Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού Η ΑΓΑΠΗ

 


Η αγάπη
Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού
Πρόλογος
ΛΟΓΟΣ για την αγάπη είναι πάντοτε επίκαιρος. Ιδιαίτερα στην εγωκεντρική εποχή μας, που πέτρωσαν οι καρδιές και χάθηκαν τα ειλικρινή αισθήματα, και που λόγια πολλά χωρίς αντίκρυσμα ζωής, στείρα ιδεολογήματα και νοσηροί συναισθηματισμοί διεκδικούν τη θέση της αγάπης.

Σε τούτο το ύψιστο αγαθό μπορούν να μας χειραγωγήσουν με ασφάλεια οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, γιατί αυτοί με τη ζωή και το λόγο τους φανερώνουν τη σαρκωμένη Αγάπη, που είναι ό ίδιος ό Θεός- «ο Θεός αγάπη εστί» (Α' Ιω. 4,16).

Ο όσιος Μάξιμος ο ομολογητής υπήρξε ο διαπρεπέστερος θεολόγος του 7ου αι. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 και πήρε επιμελημένη παιδεία. Διετέλεσε αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα Ηρακλείου, μα σύντομα εγκατέλειψε τη θέση του και, σε ηλικία 34 περίπου χρόνων, έγινε μοναχός.

Αφού ασκήθηκε σκληρά στη μοναστική παλαίστρα, αφοσιώθηκε, από το 633 μέχρι το τέλος της ζωής του, στον αγώνα κατά του μονοθελητισμού - αίρεση που δίδασκε πως ο Χριστός έχει μόνο μια θέληση, τη θεία, σε αντίθεση με την ορθόδοξη διδασκαλία, σύμφωνα με την οποία ο Χριστός ως Θεάνθρωπος έχει δύο θελήσεις, τη θεία και την ανθρώπινη.

Αν και απλός μοναχός ο όσιος Μάξιμος, κατώρθωσε με τη δυναμική του παρουσία να κατευθύνει τον ορθόδοξο θεολογικό αγώνα για μια περίπου εικοσιπενταετία. Αυτό του στοίχισε συλλήψεις, κακοποιήσεις, διαπομπεύσεις, εξορίες. Για να σταματήσει να μιλάει και να γράφει, του έκοψαν τη γλώσσα και το δεξί χέρι. Τελικά, τον Αύγουστο του 662, κλεισμένος σε φρούριο του Καυκάσου, υπέκυψε στις ταλαιπωρίες και τα γηρατειά.

Από τα σπουδαία θεολογικά έργα που μας κληροδότησε, παρουσιάζουμε στις επόμενες σελίδες, σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση, μερικά από τα τετρακόσια "Κεφάλαια περί αγάπης", που έγραψε μετά από αίτηση του πρεσβυτέρου Ελπιδίου.


Τα προσφέρουμε στον σημερινό αναγνώστη, πιστεύοντας πως μέσα σ' αυτά θα βρει το μέτρο της αληθινής αγάπης προς το Θεό, τον πλησίον και τον εαυτό του. Αρκεί να μελετηθούν όπως ο όσιος Μάξιμος συμβούλευε τον Ελπίδιο: "Σε πα­ρακαλώ να τα διαβάζεις με προσοχή, γιατί τα νοήματά τους είναι συμπυκνωμένα, και, παρόλο που η διατύπωσή τους φαίνεται απλή, χρειάζονται μεγάλη εξέταση και εμβάθυνση. Ίσως μέσα σ' αυτά ανακαλύψεις κάτι χρήσιμο για την ψυχή σου. Και θ' ανακαλύψει σίγουρα, με τη χάρη του Θεού, εκείνος που διαβάζει με απλότητα, με φόβο Θεού και αγάπη".

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Η αγάπη
ΑΓΑΠΗ είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, που κάνει τον άνθρωπο να μην προτιμάει τίποτε άλλο περισσότερο από το να γνωρίσει το Θεό. Είναι αδύνατον όμως ν' αποκτήσει σταθερά μέσα του αυτή την αγάπη, όποιος έχει εμπαθή προσκόλληση σε κάτι από τα γήινα.

Μην πεις ότι και μόνο η πίστη μου στο Χριστό μπορεί να με σώσει. Αυτό είναι αδύνατον, αν δεν αποκτήσεις και την έμπρακτη αγάπη. Η απλή πίστη, που δεν συνοδεύεται με έργα αγάπης, τίποτε δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν και τρέμουν.

Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι και η πίστη χωρίς αγάπη δεν φωτίζει την ψυχή με τη γνώση του Θεού.

Εκείνο που αγαπάει κανείς, σ' αυτό και είναι προσηλωμένος, και, για να μην το στερηθεί, καταφρονεί όλα όσα τον αποσπούν απ' αυτό. Έτσι κι εκείνος που αγαπάει το Θεό, καλλιεργεί την καθαρή προσευχή και διώχνει από μέσα του κάθε πάθος που τον εμποδίζει απ' αυτήν.

4Ο νους που ενώνεται με το Θεό και παραμένει μαζί του με την προσευχή και την αγάπη, αυτός γίνεται σοφός, αγαθός, δυνατός, φιλάνθρωπος, σπλαχνικός, μακρόθυμος. Μ' ένα λόγο, έχει πάνω του όλα τα θεία γνωρίσματα. Όταν όμως απομακρύνεται από το Θεό και προσκολλάται στα γήινα, ή γίνεται σαν κτήνος, καθώς κυλιέται στις ηδονές, ή γίνεται σαν θηρίο, καθώς φιλονικεί με τους ανθρώπους για πράγματα υλικά.


Εκείνος που φοβάται το Θεό, έχει πάντοτε σύντροφό του την ταπεινοφροσύνη. Και η ταπεινοφροσύνη τον οδηγεί στην αγάπη και την ευχαριστία του Θεού. Σκέφτεται δηλαδή την προηγούμενη ζωή του, τα διάφορα αμαρτήματα και τους πειρασμούς του, και πώς απ' όλα αυτά τον γλύτωσε ο Κύριος και τον μετέφερε από τη ζωή των παθών στον κατά Θεόν βίο. Με τέτοιες σκέψεις λοιπόν αποκτάει και την αγάπη προς το Θεό, τον ευεργέτη και κυβερνήτη της ζωής του, τον οποίο αδιάλειπτα ευχαριστεί με πολλή ταπεινοφροσύνη.

Εκείνος που αγαπάει το Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στη γη. Νηστεύει και αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται, και για κάθε άνθρωπο σκέφτεται πάντοτε το καλό.


Η αγάπη προς το Θεό παρακινεί όποιον την έχει να καταφρονεί κάθε πρόσκαιρη ηδονή και κάθε κόπο και λύπη. Ας σε πείσουν γι' αυτό όλοι οι άγιοι, οι οποίοι τόσα έπαθαν για το Χριστό.

Η ανέκφραστη ειρήνη που έχουν οι άγιοι άγγελοι οφείλεται σ' αυτά τα δύο: στην αγάπη προς το Θεό και στην αγάπη αναμεταξύ τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους όλων των αιώνων. Πολύ καλά λοιπόν έχει λεχθεί από το Σωτήρα μας, ότι σ' αυτές τις δύο εντολές συνοψίζονται όλος ο νόμος και η διδασκαλία των Προφητών (Ματθ. 22, 40).



Όποιος αγαπάει το Θεό δεν είναι δυνατόν να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του. Και όσους ακόμα είναι υπόδουλοι στα πάθη τους, κι αυτούς τους αγαπάει σαν τον εαυτό του, και χαίρεται με αμέτρητη και ανείπωτη χαρά όταν τους βλέπει να διορθώνονται.

