτός, ο υιός της Βροντής,
ο φοβερός προφήτης,
αλλά και πράος και ταπεινός τη καρδία.
                                                *
Ω Ιωάννη, ουρανοφάντορ και μυστολέκτα των αρρήτων,
βροντόλαλε άγιε Θεολόγε,
δέξου τις μικρές ικεσίες μας
προς τον μεγάλο Φίλο σου και Σωτήρα ημών!
                  *
Έγγισέ μας σ’ Αυτόν,
τον παντοδύναμο Θεό, τον γλυκύτατο Ιησού.
Και, παρότι ανάξιοι για να γείρουμε στο στήθος Του,
τουλάχιστον, επιστήθιε φίλε Αυτού,
φέρε μας εγγύτερα στα πόδια Του!
 
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Σεπτέμβριος, εκδ. Άθως, σ. 238-242)

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Λόγος Λστ΄.

 




Τοῦ ἁγίου καί μεγάλου πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου. Εὐχαριστία πρός Θεόν περί τῶν γεγονότων εὐεργεσιῶν εἰς αὐτόν παρ᾿ αὐτοῦ. Ἐν ᾗ καί περί εὐχῆς πνευματικῆς καί τῆς ἐν ταύτῃ προκοπῆς. Καί περί ἐλλάμψεως θείας θεωρίας τε ἀπλανοῦς καί ἀγάπης τῆς πρός Θεόν.


Εὐχαριστῶ σοι, Δέσποτα, Κύριε οὐρανοῦ καί γῆς, ὁ ἐκ μή ὄντος εἰς τό εἶναι πρό καταβολῆς κόσμου γενέσθαι με προορίσας. Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι πρό τοῦ φθάσαι τήν ἡμέραν καί ὥραν, ἐν ᾗ ἐκέλευσας παραχθῆναί με, αὐτός ὁ μόνος ἀθάνατος, ὁ μόνος παντοδύναμος, ὁ μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος, κετελθών ἐξ ὕψους ἁγίου σου, τῶν κόλπων τῶν πατρικῶν μή ἐκστάς καί ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου Μαρίας σαρκωθείς καί γεννηθείς, προανέπλασας καί προεζώωσας καί τοῦ προπατορικοῦ με πτώματος ἠλευθέρωσας καί τήν εἰς οὐρανούς ἄνοδον προηυτρέπισας. Εἶτα καί παραχθέντα με καί κατά (449) μικρόν αὐξάνοντα, αὐτός καί τῷ τῆς ἀναπλάσεως ἁγίῳ βαπτίσματί σου ἐξανεκαίνισας, καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι κατεκόσμησας, καί ἄγγελον φωτός φύλακά μοι κατέστησας, καί ἀπό τῶν ἐναντίων ἔργων καί τῶν τοῦ ἐχθροῦ παγίδων μέχρι τελείας ἡλικίας με ἄτρωτον διεφύλαξας.
Ἐπεί δέ οὐ βίᾳ ἡμᾶς, ἀλλ᾿ αὐτοπροαιρέτῳ γνώμῃ σῴζεσθαι ἐδικαίωσας, εἴασας κἀμέ τῷ αὐτεξουσίῳ τιμᾶσθαι καί τήν πρός σέ ἀγάπην ἐκ τῆς τῶν ἐντολῶν σου φυλακῆς αὐτοπροαίρετον ἐπιδείκνυσθαι, ἐγώ δέ ὁ ἀγνώμων καί καταφρονητής, ὥσπερ ἵππος ἀπολυθείς ἐκ δεσμῶν, οὕτω τήν ἀξίαν τῆς αὐτεξουσιότητος λογισάμενος, εἰς κρημνόν ἐμαυτόν, τῆς σῆς δεσποτείας ἀποσκιρτήσας, ἀπέρριψα. Κἀκεῖ με κείμενον καί ἀναισθήτως ἐγκυλιόμενον καί ἐπί πλεῖον συντριβόμενον, οὐκ ἀπεστράφης, οὐκ εἴασας κεῖσθαι καί τῷ βορβόρῳ μολύνεσθαι, ἀλλά διά σπλάγχνα ἐλέους σου ἐξαπέστειλας κἀκεῖθέν με ἀνήγαγες καί λαμπρότερον ἐτίμησας, καί ἀπό βασιλέων καί ἀρχόντων, ὡς σκεῦος ἄτιμον βουληθέντων μοι χρήσασθαι εἰς λειτουργίαν τῶν θελημάτων αὐτῶν, ἀρρήτοις σου κρίμασιν ἀπελύτρωσας· δῶρα χρυσίου καί ἀργυρίου, καίτοι φιλαργύρου μου ὄντος, λαβεῖν με οὐκ εἴασας, δόξαν καί περιφάνειαν βίου, διδομένην μοι εἰς ἀπεμπόλησιν τοῦ ἁγιασμοῦ σου, ὡς βδέλυγμα ταύτην λογίσασθαι ἐδωρήσω μοι. Ἀλλά ταῦτα πάντα, ἐξομολογοῦμαί σοι, Κύριε ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, εἰς οὐδέν πάλιν θέμενος, εἰς λάκκον καί ἰλύν βυθοῦ αἰσχρῶν ἐννοιῶν τε καί (450) πράξεων ἐμαυτόν ὁ ἄθλιος ἐναπέρριψα, κἀκεῖ κατελθών τοῖς ἐγκεκρυμμένοις ἐν τῷ σκότει περιέπεσον, ἐξ ὧν οὐκ ἐμαυτόν ἐγώ μόνον, ἀλλ᾿ οὐδέ ὁ σύμπας κόσμος εἰς ἕν ἀθροισθείς ἐκεῖθεν ἀναγαγεῖν με καί τῶν χειρῶν αὐτῶν ἐξελέσθαι ἠδύνατο.
Ὅμως ἐκεῖσε κρατούμενόν με ἐλεεινῶς καί ἀθλίως περισυρόμενον καί συμπνιγόμενον καί καταπαιζόμενον παρ᾿ αὐτῶν, ὁ εὔσπλαχνος σύ καί φιλάνθρωπος Δεσπότης, οὐ παρεῖδές με, οὐκ ἐμνησικάκησας, οὐκ ἀπεστράφης μου τήν ἀγνώμονα γνώμην, οὐκ ἐπί πολύ ἀφῆκας ὑπό τῶν ληστῶν ἐθελοντί τυραννεῖσθαί με. Ἀλλ᾿ εἰ καί ἐγώ ἀναισθήτως συναπαγόμενος αὐτοῖς ἔχαιρον, σύ ἀσχημόνως ὁρᾶν με περιαγόμενον καί συρόμενον οὐκ ἔφερες, Δέσποτα, ἀλλ᾿ ἐσπλαχνίσθης, ἀλλά ἠλέησας καί οὐκ ἄγγελον, οὐδέ ἄνθρωπον πρός μέ τόν ἁμαρτωλόν καί ἄθλιον ἐξαπέστειλας, ἀλλ᾿ αὐτός σύ ὑπό τῶν τῆς ἀγαθότητός σου σπλάγχνων κινούμενος, τῷ βαθυτάτῳ λάκκῳ ἐκείνῳ ἐπικλιθείς καί ἐν τῷ βάθει τοῦ βορβόρου κάτω που συγκεχωσμένῳ καί καθημένῳ τήν ἄχραντόν σου ὑφηπλώσας χεῖρα, κἀμοῦ μή ὁρῶντός σε – ποῦ γάρ καί εἶχον ἤ πῶς ἀναβλέψαι ὅλως ἴσχυσα ἄν, ὑπό τοῦ βορβόρου συγκεκαλυμμένος καί συμπνιγόμενος; - τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς μου ἐκράτησας κἀκθεῖθέν με βιαίως σύρων ἀνέσπασας, ἐμοῦ τῶν μέν πόνων καί τῆς πρός τά ἄνω ἀθρόας φορᾶς αἰσθανομένου καί ὅπως ἀνέρχομαι, ἀγνοοῦντος δέ ὑπό τίνος ὅλως ἀνάγομαι ἤ τίς ποτέ ἐστιν ὁ κρατῶν καί ἀνάγων με. Ἀλλ΄ ἀναγαγών καί στήσας με ἐπί τήν γῆν, δούλῳ σου καί μαθητῇ παραδέδωκας, ὅλον ὄντα με ῥυπαρόν καί ὑπό τοῦ βορβόρου τούς ὀφθαλμούς, τά ὦτα καί τό στόμα ἐμπεφραγμένον, (451) καί μηδέ οὕτω βλέποντα ὅστις εἶ, εἰ μή μόνον γνόντα ὁποῖός τίς ποτε ἀγαθός καί φιλάνθρωπος ὑπάρχεις, τοῦ βαθυτάτου με λάκκου ἐκείνου καί βορβόρου ἐξήγαγες. Εἰπών οὖν μοι· “Κράτησον καί τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ κολληθείς ἀκολούθησον· οὖτος γάρ σε ἀπαγαγών ἀπολούσειε”, πίστιν τε βεβαίαν εἰς τοῦτόν μοι χαρισάμενος, ὑπεχώρησας. Ποῦ οὖν γεγονώς ᾖς, ἀγνοῶ.