«Όποιος με αγαπάει», λέει ο Κύριος, «θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιω. 14, 23). «Και η δική μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλο» (Ιω. 15,12). Εκείνος λοιπόν που δεν αγαπάει τον πλησίον του, αθετεί την εντολή του Κυρίου. Και όποιος αθετεί την εντολή του Κυρίου, ούτε τον Κύριο είναι δυνατόν ν' αγαπήσει.

Μην καταφρονήσεις την εντολή της αγάπης γιατί μ' αυτή θα γίνεις παιδί του Θεού, ενώ παραβαίνοντάς την θα γίνεις παιδί της γέεννας.


Για τις εξής πέντε αιτίες οι άνθρωποι αγαπούν ο ένας τον άλλο:

-  Για το Θεό, όπως ο ενάρετος τους αγαπάει όλους, και όπως κάποιος αγαπάει τον ενάρετο, έστω κι αν ο ίδιος δεν έγινε ακόμα ενάρετος.
-  Για φυσικούς λόγους, όπως οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους, και αντιστρόφως.
-  Από κενοδοξία, όπως αγαπάει κάποιος αυτόν που τον δοξάζει.
-  Από φιλαργυρία, όπως εκείνος που αγαπά­ει τον πλούσιο γιατί του δίνει χρήματα.
-  Από φιληδονία, όπως εκείνος που αγαπάει ένα πρόσωπο γιατί του ικανοποιεί τη γαστριμαργία ή τη σαρκική του επιθυμία.

Απ' αυτές λοιπόν τις αιτίες, η πρώτη είναι αξιέπαινη, η δεύτερη ούτε επαινετή ούτε αξιοκατάκριτη, ενώ οι υπόλοιπες είναι εμπαθείς.

Σε όλες μας τις πράξεις ο Θεός εξετάζει το σκοπό για τον οποίο τις εκτελούμε. αν δηλαδή τις κάνουμε γι' Αυτόν ή για κάτι άλλο. Όταν λοιπόν θέλουμε να κάνουμε ένα καλό, ας μην έχουμε σκοπό ν' αρέσουμε στους ανθρώπους, αλλά μόνο στο Θεό. Σ' Αυτόν ν' αποβλέπουμε και όλα να τα κάνουμε για τη δική Του δόξα. Διαφορετικά, θα κουραζόμαστε χωρίς να κερδίζουμε τίποτα.
Έργο αγάπης είναι η ολόψυχη ευεργεσία προς τον πλησίον μας, η μακροθυμία και η υπομονή που δείχνουμε απέναντί του, καθώς επίσης και η φρόνιμη και συνετή χρησιμοποίηση των πραγμάτων.

Η διάθεση της αγάπης δεν φανερώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση πνευματικού λόγου και με τη σωματική διακονία.



Εκείνος που αγαπάει το Χριστό, Τον μιμείται όσο μπορεί. Ο Χριστός, για παράδειγμα,

-  δεν έπαυσε να ευεργετεί τους ανθρώπους.
-  έδειχνε μακροθυμία, όταν του συμπεριφέρονταν με αχαριστία και Τον βλαστημούσαν.
-  υπέμεινε όταν Τον χτυπούσαν και Τον θανάτωναν, χωρίς καθόλου να σκέφτεται για κανέναν το κακό που Του έκανε.

Αυτά τα τρία έργα είναι εκφραστικά της αγάπης προς τον πλησίον. Χωρίς αυτά, απατάται εκείνος που λέει ότι αγαπάει το Χριστό ή ότι θα κερδίσει τη βασιλεία Του. Γιατί ο Κύριος μας βεβαιώνει: «Δεν θα μπει στη βασιλεία των ουρανών εκείνος που μου λέει "Κύριε, Κύριε", αλλά εκείνος που κάνει το θέλημα του Πατέρα μου» (Ματθ. 7, 21). Και πάλι: «Όποιος με αγαπάει θα τηρήσει τις εντολές μου» (Ιω. 14,15).

«Εγώ σας λέω», είπε ο Κύριος, «αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν, προσεύχεστε για όσους σας βλάπτουν» (Ματθ. 5, 44). Γιατί έδωσε αυτές τις εντολές; Για να σε ελευθερώσει από το μίσος, τη λύπη, την οργή και τη μνησικακία και να σε αξιώσει ν' αποκτήσεις την τέλεια αγάπη. Αυτή είναι αδύνατον να την έχει όποιος δεν αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους, όπως και ο Θεός τους αγαπάει όλους εξίσου.

Όποιος έχει την τέλεια αγάπη, δεν κάνει διακρίσεις στους ανθρώπους. Ξέρει πως όλοι μας έχουμε την ίδια ανθρώπινη φύση, και γι' αυτό ανεξαίρετα τους αγαπάει όλους το ίδιο. Τους εναρέτους τους αγαπάει ως φίλους, ενώ τους κακούς τους αγαπάει ως εχθρούς και τους ευεργετεί και μακροθυμεί και υπομένει, αν τον βλάψουν, χωρίς να υπολογίζει καθόλου το κακό που του γίνεται. Αντίθετα, αν το καλέσει η περίσταση, πάσχει για χάρη τους, για να τους κάνει κι αυτούς φίλους, αν είναι δυνατόν. Κι αν αυτό δεν το κατορθώσει, δεν αλλάζει τη διάθεσή του, αλλά συνεχίζει να τους αγαπάει όλους εξίσου.

Αγωνίσου, όσο μπορείς, ν' αγαπήσεις κάθε άνθρωπο. Αν αυτό δεν μπορείς να το κάνεις ακόμα, τουλάχιστον μη μισήσεις κανέναν. Αλλά ούτε αυτό θα μπορέσεις να το πετύχεις, αν δεν καταφρονήσεις τα πράγματα του κόσμου.

Αυτά που διώχνουν την αγάπη από τον άνθρωπο είναι τα εξής: η προσβολή, η ζημία, η συκοφαντία σε θέματα πίστεως ή διαγωγής, τα ξυλοκοπήματα, οι πληγές και τα παρόμοια, που συμβαίνουν είτε στον ίδιο είτε σε κάποιον συγγενή ή φίλο του. Εκείνος λοιπόν που για κάτι απ' αυτά διώχνει την αγάπη, δεν έμαθε ακόμα ποιος είναι ο σκοπός των εντολών του Χριστού.

Όλος ο σκοπός των εντολών του Σωτήρος είναι να ελευθερώσουν το νου από την ακράτεια και το μίσος, και να τον οδηγήσουν στην αγάπη Αυτού και του πλησίον. Από αυτή τη διπλή αγάπη γεννιέται το φως της έμπρακτης πνευματικής γνώσεως.

Αν «η αγάπη είναι η εκπλήρωση του νόμου του Θεού» (Ρωμ. 13,10), εκείνος που έχει μνησικακία για τον αδελφό και κάνει δόλια σχέδια εναντίον του και τον καταριέται και χαίρεται για κάθε του πτώση, αυτός δεν παραβαίνει άραγε τις εντολές του Θεού και δεν είναι άξιος για την αιώνια κόλαση;


Αν «η αγάπη δεν κάνει κακό στον πλησίον» (Ρωμ. 13, 10), εκείνος που φθονεί τον αδελφό και λυπάται για την προκοπή του και με ειρωνείες προσπαθεί να κηλιδώσει την υπόληψή του ή τον επιβουλεύεται με κάποια κακοήθεια, αυτός ο άνθρωπος δεν αποξενώνει άραγε τον εαυτό του από την αγάπη και δεν τον κάνει ένοχο για την αιώνια κρίση;

Ο Χριστός δεν θέλει να έχεις εναντίον κανενός ανθρώπου μίσος ή λύπη ή οργή ή μνησικακία οποιασδήποτε μορφής και για οποιοδήποτε πρόσκαιρο πράγμα. Κι αυτό το διακηρύσσουν παντού τα τέσσερα Ευαγγέλια.