Λόγος ΛΕ΄.

 




Τοῦ αὐτοῦ. Εὐχαριστία πρός Θεόν ὑπέρ ὧν ἠξίωται δωρεῶν. Καί εἰσήγησις ὅπως τοῖς κεκαθαρμένοις τῇ καρδίᾳ Θεός ἀεί ἐπιφαίνεται, καί ἐν ποίοις τοῖς πράγμασι καί γνωρίσμασι.


Εὐχαριστῶ καί προσκυνῶ καί προσπίπτω σοι, Κύριε τοῦ παντός καί πανάγιε Βασιλεῦ, ὅτι ἐλέησας ἀνάξιον ὄντα με καί ἐτίμησας καί ἐδάξασας, ὡς αὐτός ἠθέλησας ἄνωθεν, ἐπειδή καί πρό τοῦ τόν κόσμον γενέσθαι παρά σοῦ, ὅλον ἔχων με ἐν ἑαυτῷ, λόγῳ καί εἰκόνι με τῇ σῇ δοξάσας ἐτίμησας. Οὐδέ γάρ δι᾿ ἄλλο τι ἤ δι᾿ ἐμέ τόν κατ᾿ εἰκόνα σύν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν πάντα ἐξ οὐκ ὄντων παρήγαγες, βασιλέα με τῶν ἐπιγείων πάντων πεποιηκώς εἰς δόξαν τῆς σῆς μεγαλουργίας καί ἀγαθότητος. Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι πᾶσάν μου τήν αἴτησιν καί ἐπιθυμίαν εἰς ἀγαθόν ἐξεπλήρωσας κατά τάς πρός ἡμᾶς τούς δούλους σου ὑποσχέσεις, καί ὑπέρ ἅ ἤλπιζον καί ἐπεθύμουν ἐχαρίσω μᾶλλον τῷ ἀναξίῳ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Εἶπας γάρ· “Πᾶν ὅ ἐάν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου (438) πιστεύοντες λήψεσθε”. Εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἕνα τῶν ἁγίων σου ἐπιποθήσαντά με ἰδεῖν καί δι᾿ αὐτοῦ πιστεύσαντα εὑρεῖν ἔλεος παρά σοι, αὐτός οὐ μόνον τοῦτο πεποίηκας, ἀγαθέ, καί δοῦλόν σου γνήσιον, τόν μακάριον λέγω καί ἅγιον Συμεών, καθυπέδειξας καί παρ᾿ ἐκείνου με ἀγαπηθῆναι ηὐδόκησας, ἀλλά καί μυρία ἄλλα, ἅ οὐκ ἤλπιζον, ἐδωρήσω μοι ἀγαθά.
Πόθεν γάρ που ἐγίνωσκον ὁ τάλας ἐγώ ὅτι τοιοῦτος ὑπάρχεις ὁ καλός Δεσπότης ἡμῶν, ἵνα ἐπιθυμίαν λάβω τήν περί σοῦ; Πόθεν που ᾔδειν ὅτι φανεροῖς σεαυτόν τοῖς ἐρχομένοις πρός σέ ἐν τῷ κόσμῳ ἔτι διάγουσιν, ἵνα καί θεάσασθαί σε ἐξεζήτησα; Πόθεν που ἐγίνωσκον ὅτι χαρᾶς τοιαύτης καί ἀνέσεως καταξιοῦνται οἱ τῆς χάριτός σου τό φῶς ἐν ἑαυτοῖς εἰσδεχόμενοι;  Πόθεν δέ ἤ πῶς ὁ τάλας ἐγίνωσκον ὅτι τό Πνεῦμά σου τό Ἅγιον οἱ σέ πεπιστευκότες λαμβάνουσι; Πιστεύειν γάρ τελείως εἰς σέ ἐνόμιζον καί πάντα ἔχειν ἐδόκουν ὅσα χαρίζῃ τοῖς φοβουμένοις σε, μηδέν ὅλως ἔχων, ὡς ὕστερον ἔργῳ τοῦτο μεμάθηκα. Πόθεν που ἐγίνωσκον, Δέσποτα, ὅτι σύ ἀόρατος ὤν καί ἀχώρητος, ὁρᾶσαι καί χωρῆσαι ἐντός ἡμῶν; Πόθεν που εἶχόν ποτε λογίσασθαι ὅτι ὁ κτίσας Δεσπότης τά σύμπαντα ἀνθρώποις ἑνοῦσαι, οὕς αὐτός ἔπλασας, καί θεοφόρους τούτους ἐργάζῃ καί υἱούς σου ποιεῖς, ἵνα καί εἰς πόθον τούτων ἦλθον καί ταῦτα λαβεῖν ἐζήτησα παρά σοί;  Πόθεν δέ ᾔδειν, Κύριε, ὅτι τοιοῦτον ἔχω Θεόν, τοιοῦτον Δεσπότην, τοιοῦτον προστάτην, πατέρα καί ἀδελφόν καί βασιλέα, σέ τόν πτωχεύσαντα δι᾿ ἐμέ καί μορφήν δούλου λαβόντα;
(439) Ὄντως, Δέσποτά μου φιλάνθρωπε, οὐδέν οὐδαμῶς τούτων ἁπάντων ἐγίνωσκον. Εἰ γάρ καί ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς, ἅς οἱ ἅγιοί σου ἐξέθεντο, ἐγκύψας ἀνέγνων περί τούτων ποτέ, ἀλλ᾿ ὡς περί ἄλλων τινῶν ἤ πρός τινας ἄλλους λεγομένων ἤκουον καί ἀναισθήτως πρός πάντα διεκείμην τά γεγραμμένα, μηδέ ἔννοιάν ποτε περί τούτων δυνηθείς λαβεῖν. Ἀκούων γάρ τοῦ κήρυκός σου Παύλου βοῶντος καί λέγοντος· “Ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτον”, ἀδύνατον εἶναι ἐπειθόμην τοῦ ἐν σαρκί ὄντα τινά ἐκείνων ἐν θεωρίᾳ γενέσθαι. Ἐνόμιζον δέ ὅτι ἐκείνῳ μόνῳ κατά φιλοτιμίαν ταῦτα ὑπέδειξας καί οὐκ ᾔδειν ὁ ἄθλιος ὅτι καί ἐπί πάντας τούς ἀγαπῶντάς σε τοῦτο γίνεται παρά σοῦ. Πόθεν δέ ἤ πῶς ἠδυνάμην εἰδέναι ὅτι πᾶς ὁ πιστεύων εἰς σέ μέλος σόν γίνεται, χάριτι ἀπαστράπτων Θεότητα – τίς δέ τοῦτο πιστεύσει; - καί μακάριος γένηται, μακαρίου Θεοῦ μακάριον μέλος γενόμενος; Πόθεν που ἐγίνωσκον ὅτι σύ ἀντί τροφῆς αἰσθητῆς ἀθάνατος καί ἄφθαρτος ἄρτος τοῖς διά σέ πεινῶσιν ἀκόρεστος γίνῃ καί πηγή τοῖς διψῶσιν ἀθάνατος καί χιτών ἀπαστράπτων τοῖς εὐτελῆ διά σέ περιβεβλημένοις ἱμάτια; Ταῦτα γάρ ἀκούων διά τῶν σῶν κηρύκων λεγόμενα, ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι καί μετά τήν ἀνάστασιν μόνον ὑπελάμβανον γίνεσθαι καί οὐκ ᾔδειν ὅτι καί νῦν μᾶλλον ἐπιτελοῦνται, ὅτε καί τούτων ἐν χρείᾳ πλείονι καθεστήκαμεν.