Όποιος βλέπει και ίχνος μόνο μίσους μέσα στην καρδιά του προς οποιονδήποτε άνθρωπο και για οποιοδήποτε σφάλμα του, αυτός δεν αγαπάει καθόλου το Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται καθόλου το μίσος κατά του πλησίον.

Μην πεις, «Δεν μισώ τον αδελφό μου», τη στιγμή που δεν θέλεις να τον θυμάσαι. Άκουσε τι λέει ο προφήτης Μωυσής. «Μην μισήσεις τον αδελφό σου με τη σκέψη σου. Να τον ελέγξεις όμως, για να μην έχεις την αμαρτία που θα είχες, αν αδιαφορούσες για τη διόρθωσή του» (Λευιτ. 19,17).

Η λύπη είναι στενά συνδεδεμένη με τη μνησικακία. Όταν λοιπόν ο νους σκέφτεται το πρόσωπο του αδελφού και αισθάνεται λύπη, είναι φανερό ότι του κρατάει κακία. «Οι δρόμοι όμως των μνησικάκων οδηγούν στον πνευματικό θάνατο» (Παρ. 12, 28), γιατί «ο κάθε μνησίκακος είναι παραβάτης του νόμου» (Παρ. 21, 24).

Την ώρα της ειρήνης σου μη θυμάσαι εκείνα που σου είπε ο αδελφός τον καιρό που σε στενοχώρησε - είτε σε σένα κατά πρόσωπο τα είπε, είτε σε άλλον και μετά τα άκουσες - για να μην πέσεις στο πάθος της μνησικακίας.

Όταν συνομιλείς με άλλους, πρόσεχε μήπως εξαιτίας της λύπης που διατηρείς ακόμα κρυμμένη μέσα σου, νοθεύσεις τους επαίνους σου για τον αδελφό, αναμειγνύοντας ασυναίσθητα στα λόγια σου την κατηγορία. Χρησιμοποίησε στις συνομιλίες σου αγνό έπαινο για τον αδελφό, και να προσεύχεσαι γι' αυτόν ειλικρινά, σαν να προσεύχεσαι για τον εαυτό σου. Έτσι, πολύ σύντομα θα ελευθερωθείς από το ολέθριο μίσος.

Μη θίξεις τον αδελφό σου με υπονοούμενα, μην τυχόν σου ανταποδώσει κι εκείνος τα ίδια και χάσετε έτσι και οι δυο σας την αγάπη. Αν ο αδελφός έσφαλε, υπόδειξέ του το σφάλμα με παρρησία και αγάπη για να διαλύσεις έτσι την αιτία της στενοχώριας και ν' απαλλαγείτε από την ταραχή και τη λύπη.

Βλαστήμησε κάποιος; Μη μισήσεις αυτόν, αλλά τη βλασφημία και το δαίμονα που τον έκανε να βλαστημήσει. Αν όμως μισείς αυτόν που βλαστήμησε, μίσησες άνθρωπο και έτσι αθέτησες την εντολή της αγάπης. Ό,τι έκανε εκείνος με το λόγο, το κάνεις εσύ με το έργο. Αν τώρα τηρείς την εντολή, δείξε την αγάπη σου και όσο μπορείς βοήθησέ τον ν' απαλλαγεί από το κακό.

Δεν μπορεί μια λογική ψυχή, που τρέφει μίσος εναντίον κάποιου ανθρώπου, να ειρηνεύσει με το Θεό, ο οποίος έχει δώσει τις εντολές. Γιατί εκεί μας λέει: «Αν δεν συγχωρείτε τα σφάλματα των συνανθρώπων σας, ούτε ο Πατέρας σας ο ουράνιος θα συγχωρήσει τα δικά σας σφάλματα» (Ματθ. 6,15).

Αν θέλεις να μην ξεπέσεις από την αγάπη του Θεού, ούτε τον αδελφό σου ν' αφήσεις να κοιμηθεί λυπημένο μαζί σου ούτε και συ να κοιμηθείς λυπημένος μαζί του. Πήγαινε, συμφιλιώσου με τον αδελφό σου, και τότε έλα πρόσφερε στο Χριστό το δώρο της αγάπης σου με καθαρή συνείδηση και θερμή προσευχή.


Εξέτασε τη συνείδησή σου με κάθε ακρίβεια, μήπως εξαιτίας σου δεν συμφιλιώθηκε ο αδελφός μαζί σου. Τη συνείδηση, που γνωρίζει τις κρυφές σου σκέψεις, μην την καταφρονείς, γιατί έτσι θα σου γίνεται εμπόδιο την ώρα της προσευχής και θα σε κατηγορεί την ώρα του θανάτου σου.

Μην αφήσεις τ' αυτιά σου ν' ακούνε τα λόγια όποιου καταλαλεί, ούτε και τα δικά σου λόγια να φτάνουν στ' αυτιά του φιλοκατήγορου, μιλώντας ή ακούγοντας με ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, για να μη χάσεις τη θεία αγάπη και βρεθείς απόκληρος της αιώνιας ζωής.

Μη νομίζεις ότι σε αγαπούν εκείνοι που σου μεταφέρουν λόγια, τα οποία σου προξενούν λύπη και μίσος εναντίον του αδελφού, ακόμα κι αν σου φαίνονται ότι λένε αλήθεια. Αυτούς να τους αποστρέφεσαι σαν θανατηφόρα φίδια, ώστε κι εκείνους να σταματήσεις να κατηγορούν και τη δική σου ψυχή ν' απαλλάξεις από την κακία.


Τον αδελφό, που τον είχες μέχρι χθες πνευματικό και ενάρετο, μην τον κρίνεις σήμερα ως κακό και πονηρό, επειδή ο διάβολος σ' έβαλε να τον μισήσεις. Εσύ, με την αγάπη που μακροθυμεί, έχοντας στο νου σου τα χθεσινά καλά του, διώξε το σημερινό μίσος της ψυχής.

Εκείνον που μέχρι χθες επαινούσες ως καλό και τον εγκωμίαζες ως ενάρετο, μην τον κακολογήσεις σήμερα, επειδή τον μίσησες, έχοντας ως πρόσχημα τον δικό του άσχημο λόγο. Εσύ συνέχισε να τον επαινείς, ακόμα κι αν κυριαρχείσαι από τη λύπη. Μ' αυτόν τον τρόπο εύκολα θα επανέλθεις στη σωτήρια αγάπη.

Όταν μας δουν οι δαίμονες να καταφρονούμε τα πράγματα του κόσμου, με σκοπό να μη μισήσουμε για χάρη τους τους ανθρώπους και ξεπέσουμε έτσι από την αγάπη, τότε ξεσηκώνουν εναντίον μας συκοφαντίες, ώστε μην υποφέροντας τη λύπη να μας αναγκάσουν να μισήσουμε τους συκοφάντες.
Δεν υπάρχει βαρύτερος πόνος της ψυχής από τη συκοφαντία, είτε στην πίστη συκοφαντείται κάποιος είτε στη διαγωγή. Και κανείς δεν μπορεί να μένει αδιάφορος όταν συκοφαντείται, παρά μόνο εκείνος που στρέφει τα μάτια του στο Θεό, ο οποίος είναι ο μόνος που μπορεί να μας λυτρώσει από τον κίνδυνο και να φανερώσει στους ανθρώπους την αλήθεια και να παρηγορήσει την ψυχή με την ελπίδα.


Όσο εσύ προσεύχεσαι μ' όλη σου την ψυχή για εκείνον που σε συκοφάντησε, τόσο και ο Θεός πληροφορεί για την αθωότητά σου όσους σκανδαλίστηκαν εξαιτίας της συκοφαντίας.

Γνήσιος φίλος είναι εκείνος που, στον καιρό του πειρασμού, συμμερίζεται αθόρυβα και ατάραχα τις θλίψεις, τις ανάγκες και τις συμφορές του πλησίον, σαν να είναι δικές του.