Λόγος ΛΔ΄.

 




Ὅτι οὐκ ἀκίνδυνον τό διδόμενον ἡμῖν παρά Θεοῦ τάλαντον κατορύττειν· χρή γάρ δημοσιεύειν αὐτό καί τοῖς πᾶσιν ὑποδεικνύειν καί τάς εὐεργεσίας Θεοῦ εὐγνωμόνως ἀνακηρύττειν εἰς τήν τῶν ἀκουόντων ὠφέλειαν, κἄν τινες ἀπαρέσκωνται.


Ἀδελφοί καί πατέρες καί τέκνα ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ, τί πρός τά κατηχηθέντα παρ᾿ ἡμῶν ἐν διαφόροις πολλάκις λόγοις ὑπενοήσατε; Τί κατά τοῦ ταῦτα παρρησίᾳ λαλήσαντος ἐν ἑαυτοῖς ἀπεφήνασθε; Μή τι τῶν θείων ἔξω Γραφῶν εἰπεῖν ἡμᾶς ὑπελάβετε; Μή τι λεληθότως ἡμᾶς κατεμέμψασθε, ὡς ὑπέρογκα λελεχότας; Μή τι κατεκρίνατε, ὡς μεγαλορρημονοῦντας ἡμᾶς; Εἰ οὖν οὕτω πρός τά ῥηθέντα διετέθητε, ἵλεως ὑμῖν γένοιτο ὁ Χριστός, ἐγώ δέ παρακαλῶ τήν ἀγάπην ὑμῶν ἵνα μηδείς τῷ τοιούτῳ κρίματι ἐπιμείνῃ. Οὐ γάρ ἐνδείξεως χάριν ταῦτα γεγράφαμεν, μή τοῦτο συγχωρήσῃ ὁ ἐλεήσας καί ἀγαγών ἡμᾶς εἰς ταῦτα Θεός, ἀλλά μεμνημένοι τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀπ᾿ ἀρχῆς βίου καί μέχρι τοῦ παρόντος πεποίηκε μεθ᾿ ἡμῶν τῶν ἀναξίων, εὐχαριστοῦντες (422) ἀνυμνοῦμεν αὐτόν, ὡς εὔσπλαχνον Δεσπότην καί εὐεργέτην ἡμῶν Κύριον, καί τό ἐπιδοθέν ἡμῖν παρ᾿ αὐτοῦ τάλαντον εὐγνωμόνως πᾶσιν ὑμῖν καταβάλλομεν. Ποῦ γάρ καί δυνάμεθα τό τοσοῦτον μέγεθος τῶν εὐεργεσιῶν αὐτοῦ σιωπᾶν ἤ ἀγνωμόνως ὡς ἀμνήμονες καί κακοί δοῦλοι κατορύττειν τό δοθέν ἡμῖν τάλαντον; Τοῦτο γάρ ποιεῖν μή δυνάμενοι, ἀνακηρύττομεν τόν αὐτοῦ ἔλεον, ὁμολογοῦμεν τήν χάριν, πᾶσι δεικνύομεν τήν πρός ἡμᾶς αὐτοῦ ἀγαθότητα καί παρακαλοῦμεν καί ὑμᾶς διά τῆς διδασκαλίας τοῦ λόγου ἀγωνίσασθαι μετασχεῖν τῶν αὐτοῦ δωρεῶν καί ἀπολαῦσαι, ὧν καί ἡμεῖς οἱ ἀνάξιοι διά τῆς ἀφάτου αὐτοῦ ἀγαθότητος ἀπηλαύσαμεν. Οὐδέν γάρ ὑμᾶς ἐν τούτῳ ἀδικοῦμεν ἤ ἠδικήσαμεν, ἀλλά μεταδοῦναι ποθοῦμεν ἐξ ὧν εἰλήφαμεν τοῖς συνδούλοις ἡμῶν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς, οἱ Χριστοῦ λαός καί ποίμνιον ἱερόν καί βασίλειον ἱεράτευμα ἀκούειν καί καλεῖσθαι ἠξιωμένοι.
Ὥσπερ γάρ πτωχός τις φιλάδελφος παρά τινος φιλοχρίστου καί ἐλεήμονος αἰτήσας καί λαβών νομίσματα, ἀποτρέχει πρός τούς συμπένητας αὐτοῦ ἐν χαρᾷ καί καταμηνύει λέγων ἐν μυστηρίῳ αὐτοῖς· “Δράμετε σπουδῇ καί ὑμεῖς, ἵνα λάβητε”, δακτυλοδεικτῶν καί ὑποδεικνύων αὐτοῖς τόν τό νόμισμα αὐτῷ ἐπιδόντα, εἰ δέ καί διαπιστοῦσιν, ἐπί τῆς παλάμης ἀπογυμνώσας δείκνυσι καί αὐτό, ἵνα πιστεύσαντες σπουδῇ χρήσωνται καί τόν ἐλεήμονα ἐκεῖνον ἄνδρα ταχύ καταλάβωσιν, οὕτω δή καί ὁ ταπεινός ἐγώ, ὁ πτωχός καί γυμνός ἀγαθοῦ καί δοῦλος τῆς ἁγιωσύνης πάντων ὑμῶν, πεῖραν τῆς τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίας καί συμπαθείας λαβών, ὡς διά μετανοίας (423) αὐτῷ προσελθών καί διά τῆς τοῦ ἁγίου Συμεών μεσιτείας, τοῦ πατρός μου καί πατρός ὑμῶν, τήν χάριν ἀπειληφώς ὁ ἀνάξιος πάσης χάριτος, οὐ φέρω μόνος ταύτην κρύπτειν ἐν κόλπῳ ψυχῆς, ἀλλά πᾶσι τοῖς ἀδελφοῖς ὑμῖν λέγω καί πατράσι μου τάς δωρεάς τοῦ Θεοῦ καί ὁποῖόν ἐστι τό δοθέν μοι τάλαντον, ὅσον τό ἐπ᾿ ἐμοί, φανερῷ ὑμῖν καί διά τοῦ λόγου ὡς ἐπί παλάμης ἀπογυμνῶ τοῦτο, καί λέγω οὐχ ὡς ἐν παραβύστῳ καί μυστηρίῳ, ἀλλά μεγάλῃ βοῶν τῇ φωνῇ· “Δράμετε, ἀδελφοί, δράμετε”, καί οὐ βοῶ μόνον, ἀλλά καί ὑποδεικνύω τόν διδόντα Δεσπότην, τόν λόγον πάλιν ἀντί δακτύλου ὑμῖν προβαλλόμενος. Ἄνθρωπος μέν γάρ ἐάν ὀβολόν πτωχῷ τινι δῷ, εἶτα ἐκεῖνος πρός τό καί ἑτέροις δοῦναι τοῦτον καταμηνύσειεν, ὀργίζεται καί πρός τό δοῦναι μᾶλλον σκληρύνεται, ὁ δέ Θεός οὐχ οὕτως, ἀλλά τοὐναντίον ἅπαν ποιεῖ. Ἐάν γάρ τινι δῷ πνευματικόν χάρισμα ἤγουν τάλαντον καί οὐ κηρύξῃ τοῖς πᾶσι καί δημοσιεύσῃ αὐτό, “Προσέλθετε”, λέγων, “πρός τόν ἁπλῶς διδόντα Δεσπότην καί μηδένα κενόν ἀποστρέφοντα”, ἀλλά λαβών κρύψειε κατορύξας αὐτό, τότε μᾶλλον ὀργίζεται κατά τοῦ λαβόντος ὡς φθονεροῦ καί μή θέλοντος τούς ἑαυτοῦ ἀδελφούς λαβεῖν, ὡς αὐτός ἔλαβε.

ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟ;


 
ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ ΤΟΝ ΘΕΟ;

Αυτό που ζητάει ο Θεός από όλους μας, ξέρετε πιο είναι;
«ΓΙΕ ΜΟΥ, ΚΟΡΗ ΜΟΥ, ΕΜΠΙΣΤΕΨΟΥ ΜΕ. ΕΓΩ ΔΕΝ ΣΟΥ ΖΗΤΑΩ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ».
Είναι αυτό που λέει ο πατέρας στο γιό του:
«Γιατί έχεις αγωνία παιδί μου; Εμπιστέψου με. Εγώ είμαι ο πατέρας σου! Εγώ θα σε θρέψω! Εγώ θα κάνω τα πάντα για σένα! Θα ιδρώσω, θα κοπιάσω, θα πονέσω, αλλά θα σε κάνω αυτό που θέλεις». Και όταν το παιδί εμπιστεύεται τον πατέρα του, τότε τι κάνει εκείνος;
Κάνει τα αδύνατα δυνατά, για να δώσει τη χαρά στο παιδί του.
Τίποτα άλλο δεν θα μ’ άρεσε να έφτιαχνα, παρά μόνο μια εικόνα του Χριστού, όμορφη όπως είναι Εκείνος, μέσα σε ένα φως της δικής Του χαράς και αγάπης, γιατί μόνο αυτό βγάζει ο γλυκύτατος Ιησούς και να έγραφα από πάνω «Η ΑΚΡΑ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ», γιατί αυτό είναι που ζητάει ο άνθρωπος, για να νιώσει ευτυχισμένος.