Μόνο εκείνοι, που τηρούν πιστά τις εντολές του Θεού και γνωρίζουν καλά το βάθος των θείων κριμάτων, δεν εγκαταλείπουν τους φίλους τους, όταν αυτοί δοκιμάζονται με παραχώρηση του Θεού. Όσοι όμως περιφρονούν τις εντολές του Θεού και αγνοούν το βαθύτερο νόημα των δοκιμασιών που ο Θεός επιτρέπει, αυτοί, όταν μεν ο φίλος ευημερεί, απολαμβάνουν μαζί του, ενώ όταν ταλαιπωρείται από τους πειρασμούς, τον εγκαταλείπουν. Κάποτε μάλιστα συμβαίνει να συμμαχούν και με τους εχθρούς του.

Οι φίλοι του Χριστού αγαπούν ειλικρινά όλους τους ανθρώπους, δεν αγαπιούνται όμως απ' όλους. Οι φίλοι του κόσμου ούτε αγαπούν όλους, ούτε αγαπιούνται απ' όλους. Και οι μεν φίλοι του Χριστού διατηρούν την αγάπη συνεχώς μέχρι τέλους της ζωής τους, ενώ οι φίλοι του κόσμου την διατηρούν μέχρις ότου συγκρουσθούν μεταξύ τους για πράγματα του κόσμου.

Δεν έχει ακόμα τέλεια αγάπη ούτε βαθειά γνώση της θείας πρόνοιας, εκείνος που σε καιρό πειρασμού δεν κάνει υπομονή για όσα λυπηρά του συμβαίνουν, αλλά αποκόβεται από την αγάπη των πνευματικών αδελφών.

Μην βιάζεσαι να καταστρέψεις το δεσμό της πνευματικής αγάπης, γιατί δεν έχει μείνει άλλη οδός σωτηρίας για τους ανθρώπους.

Φιλαυτία είναι η εμπαθής και παράλογη αγάπη προς το σώμα μας, την οποία αντιμάχεται η αγάπη και η εγκράτεια. Εκείνος που έχει τη φιλαυτία, είναι φανερό ότι έχει όλα τα πάθη.

Αρχή όλων των παθών είναι η φιλαυτία, και τέλος η υπερηφάνεια. Εκείνος που την ξερίζωσε, έκοψε μαζί της και όλα τα πάθη.

Μην είσαι αυτάρεσκος και δεν θα γίνεις μισάδελφος. Μην είσαι φίλαυτος και θα γίνεις φιλόθεος.

Κάθε άνθρωπο πρέπει να τον αγαπάμε με την ψυχή μας. Όμως μόνο στο Θεό να έχουμε την ελπίδα μας, κι Αυτόν μ' όλη μας τη δύναμη να λατρεύουμε. Γιατί όσο μας συντηρεί Εκείνος, και οι φίλοι μας φροντίζουν και οι εχθροί δεν μπορούν να μας βλάψουν. Όταν όμως Εκείνος μας εγκαταλείψει, και οι φίλοι όλοι μας αποστρέφονται και οι εχθροί αποκτούν δύναμη εναντίον μας.

Αν εκείνος που έχει όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, δεν έχει όμως αγάπη, τίποτα δεν ωφελείται -όπως λέει ο θείος Απόστολος (Α' Κορ. 13, 2)-, άραγε πόση προθυμία και ζήλο οφείλουμε να δείξουμε για να την αποκτήσουμε;

Το θυμικό μέρος της ψυχής* χαλιναγώγησέ το με την αγάπη, το επιθυμητικό καταμάρανέ το με την εγκράτεια, και το λογιστικό φτέρωσέ το με την προσευχή. Έτσι το φως του νου δεν θα θαμπωθεί ποτέ.


Να καταπονείς το σώμα σου με νηστεία και αγρυπνία, και να καταγίνεσαι ακούραστα με την ψαλμωδία και την προσευχή. Τότε, θα έρθει σε σένα ο αγιασμός της σωφροσύνης και θα σου φέρει την αγάπη.


Μη μολύνεις το σώμα σου με αισχρές πράξεις και μη λερώνεις την ψυχή σου με πονηρές σκέψεις. Τότε η ειρήνη του Θεού θα έρθει μέσα σου και θα σου φέρει την αγάπη.

Πολλοί βέβαια έχουν πει πολλά για την αγάπη. Αν όμως την αναζητήσεις θα τη βρεις μόνο στους μαθητές του Χριστού, γιατί μόνο αυτοί είχαν για δάσκαλό τους στην αγάπη, την αληθινή Αγάπη, το Χριστό, και έλεγαν: «Αν έχω το χάρισμα να προφητεύω και να γνωρίζω όλα τα μυστήρια, κι αν έχω όλη τη γνώση, αλλά δεν έχω αγάπη, σε τίποτα δεν ωφελούμαι» (Α' Κορ. 13, 2).

Εκείνος λοιπόν που απέκτησε την αγάπη, απέκτησε τον ίδιο το Θεό, γιατί «ο Θεός είναι αγάπη» (Α' Ιω. 4,16).

Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες. Αμήν

Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, η ψυχή αποτελείται από τα εξής τρία μέρη: α) Το θυμικό (συναίσθημα), του οποίου αμαρτήματα είναι το μίσος, ο φθόνος, η ασπλαχνία κ.τ.ό. β) Το επιθυμητικό (βούληση), του οποίου αμαρτήματα είναι η φιλαργυρία, η γαστριμαργία και όλα τα σαρκικά πάθη. γ) Το λογιστικό (νους), του οποίου αμαρτήματα είναι η απιστία, η αίρεση, η βλασφημία, η υπερηφάνεια κ.τ.ό. Η υγεία της ψυχής εξαρτάται από την αρμονία στη σχέση και λειτουργία των τριών αυτών μερών της.

 Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
"Η ΑΓΑΠΗ"
Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2009

Αληθώς Ανέστη

 



Αληθώς Ανέστη
 ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο ΑΓΙΟΣ Ιωάννης Α', αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ο Χρυσόστομος, όπως επονομάστηκε για την απαράμιλλη ευγλωττία του, είναι η εξοχότερη εκκλησιαστική μορφή όλης της οικουμένης από τη μεταποστολική εποχή μέχρι σήμερα.

Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας γύρω στα 350. Παιδαγωγήθηκε άριστα από την ενάρετη μητέρα του Ανθούσα και μορφώθηκε άρτια από τους έγκριτους δασκάλους του φιλόσοφο Ανδραγάθιο και ρήτορα Λιβάνιο. Μετά τη φοίτησή του στη Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας, έζησε ασκητικά για οκτώ χρόνια. Το 381 χειροτονήθηκε διάκονος από τον άγιο Μελέτιο Αντιοχείας, τον ομολογητή, και πέντε χρόνια αργότερα πρεσβύτερος από τον άγιο Φλαβιανό Αντιοχείας.

Ύστερ' από δεκαεξάχρονη εκκλησιαστική δράση στη γενέτειρά του, κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της οποίας διαδέχθηκε το 398, παρά τη θέλησή του, τον άγιο Νεκτάριο.

Σύντομα, συγκροτώντας επιτελείο εκλεκτών συνεργατών (Πρόκλος, Ηρακλείδης, Κασσιανός, Ολυμπιάς κ.ά.), επιδόθηκε με φλογερό ζήλο σ' ένα πολύπλευρο έργο, εκκλησιαστικό και φιλανθρωπικό - κήρυγμα, διδαχή, ανάπτυξη της ιεραποστολής, αναμόρφωση της λατρευτικής ζωής, ηθική εξύψωση του κλήρου, διοργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας.

Τόσο η ανακαινιστική δραστηριότητά του όσο και το "χρυσό στόμα" του έκαναν το λαό να τον αγαπήσει με πάθος και να γεμίζει ασφυκτικά τους ναούς, για ν' ακούσει τα συναρπαστικά κηρύγματά του. Η ελεγκτική γλώσσα του, όμως, που δεν χαριζόταν ούτε στο παλάτι, δημιούργησε πολλούς εχθρούς. Αυτοί συνασπίστηκαν εναντίον του και, με κύριο μοχλό τη ματαιόδοξη αυτοκράτειρα Ευδοξία, πέτυχαν την εκτόπισή του το 404. Πέθανε εξόριστος το 407 στα Κόμανα του Πόντου. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. αμήν».

Από την πλουσιότατη συγγραφική παραγωγή του ιερού Χρυσοστόμου ξεχωρίζουν οι υπέροχες ομιλίες του, στις οποίες αναλύει με σαφήνεια και πειστικότητα ζητήματα ηθικά, κοινωνικά, ερμηνευτικά, δογματικά.

Λαμπρά δείγματα της εκπληκτικής ρητορείας του κορυφαίου ιεράρχη είναι και τα ακόλουθα αποσπάσματα από διάφορες ομιλίες του, όπου, με επιχειρηματολογία αμάχητη, απαντά πειστικά σ' όσους αμφισβητούν την ανάσταση του Χριστού, για να διακηρύξει στο τέλος θριαμβευτικά ότι «αληθώς ανέστη» ο Κύ­ριος!

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ

Αληθώς  Ανέστη

Η ΠΛΑΝΗ πάντα αυτοκαταστρέφεται και, χωρίς να το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια. Πρόσεξε: Έπρεπε ν' αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν, όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφόσον έφραξαν με το βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως, μολονότι δεν έγινε κλοπή, ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο πως ο Χριστός αναστήθηκε. Είδες πώς, και μη θέλοντας, στηρίζουν την αλήθεια;

Αλλά και πότε θα Τον έκλεβαν οι μαθητές; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από το νόμο ούτε να κυκλοφορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν το νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί, οι τόσο δειλοί, να βγουν έξω απ' το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψοκινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιαν ανταπόδοση; Ποιαν αμοιβή;

Και στ' αλήθεια, που στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ' όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους έντεκα, που κι αυτοί σκόρπισαν.

Αν ο κορυφαίος τους φοβήθηκε το λόγο μιας υπηρετριούλας, κι αν όλοι οι άλλοι, όταν είδαν το Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν από το νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα αναστάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλιάδες και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειωθεί τη δύναμη και την έλξη του Αναστημένου;

Αλλά σ' αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρωτήσουμε τώρα τους Εβραίους: Πώς έκλεψαν, ανόητοι, το σώμα του Χριστού οι μαθητές; Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το εβραϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν; Πέστε μου! Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που υποψιάζονταν και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;

Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί, οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους και άγριους φρουρούς;

Πρόσεξε όμως πώς, με όσα κάνουν οι Εβραίοι, πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαιναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψέματα, οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει από την άγρυπνη προσοχή της κι από τα ξίφη της). Κι έπειτα, γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς, αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν υπήρχε ακόμα φρουρά στον τάφο, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλαδή την πρώτη νύχτα - γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί. Και, βέβαια, δεν τους έμελε που τα έκαναν αυτά σε μέρα Σαββάτου, παρά την απαγόρευση του μωσαϊκού νόμου. Βλέπετε, μόνο ένα πράγμα είχαν στο νου τους, το πώς με κάθε πανουργία θα πετύχουν το σκοπό τους. Αυτό όμως ήταν δείγμα τόσο έσχατης μωρίας όσο και συνταρακτικού φόβου. Γιατί, άραγε, Τον φοβούνταν νεκρό εκείνοι, που Τον έπιασαν ζωντανό; Αλλά η πέτρα και η σφραγίδα και η φρουρά, που δεν μπόρεσαν να Τον κρατήσουν, τοποθετήθηκαν, για να μάθουν οι Εβραίοι ότι με τη θέλησή Του έπαθε όσα έπαθε. Με όλα αυτά ένα μόνο επιτυγχάνεται, να γίνει δημόσια γνωστή η ταφή, κι έτσι να πιστέψουν οι άνθρωποι στην Ανάσταση.

Και τί γύρευαν στο έδαφος τα σουδάρια, τα ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και διηγήθηκε τα θαυμαστά γεγονότα στους αποστόλους, εκείνοι, χωρίς καθυστέρηση, τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να Τον κλέψουν, δεν θα Τον έκλεβαν βέβαια γυμνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό, άλλα και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ' ένα μέρος. Αλλά τί θα έκαναν; Θ' άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θα 'φευγαν γρήγορα.

Γι' αυτό, άλλωστε, πρωτύτερα ο ευαγγελιστής Ιωάννης είπε, ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα, που κολλάει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι στα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν. ώστε, όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην πιστέψεις εκείνους που λένε ότι Τον έκλεψαν. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, για να σπαταλήσει σ' ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ' άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα ξόδευε πολύ χρόνο, και ήταν φυσικό, καθυστερώντας, να συλληφθεί επ' αυτοφώρω.

Αλλά και τα οθόνια γιατί κείτονται χωριστά από το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς, ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από δω λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε, και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφτηκαν όλα τούτα, και γι' αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: "Πείτε εσείς πως Τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα".

Υποστηρίζοντας πως οι μαθητές Τον έκλεψαν, επικυρώνουν και μ' αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν, πάντως, ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται αναλήθευτη και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγίδες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δειλία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει κι από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.

Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί, μόλις αναστήθηκε, να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ' αμελούσε να φανερωθεί σε όλους.

Το ότι δεν υπήρχε όμως τέτοια ελπίδα, το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου: Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Ωστόσο, όχι μόνο δεν πίστεψαν, άλλα κι εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού τόσο, που ήθελαν να σκοτώσουν και Αυτόν και το Λάζαρο.

Αφού λοιπόν, όταν ανέστησε άλλον, όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά κι εξαγριώθηκαν εναντίον Του, αν τους φανερωνόταν όταν αναστήθηκε ο ίδιος, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο, τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;

Αλλά για ν' αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες μέρες εμφανιζόταν στους μαθητές Του, κι έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάστηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλαδή σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα, που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια από τα καρφιά και το τραύμα από τη λόγχη.

Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή Του μεγάλα κι εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί η ίδια η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα, και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.

Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν το Χριστό αναστημένο, πώς τους ήρθε να φανταστούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελάθηκαν, ώστε να νομίζουν ότι θα κατόρθωναν κάτι τέτοιο;

Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα τεκμήρια από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ' αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν' αγωνιστούν με τόση γενναιότητα, για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη, που ήταν τόσα χρόνια νεκρωμένα από την αμαρτία;

Κι αν ακόμα ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκωθούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια, αλλά θα είχε επιτέλους κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως είχαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατασκευάζοντας σκηνές και άλλοι στα τελωνεία. Απ' αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα πιο άσχετο και με τη φιλοσοφία και με το να πείσεις κάποιον να σκέφτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδείξεις ανάλογο προηγούμενο. Πολύ περισσότερο που οι απόστολοι όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα από το παρελθόν ότι θα επικρατήσουν, αλλ' απεναντίας είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επικρατήσουν.

Πολλοί είχαν επιχειρήσει τον καιρό εκείνο να επιβάλουν καινούργιες διδασκαλίες, αλλ' απέτυχαν. Και όχι με δώδεκα ανθρώπους, μα με πολλούς. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας, π.χ., έχοντας πλήθη ανθρώπων, χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς τους*.

Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός για να τους δι­δάξει. Αλλ' ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν ατένιζαν τα μελλοντικά αγαθά; Τί κέρδος προσδοκούσαν, με το να οδηγήσουν όλους σ' έναν που πέθανε και δεν αναστήθηκε, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρωποι, που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στ' αμέτρητα αγαθά, δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα μάταια, ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση κι αν ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε, προσπαθώντας να τα πλάσουν όλ' αυτά και να πείσουν τους άλλους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς από τον ουρανό.