 Η άκρα ευσπλαχνία, είναι ιδιότητα μόνο της μητέρας.
Μέσα σ’ ένα αντρόγυνο όταν το παιδί κάνει κάποιο λάθος, ο πατέρας αντιδράει πιο δυνατά. Καμιά φορά μπορεί να του πει: «Σταμάτα παιδί μου, μέχρι εδώ! Δεν σε θέλω. Ή άλλαξε ζωή, ή φύγε».
Είναι σκληρός ο πατέρας, δεν αντέχει αυτό που κάνει το παιδί του.
Η μητέρα όμως, τι κάνει;
Προσπαθεί όλα να τα κουκουλώσει, γι’ αυτό και την ακούς να λέει:
«Μα είναι το παιδί μου! Είναι το σπλάχνο μου! Είναι το αίμα μου!».
Δικαιολογεί συνέχεια το παιδί της και το παιδί καταλαβαίνει αυτή της την πράξη.
Γι’ αυτό και νιώθει το παιδί ότι, εάν όλος ο κόσμος το έδιωχνε, το μόνο πλάσμα που ποτέ δεν μπορεί να το κάνει από τη φύση της είναι μόνο η μητρική καρδιά της μητέρας του.
Γι’ αυτό όσα λάθη και αν έχει ένα παιδί, οτιδήποτε και να είναι, στη μαμά του θα πάει πάλι.
Το ίδιο κάνει και ο Θεός, γιατί είμαστε τα σπλάχνα Του!
Όσα λάθη και αν κάνουμε δεν μας διώχνει, γιατί είναι η Μάνα μας. Δεν μας δίνει μόνο την στοργική Του αγκαλιά, αλλά μας λατρεύει με την μητρική Του καρδιά. Το μόνο που μας ζητάει είναι απλά να Τον εμπιστευτούμε.
Γι’ αυτό αξίζει πολλές φορές την ημέρα να επαναλαμβάνουμε αυτή την πολύ δυνατή προσευχή: «ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ, Σ’ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΙ».

(απόσπασμα από κήρυγμα του π. Ελπιδίου Βαγιανάκη)

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Θέμα Θ: Διαίρεση και κατάταξη των παθών (Περίληψη)




Διάγραμμα – Περίληψη
Θέματος Θ' το Θεολογικο Προγράμματος «ρθοδοξία καί Ζωή»
τς ερς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας,
περιόδου Ζ΄, τους 2012-2013.

Εσαγωγικά: διαίρεση, κατάταξη καί νάλυση τν παθν εναι ναγκαίαγιά τή θεραπεία τους, πως εναι ναγκαία γιά τή θεραπεία τους νάλυση τν σθενειν πό τούς γιατρούς. Στήν Πατερική Παράδοση συναντμε διάφορες διαιρέσεις καί κατατάξεις τν παθν, πό τίς ποες ο πιό συνηθισμένες εναι:

α) Σωματικά καί ψυχικά πάθη: πως νθρωπος διαιρεται σέ σμα καί ψυχή, τσι καί τά πάθη διαιρονται σέ σωματικά καί ψυχικά. ποταγμένος στά σωματικά πάθη καλεται «σαρκικός νθρωπος» καί ποταγμένος στά ψυχικά πάθη καλεται «ψυχικός νθρωπος». παλλαγμένος καί πό τά σωματικά καί ψυχικά πάθη καί πορευόμενος κατά τό φρόνημα το γ. Πνεύματος καλεται «πνευματικός νθρωπος». σχέση - ντίθεση «ψυχικο» καί «πνευματικο» νθρώπου: «ψυχικός νθρωπος ο δέχεται τά το Πνεύματος το Θεο· μωρία γάρ ατ στί» (Α' Κορ. 2,14). Συνήθως, λα σα ποκαλε «κόσμος» «πνευματικά», ποτελον κδηλώσεις το «ψυχικο» νθρώπου. Ψυχικά πάθη καλονται σα εναι «μόνης τς ψυχς» καί σωματικά πάθη εναι «τά μετά κοινωνίας τς ψυχς καί το σώματος γινόμενα». Κατά τήν Πατερική Παράδοση, δέν πάρχουν καθ’ ατό σωματικά πάθη, οτε καθ’ ατό σωματικές δονές μαρτίες: «μόνου δέ το σώματος οκ ν εροι τις δονάς» (ω. Δαμασκηνός). ρθόδοξη Παράδοση δέν δέχεται ντίθεση μεταξύ ψυχς καί σώματος. Κατά τήν πλατωνική κδοχή, ψυχή εναι τό καλό μέρος το νθρώπου καί τό σμα εναι τό κακό, πό τό ποο προέρχεται μαρτία. ντίληψη ατή μέ διάφορες τροποποιήσεις πιβίωσε στήν αρεση το Μανιχαϊσμο (γ' α.) καί μετέπειτα στόν Δυτικό χριστιανισμό (Παπικό καί Προτεσταντικό), λλά καί σέ σύγχρονες ρθόδοξες θρησκευτικές ργανώσεις. ντίθετα, κατά τήν ρθόδοξη Παράδοση, μαρτία προέρχεται πό τήν ψυχή: «οκουν οκ κ το σώματος μαρτία, λλ' κ τς ψυχς» καί «τ σμα νεκρόν κείμενον, οχ μαρτάνει» (ω. Δαμασκηνός). Συνήθη ψυχικά πάθη: περηφάνεια, κενοδοξία, φθόνος, ργή, θυμός, κηδία, χαριστία κ.. Συνήθη σωματικά πάθη: πορνεία, γαστριμαργία, μέθη, κλοπή.
β) «Μητέρες» καί «θυγατέρες» παθν: Μεταξύ τν παθν πάρχει στενή σύνδεση καί λληλεπίδραση. πάρχουν πάθη πού γεννον λλα πάθη («μητέρες» καί «θυγατέρες» παθν). ν κάθε πάθος γεννιέται πό λλο, πρέπει νά ναζητήσουμε τό πρτο πάθος πό τό ποο προέρχονται λα τά λλα. Κατά τούς Πατέρες, ρίζα λων τν παθν εναι Φιλαυτία: «ρχή μέν πάντων τν παθν φιλαυτία, τέλος δέ, περηφανία». « χων τήν φιλαυτίαν, δλον τι χει πάντα τά πάθη». «Φιλαυτία στίν πρός τό σμα (=πρός τόν αυτό μας) μπαθής καί λογος φιλία». « ταύτην κκόψας, συνέκοψε πάντα τά πάθη τά ξ ατς» (Μάξιμος μολογητής). πό τή Φιλαυτία προέρχονται ο τρες «γίγαντες τν παθν» (τά τρία Φ): α) Φιληδονία, β) Φιλοδοξία καί γ) Φιλαργυρία. λα τά λλα πάθη εναι παράγωγα ποδιαιρέσεις τν μεγάλων ατν παθν.

ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ .....ΟΤΑΝ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΔΕΝ ΟΡΘΟΔΟΞΕΙ

ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ ΟΤΑΝ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΟΡΘΟΔΟΞΕΙ;
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiwnjUgpVvy5Xj-aQ6L5qLoICsEh9d9_pYYIvwkCia8IBNQ2OEIqFGyCd-kCftBbeHARnNcrx-HfDGD-Kmlm_RlE5uJ4mLysRRSnmR6XeP6-V1pp3OSwAHHKo1DAgCjl-YFy7Z1HvNHQZ85/s1600/KAKOS.jpg

Τί μάς διδάσκει το εκκλησιαστικό παρελθόν σχετικώς με την υπακοή στον Πνευματικό μας Πατέρα, όταν πρόκειται περί θέματος Πίστεως, δογματικό ή σχετικό με τους ιερούς Κανόνες; Οφείλουμε αδιάκριτη υπακοή όταν ο Πνευματικός αντιτεθεί προς την Παράδοση της Εκκλησίας ή όχι; Παίρνουμε επάνω μας έναντι Θεού την ευθυνη της «ανυπακοής» ή μάς καλύπτει η υπακοή στον Χριστό βάσει της αλαθήτου Παραδόσεως της Εκκλησίας; Σε τούτα τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μερικές απαντήσεις.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή
1. Ο Πνευματικός πρέπει να είναι ο καλύτερος δυνατός, από πάσης απόψεως
2. Ο Πνευματικός επειδή είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού», δεν μπορεί να αποδέχεται αιρέσεις
3. Απαγορεύεται η αδιαφορία η η σιωπή περί των αιρέσεων εκ μέρους του Πνευματικού
4. Τι λέγει η Αγία Γραφή για την αξιέπαινη απείθεια
5. Ο Μοναχός πρέπει να φεύγει από την υπακοή σε αιρετικό Ηγούμενο, σύμφωνα με τους ιερούς Κανόνες
6. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά ανυπακοή στους κακοδόξους εκκλησιαστικούς ηγέτες
7. Η «Κλίμαξ» διευκρινίζει ότι ο ταπεινός Μοναχός αντιλέγει στους Προεστώτες, εάν πρόκειται περί Πίστεως.
8. Το έμπρακτο υπόδειγμα του Αγίου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου
9. Η διδασκαλία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου
10. Ο Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ υπέρ της προσεκτικής υπακοής
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


Εισαγωγή

Το θέμα της υπακοής στον Πνευματικό Πατέρα, όσον αφορά στα θέματα Πίστεως, θέμα ιδιαιτέρως λεπτό και άγνωστο, περιλαμβάνεται στο γενικότερο θέμα της υπακοής στον Επίσκοπο, διότι η σχέση Πνευματικού-Εξομολόγου και πιστού δεν νοείται χωριστά από τη σχέση του χριστιανού με τον Επίσκοπο της Εκκλησιαστικής Κοινότητος· ο Πνευματικός δεν καθοδηγεί ιδίω δικαίω τους πιστούς βάσει της Ιερωσύνης του, αλλά με ενταλτήριο γράμμα του οικείου Επισκόπου, καθώς ορίζουν οι ιεροί Κανόνες και πλέον φανερά ο 50ος (46) της εν Καθαγένη αγίας Τοπικής Συνόδου1. Έτσι, εν πολλοίς ισχύει και περί του Πνευματικού Πατρός, ό,τι ήδη έχουμε ειπή σε αναφορά προς τον Επίσκοπο και την ανάμειξη των λαϊκών στα θέματα Πίστεως σε προηγούμενες ενότητες.
Εάν δηλαδή οι πιστοί έχουν το δικαίωμα βάσει του παραδείγματος των Αγίων στην εκκλησιαστική ιστορία, αλλά και βάσει των ιερών Κανόνων, να απειθούν σε αιρετίζοντες Επισκόπους και να αποχωρίζονται από την κοινωνία (και την κοινότητά) των (όπως ορίζουν κυρίως οι ιεροί Κανόνες, 31ος Αποστολικός και 15ος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου), πολλώ μάλλον πρέπει να διαχωρίζονται από Πνευματικούς οι οποίοι αναπτύσσουν χωρίς μεταμέλεια ετερόδοξα φρονήματα.
Αν ο Επίσκοπος, στη θέση του οποίου ενεργεί ο Πνευματικός το Μυστήριον της προς Θεόν καθοδηγήσεως των πιστών, Μυστήριον Μετανοίας και Εξομολογήσεως, δεν είναι "ex officio" («εκ του αξιώματος») αλάθητος, πολύ περισσότερο ο Πνευματικός, ο οποίος μετέχει της χάριτος της Ιερωσύνης σε βαθμό μικρότερο από τον Επίσκοπο, δεν είναι οπωσδήποτε αλάθητος.