Άλλωστε, κι αν ακόμα είχαν μεγάλη προθυμία όσο ζούσε ο Χριστός, αυτή θα έσβηνε μόλις Εκείνος πέθανε. Αν δεν Τον έβλεπαν αναστημένο, τί θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ' εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δεν θα ριψοκινδύνευαν γι' Αυτόν, μα θα Τον θεωρούσαν απατεώνα. Γιατί τους είχε βεβαιώσει ότι θ' αναστηθεί ύστερ' από τρεις ημέρες και τους είχε υποσχεθεί τη βασιλεία των ουρανών. Τους είχε πει ακόμα ότι θα λάβουν το Άγιο Πνεύμα, θα κυριαρχήσουν στην οικουμένη και τόσα άλλα υπερφυσικά και ουράνια. Όσο κι αν Τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα Τον υπάκουαν φυσικά, αν δεν Τον έβλεπαν αναστημένο.

Και με το δίκιο τους, γιατί θα έλεγαν: "Βεβαίωσε ότι σε τρεις ημέρες θ' αναστηθεί, και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν Το έστειλε. Πώς λοιπόν να Τον πιστέψουμε για τα μελλοντικά, αφού διαψεύδονται τα τωρινά;".

Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν' αναστηθεί, διαλαλούσαν πως αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μισούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ' τα σπίτια τους κι απ' τους γονείς τους κι απ' όλα, ενώ επιπλέον ξεσήκωσε και ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναντίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Κι αν μεν ήταν από αδυναμία, θα Τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα: Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.

Ώστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο: Να κηρύσσουν την απάτη και να Τον λένε απατεώνα και μάγο! Έτσι θα γλύτωναν κι από τους κινδύνους κι από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν, ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα. Αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθητές κι έλεγαν; "Εμείς το κλέψαμε, δεν αναστήθηκε", πόσες τιμές δεν θ' απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφανωθούν! Ε, λοιπόν, δεν αναρωτιέσαι, γιατί ν' ανταλλάξουν όλ' αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατότερη απ' όλ' αυτά τα γήινα αγαθά;

Κι αν, με όσα είπαμε ως τώρα, δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμα οι απόστολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, για κανένα λόγο δεν θα κήρυσσαν στ' όνομά Του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν' ακούσουμε όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε, γιατί θα χρησιμοποιούσαν τ' όνομά Του; Ελπίζοντας να επικρατήσουν μ' αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί, κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν, θα χάνονταν, φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.

Ας θυμηθούμε πως η αγάπη των μαθητών στο Διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμα, μαραινόταν σιγά-σιγά από το φόβο του επικείμενου μαρτυρίου. Όταν τους μίλησε για τα δεινά που θ' ακολουθούσαν και το σταυρό, πάγωσαν από το φόβο τους κι έσβησαν τελείως. Ένας μάλιστα δεν ήθελε ούτε καν να Τον ακο­λουθήσει στην Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με το Χριστό φοβόταν το θάνατο, χωρίς Αυτόν και τους άλλους μαθητές, δηλαδή μόνος του, πώς θ' αποτολμούσε;

Ύστερα, πίστευαν πως θα πεθάνει μεν, αλλά και πως θ' αναστηθεί. Κι όμως, υπέφεραν τόσο. Αν δεν Τον έβλεπαν αναστημένο, πώς δεν θα εξαφανίζονταν και δεν θα ζητούσαν ν' ανοίξει η γη να τους καταπιεί, από την απελπισία τους για την απάτη κι από τη φρίκη για όσα τους περίμεναν; Θ' αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τί θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλο ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή, τότε που κανένας δεν ήταν δυνατό ν' απουσιάζει.

Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς από τους άλλους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πείσουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως, να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις που έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;

Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονιάδες, σ' εκείνους που Τον σταύρωσαν και Τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν' αποστομωθούν. Γιατί όταν οι σταυρωτές γίνονται πιστοί, τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και η απόδειξη της Αναστάσεως λάμπει.

Για να πιστεύουν τα πλήθη, σημαίνει πως οι μαθητές έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και έμεινε νεκρός, πώς οι απόστολοι θαυματουργούσαν στ' όνομά Του; Πώς πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Και αν μεν έκαναν -και βέβαια έκαναν- είχαν Θεού δύναμη. Αν όμως δεν έκαναν, και μολαταύτα κυριαρχούσαν παντού, αυτό θα ήταν θαύμα ακόμα πιο αξιοθαύμαστο. Θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί κι αγράμματοι άνθρωποι.

Ασφαλώς, ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επικράτησαν οι ψαράδες. Ώστε, και χωρίς να θέλουν, κηρύσσουν, ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο, ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγματα.

Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβήτητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι' αυτό και θα επαναλάβω πάλι: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στ' όνομά Του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς, βέβαια, δεν κάνει μετά το θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ' όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ, μετά το θάνατο του Χριστού, γίνονται θαύματα μεγαλύτερα και ως προς τον τρόπο και ως προς τη φύση: Ως προς τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δεν θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα. Ως προς τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ο ίδιος ο Κύριος πρόσταζε και θαυματουργούσε, μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή Του, οι δούλοι Του, επικαλούμενοι απλά το σεβάσμιο και άγιο όνομά Του, μεγαλύτερα και εκπληκτικότερα επιτελούσαν. Έτσι δοξαζόταν κι ακτινοβολούσε πιο πολύ η δύναμή Του.

Γι' αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται, αμέσως μετά το Σταυρό και την Ανάστασή Του, οι «Πράξεις», που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατεξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδειξη: Δεν Τον είδες αναστημένο με τα μάτια του σώματος; Αλλά Τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν Τον είδες ούτε με τα μάτια τούτα; Θα Τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.

Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δείξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα από τα προηγούμενα: Όχι έναν νεκρό ν' ανασταίνεται, όχι έναν τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.

Μέγιστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο σφαγμένος Χριστός έδειξε μετά το θάνατο τόση δύναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη Του, και να προτιμήσουν μαστιγώσεις και κινδύνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλ' αναστημένου και ζωντανού.

Πρόσεξε, παρακαλώ: Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος, από το φόβο τους Τον πρόδωσαν κι εξαφανίστηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα Τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που Τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν' αψηφήσει ολόκληρο λαό, και μες στη μέση του Ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει πως ο σταυρωμένος και θαμμένος Ιησούς αναστήθηκε την τρίτη μέρα και ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλ' αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέπειες.

Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού; Στην Ανάσταση! Τον είδε και συνομίλησε μαζί Του και άκουσε για τα μελλοντικά αγαθά, κι έτσι πήρε δύναμη να πεθάνει γι' Αυτόν και να σταυρωθεί με το κεφάλι προς τα κάτω.

Μα το πιο σπουδαίο είναι πως όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι άλλοι απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε Τον είδε ποτέ ούτε απόλαυσε τη συντροφιά Του, έδειξε τόσο ζήλο για χάρη Του, ώστε Του πρόσφερε θυσία την ίδια τη ζωή του.

Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν το θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φοβερός κι αποτρόπαιος ακόμα και σε άνδρες, και μάλιστα αγίους.

Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά, δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινης δυνάμεως το να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν, λέω, να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να καταπατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να ποθήσουν μόνο τη μέλλουσα ζωή!

Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλ' αυτά; Ένας νεκρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν, και κανένας τους δεν έκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξεχάστηκαν όλοι, χωρίς ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος. μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως κι η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ' όλη την οικουμένη.