Σχέση μεταξύ ψυχής, νοός, καρδιάς και διανοίας (λογικής)



Η Δίκη του Μάξιμου του Γραικού

Συγγραφέας:
Κωνσταντίνος Τσιλιγιάννης , δικηγόρος-ιστορικός και ερευνητής.

Έκδοση :
Ινστιτούτο Έρευνας, διάσωσης και προβολής πνευματικών και πολιτιστικών παραδόσεων
«ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΓΡΑΙΚΟΣ».

Ο κ. Κων/νος Τσιλιγιάννης, διακεκριμένος ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας, αλλά και σύγχρονος ερευνητής του βίου και του έργου του Αγίου Μαξίμου μετά από 15 χρόνια μελέτης και έρευνας για το συγκεκριμένο θέμα παρουσιάζει το εν λόγω βιβλίο του, αναλύοντας και ερμηνεύοντας την σπουδαιότητα των Πρακτικών της Δίκης, εξαίροντας βέβαια το πρόσωπο του αγαπημένου του Αγίου Μαξίμου του Γραικού. Η πολύχρονη εμβριθής μελέτη του κ.Τσιλιγιάννη σε ό,τι αφορά τον φωτεινό αστέρα της Ορθοδοξίας που ονομάζεται Μάξιμος Γραικός, αλλά και η ιδιότητά του ως δικηγόρου εγγυώνται μία συνεπή και άψογη τεκμηρίωση και παρουσίαση των συμπερασμάτων της έρευνάς του από ιστορικοθεολογικής και νομικής απόψεως.

«Ο Άγιος Μάξιμος, γράφει στον πρόλογο ο Γέροντας Εφραίμ ηγούμενος της Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, υπέμεινε με πολλή ταπείνωση την άδικη καταδίκη του στις δίκες του 1525 και 1531. Το φοβερό είναι ότι μετά την κοίμηση του Αγίου κάποιοι δεν ήθελαν ούτε τα Πρακτικά αυτών των Δικών να μείνουν ανόθευτα».

Σχέση μεταξύ ψυχής, νοός, καρδιάς και διανοίας (λογικής)



 
Μητροπολ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου
 
 
Πηγή: Ιεροθέου Βλάχου: "Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία" σελίδες 111-115. (Ι.Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) 3η Έκδοση Λεβαδία 1989).
Είναι αναγκαίο για έναν Χριστιανό που εμβαθύνει στην ψυχοθεραπευτική μέθοδο της Εκκλησίας, να γνωρίζει την έννοια των βασικών όρων που περιέχονται στα ψυχοθεραπευτικά κείμενα των αγίων μας, αυτές τις συνταγές θεραπείας του ανθρώπου. Προς το σκοπό αυτό, ανεκτίμητο είναι το εξαιρετικό βιβλίο του σεβ. Ιεροθέου Βλάχου "Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία", από το οποίο παραθέτουμε απόσπασμα από τις σελίδες 111-115. (Ι. Μ. Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) 3η Έκδοση Λεβαδία 1989).
 

1. Η εναλλαγή των όρων
    Στα κείμενα της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων γίνεται μια σύγχυση αλλά και διάκριση μεταξύ των όρων ψυχής, νοός, καρδίας και διανοίας. Όποιος εντρυφά στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων και την Καινή Διαθήκη το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι αυτή η σύγχυση μεταξύ αυτών των εννοιών και όρων. Οι όροι αυτοί εναλλάσσονται. Το θέμα με απασχολούσε από πολλά έτη και προσπαθούσα να βρω μια λύση. Διαβάζοντας την σχετική βιβλιογραφία διαπίστωνα την αδυναμία των ερμηνευτών, εκτός εξαιρέσεων, να καθορίσουν την σχέση και την διάκριση αυτών των όρων. Γι’ αυτό στην παράγραφο αυτή θα προσπαθήσουμε να ξεχωρίσουμε τους όρους και να διαγράψουμε τα πλαίσια μέσα στα οποία κινείται κάθε όρος.
    Έχουμε έως τώρα αναπτύξει ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι το κατ’ εικόνα, και επειδή η ψυχή ζωοποιεί συνημμένο σώμα, γι’ αυτό το κατ’ εικόνα του ανθρώπου είναι ισχυρότερο από το κατ’ εικόνα των αγγέλων. Επειδή η ψυχή βρίσκεται μέσα σε όλο του σώμα, «πανταχού του σώματος», γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθή κατ’ εικόνα και όλος ο άνθρωπος και αυτό ακόμη το σώμα. Είναι χαρακτηριστικό το τροπάριο του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού που ψάλλεται στην εξόδιο ακολουθία. «Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον και ίδω εν τοις τάφοις κειμένην την κατ’ εικόνα Θεού, πλασθείσαν ημίν ωραιότητα, άμορφον, άδοξον μη έχουσαν είδος». Είναι φανερό ότι στο τροπάριο αυτό το κατ’ εικόνα αναφέρεται στο σώμα που βρίσκεται στον τάφο.