Οι άπιστοι φρίττουν και οι πιστοί διακηρύττουν:

Χριστός ανέστη! Αληθώς ανέστη!

*  Οι σχετικές πληροφορίες αντλούνται από το λόγο του έντιμου Φαρισαίου Γαμαλιήλ στο μεγάλο συνέδριο του Ισραήλ: "Πριν από λίγο καιρό ξεσηκώθηκε ο Θευδάς κι έκανε τον σπουδαίο, και πήγαν μαζί του περίπου τετρακόσιοι άντρες. Αυτός σκοτώθηκε, όλοι οι οπαδοί του διαλύθηκαν και το κίνημά του έσβησε. Ύστερα ξεσηκώθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος και παρέσυρε στην επανάστασή του λαό πολύ. Κι εκείνος χάθηκε κι οι οπαδοί του όλοι διασκορπίστηκαν" (βλ. Πράξ. 5:36-37).

Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
"ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ"
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ  

Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

Τὸ φῶς τῆς ἐσταυρωμένης Ἀγάπης


   Μεγάλη Παρασκευή. Πένθος βα­θὺ καὶ ἱερὸ στὶς ἐκκλησίες. Καθὼς ἀ­­­τενίζουμε σιωπηλοὶ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο, τὸν Βασιλέα τῆς ­δόξης, ὑψωμένο στὸν Τίμιο Σταυρό Του μὲ ἁ­­­­πλωμένα τὰ ἄχραντα χέρια Του, ­ἔρχεται στὸ νοῦ μας μιὰ λέξη μοναδική: «ΑΓΑΠΗ».
   Ναί! Εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος ἡ ­μεγάλη μας Ἀγάπη. Ποὺ μᾶς τὴν ἀπέδειξε καὶ τὴν ὑπέγραψε «βαφαῖς ἐρυθραῖς», μὲ τὸ πορ­φυρένιο πάντιμο Αἷμα Του πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ Του. Καὶ τὴν ἀκτινοβόλησε μὲ μοναδικὴ λάμψη.
   Αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι ποὺ ἔκαμε τὸν Κύριο νὰ ὑπακούει ἀπόλυτα στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατέρα Του. Νὰ ἀφήνει τὰ οὐράνια σκηνώματα καὶ νὰ ἔρχεται νὰ ζήσει ἀνάμεσά μας, νὰ περπατήσει στὴ μολυσμένη γῆ μας, νὰ ἀναστραφεῖ μὲ μᾶς τοὺς ἀποστατημένους καὶ ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μὲ τὴ γλυκύφθογγο καὶ φωτιστικὴ διδασκαλία Του, μὲ τὰ ἀναρίθμητα θαύματά Του καὶ προπαντὸς μὲ τὸ πανάγιο παράδειγμα τῆς ἀναμαρτήτου ἀναστροφῆς Του νὰ μᾶς ἀνοίγει δρόμους ἐλευθερίας καὶ σωτηρίας παρέχοντας τὸν ἑαυτό Του πρότυπο γιὰ μᾶς.
   Καὶ τώρα, στὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς Του, ὁ Κύριος καλεῖται, ἐπειδὴ σφόδρα μᾶς ἀγαπᾶ, νὰ ὑπακούσει στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατέρα Του καὶ νὰ πιεῖ τὸ κατάπικρο ποτήριο τοῦ θανάτου καὶ μάλιστα τοῦ θανάτου τοῦ Σταυροῦ. Δηλαδὴ καταδέχεται νὰ πεθάνει μὲ θάνατο μαρτυρικὸ καὶ ὀδυνηρό, θάνατο ποὺ προοριζόταν γιὰ τοὺς μεγαλύτερους ἐγκληματίες, καὶ νὰ καρφωθεῖ πάνω στὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Καὶ ὁ Κύριος, ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ, δέχεται ἀδιαμαρτύρητα καὶ μὲ χαρὰ νὰ πεθάνει «ὑπὲρ ἡμῶν» καὶ «ἀντὶ ἡ­­­­μῶν». Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 22), καταδέχθηκε νὰ λογισθεῖ καὶ νὰ τιμωρηθεῖ ὡς ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ σηκώ­σει ἐπάνω Του τὴν ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ γιὰ τὴν ἐνοχὴ αὐτὴ δοκιμάζει ὡς ἄνθρωπος – γιὰ χάρη μας – τὶς δραματικὲς ἐκεῖνες ὧρες τῆς Σταυρώ­σεώς Του τὴν ἐγκατάλειψη ἀπὸ τὸν οὐ­ράνιο Πατέρα του, γεγονὸς ποὺ ­ἀποτελεῖ τὴν ἀποκορύφωση τῆς ὀδύνης Του. Πα­ρὰ ταῦτα ὁ ἐσταυρωμένος Κύριος ἀδιαμαρτύρητα παραδίδει τὸ πνεῦμα Του στὸν Θεὸ Πατέρα μὲ τὴ γεμάτη ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη πρὸς Αὐτὸν φράση: «Πάτερ, εἰς χεῖ­ράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου» (Λουκ. κγ΄ [23] 46). Ἀπὸ ἀγάπη λοιπὸν ὁ Κύριος πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς θυσιάζεται στὸ Σταυρό, γιὰ νὰ μᾶς σώσει.
   Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ ἐσταυρωμένου Κυ­ρίου φανερώνεται στὸ Γολγοθᾶ καὶ μὲ ἄλ­λες πτυχές. Ἐνῶ «πάσχει καὶ ὀδυνᾶται», ξεχνᾶ τοὺς πόνους Του καὶ εὐεργετεῖ τοὺς γύρω Του παρευρισκομένους μὲ σωτήρια εὐεργετήματα.
   Πόση ἀγάπη δὲν δείχνει πρὸς τὸν «ἐκ δεξιῶν» Του συσταυρωμένο ληστή, ποὺ συντετριμμένος Τὸν ἱκετεύει: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. κγ΄ [23] 42). Ὁ Κύριος δέχεται τὴ μετάνοιά του καὶ μὲ στοργὴ μοναδικὴ τὸν ἁρπάζει ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ διαβόλου καὶ τὸν διαβεβαιώνει: «Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ» (Λουκ. κγ΄ [23] 43). Ἀλήθεια σ’ τὸ λέω! Πίστεψέ το, σήμερα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ πεθάνουμε, θὰ εἶσαι μαζί μου στὸν Παράδεισο.
   Πόση ἀκόμη ἀγάπη δὲν δείχνει ὁ Ἐ­­­σταυ­ρωμένος πρὸς τοὺς θεομάχους σταυ­ρωτές Του μὲ τὴ ­συγχωρητικότητά Του; Σὲ ὥρα ποὺ ὁ πυρετὸς τὸν ­κατακαίει καὶ φρικτὰ ὑποφέρει, καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρὸ ἀκούγονται βλασφημίες καὶ ὕ­­βρεις, ὁ Κύριος Ἰησοῦς λησμονεῖ καὶ πάλι τὸν ἑαυτό Του. Ὑψώνει τὸ βλέμμα Του πρὸς τὸν Οὐρανὸ καὶ ἀφήνει φωνὴ ἐλέους καὶ οἰκτιρμῶν γιὰ τοὺς ἐχθρούς Του. Προσεύχεται θερμὰ γι’ αὐτοὺς καὶ παρακαλεῖ τὸν οὐράνιο Πατέρα Του λέγοντας: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποι­οῦσι» (Λουκ. κγ΄ [23] 34). Πατέρα μου οὐράνιε, ἄφησε, διάγραψε ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἄσπλαχνους θεοκτόνους ἐχθρούς μου τὸ φοβερό τους ἔγκλημα. Μὴν τοὺς τὸ ὑπολογίσεις! Συγχώρησέ τους. Τί ἔκ­ρηξη ἀφάτου φιλανθρωπίας καὶ ἀνεξικακίας δὲν κρύβει ἡ προσευχὴ αὐτὴ τοῦ Κυρίου! Μιὰ προσευχὴ εὐεργετική, ποὺ ἀγκαλιάζει ὅλους τοὺς ἐχθρούς Του ὅλων τῶν αἰώνων.
   Καὶ τέλος, πόση δὲν εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ ἐσταυρωμένου Κυρίου καὶ πρὸς τὴν Παν­αγία Μητέρα Του! Ἐκεῖνος ποὺ νομο­θέτησε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν τιμὴ πρὸς τοὺς γονεῖς θέλει νὰ ἀσφαλίσει σὲ χέρια ἱερὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.­ Στρέφεται πρὸς τὴν θρηνωδοῦσα ­πανάχραντο ­Μητέρα Του, ποὺ ἔστεκε ὄρθια στὴ βάση τοῦ Σταυροῦ Του, καὶ τῆς λέει: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου» (Ἰω. ιθ΄ [19] 26). Καὶ στρέφεται στὸν Ἰωάννη, ποὺ παρέστεκε δίπλα της, καὶ τοῦ λέει: «Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. ιθ΄ [19] 27). Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν θὰ εἶναι πλέον μόνη της ἡ πανάχραντη Κόρη τῆς Ναζαρέτ. Ὁ ἁγνότατος μαθητὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος θὰ τὴ φροντίζει μὲ ἀπέραν­το σεβασμὸ καὶ θὰ μαθητεύει κοντά της, στὴν ἀποθησαυρισμένη ἱερὴ ἐμπειρία της ποὺ εἶχε ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της.
   Μεγάλη Παρασκευή. Ὅσοι θέλουμε νὰ ἀγα­πᾶμε εἰλικρινὰ τὸν ἐσταυρωμένο Κύριο ἂς Τὸν προσκυνήσουμε ἐφέτος μὲ συναισθήματα βαθύτερης εὐγνωμοσύνης ἀπὸ ἄλλοτε, γιὰ τὴ λύτρωση ποὺ μᾶς χάρισε ἡ μέχρι Σταυροῦ καὶ θανάτου ἀγάπη Του. Καὶ ἂς ἀνταποκριθοῦμε στὴ θεία Του ἀγάπη ἀκολουθώντας μὲ συνέπεια τὰ δικά Του ἴχνη (Α΄ Πέτρ. β΄ 21), ἀκτινοβολώντας γύρω μας τὸ φῶς τῆς δικῆς Του ἀγάπης. Μιὰ τέτοια στάση ζωῆς θὰ εὐφραίνει τὸν Ἐσταυρωμένο.

Άφησε τα πράγματα στο Θεό ( Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος )

          

34565-6201152Θέλεις να μάθεις τη σημασία της αρετής; Τα εξής παραγγέλλει ο Θεός στους ανθρώπους: «Κανείς από σας ας μη διατηρεί στην καρδιά του κακία για τον αδελφό του» και «κανείς ας μη συλλογίζεται την κακίαν του άλλου».
Βλέπεις; Δεν λέει μόνο, συγχώρεσε το κακό του άλλου, αλλά μην το έχεις ούτε στη σκέψη σου, μη το συλλογίζεσαι, άφησε όλη την οργή, εξαφάνισε την πληγή. Νομίζεις, βεβαίως, ότι με την εκδικητικότητα τιμωρείς εκείνον που σε έβλαψε. Γιατί εσύ ο ίδιος σαν άλλο δήμιο εγκατέστησες μέσα σου το θυμό και καταξεσκίζεις τα ίδια σου τα σπλάχνα.
Έχεις αδικηθεί πολύ και στερήθηκες πολλά εξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες και ζημιώθηκες σε πολλά σοβαρά θέματά σου και γι αυτό θέλεις να δεις να τιμωρείται ο αδελφός σου; Και εδώ πάλι σου είναι χρήσιμο να τον συγχωρήσεις.
Γιατί, εάν θελήσεις, εσύ ο ίδιος να εκδικηθείς και να επιτεθείς εναντίον του είτε με τα λόγια σου, είτε με κάποια ενέργειά σου, η με την κατάρα σου, ο Θεός όχι μόνο δεν θα επέμβει κατ αυτού -εφόσον εσύ ανέλαβες την τιμωρία του- αλλά επιπλέον θα σε τιμωρήσει ως θεομάχο.
Άφησε τα πράγματα στο Θεό. Αυτός θα τα τακτοποιήσει πολύ καλύτερα απ’ ότι εσύ θέλεις. Σε σένα έδωσε μόνο την εντολή να προσεύχεσαι για τον άνθρωπο που σε λύπησε…
Εμάλωσες με κάποιον και κρατάς μέσα σου κακία,. Μην προσέλθεις στη Θεία Κοινωνία!
Θέλεις να προσέλθεις; Συμφιλιώσου πρώτα και τότε να έλθεις να εγγίσεις τα Άχραντα Μυστήρια!
Αυτά δεν τα λέγω εγώ, αλλά ο ίδιος ο Κύριος. Αυτός για να σε συμφιλιώσει με τον Πατέρα, δεν αρνήθηκε ούτε να σφαγιασθεί, ούτε το αίμα Του να χύσει. Και συ, για να συμφιλιωθείς με τον συνάνθρωπό σου, ούτε μια λέξη δεν καταδέχεσαι να βγάλεις από το στόμα σου; Και διστάζεις να τρέξεις πρώτος;
Άκουσε τι λέει για όσους κρατούν τη στάση αυτή: «Αν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο και εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου… πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδερφό σου».
Αν έβλεπες ένα μέλος του σώματός σου αποκομμένο, δεν θα έκανες τα πάντα για να το ενώσεις με το σώμα σου; Αυτό κάνε και για τους αδελφούς σου. Όταν τους δεις να έχουν αποκοπεί από την αγάπη σου, τρέξε γρήγορα και περιμάζεψέ τους. Μην περιμένεις εκείνους να έλθουν, σπεύσε εσύ πρώτος, για να λάβεις τα βραβεία!
Ένα μόνο εχθρό διαταχθήκαμε να έχουμε, τον διάβολο. Με αυτόν να μη συμφιλιωθείς ποτέ, προς τον αδελφό σου όμως ποτέ να μην έχεις βαριά καρδιά.
Κι αν ακόμη συμβεί κάποια μικροψυχία, ας είναι παροδική, ας μην υπερβαίνει το διάστημα της ημέρας. «Η δύση του ηλίου να μη σας προφθάσει οργισμένους», λέει ο Απόστολος.
«… Άφες ημείν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».
Βλέπεις; Ο Θεός εσέ τον ίδιο έκανε κριτή της συγχωρήσεως των αμαρτημάτων σου.
Αν συγχωρήσεις λίγα, λίγα θα σου συγχωρηθούν.
Αν συγχωρήσεις πολλά, θα σου συγχωρηθούν πολλά. Αν τα συγχωρήσείς με ειλικρίνεια και με όλη σου την καρδιά, με τον ίδιο τρόπο θα συγχωρήσει και τα δικά σου ο Θεός.
Αν, μετά τη συγχώρηση, κάνεις και φίλο σου τον εχθρό σου, έτσι θα διάκειται και ο Θεός απέναντί σου.
Ποίας, λοιπόν, τιμωρίας δεν είναι άξιος εκείνος, που ενώ πρόκειται να κερδίσει δέκα χιλιάδες τάλαντα, εάν χάσει εκατό μόνο δηνάρια, ούτε και τα λίγα και μικρά δεν συγχωρεί, αλλά στρέφει εναντίον σου τα ίδια τα λόγια της προσευχής;
Γιατί όταν λες στο Θεό «συγχώρεσέ μας όπως και εμείς συγχωρούμε τους εχθρούς μας» και κατόπιν εσύ δεν συγχωρείς, για τίποτε άλλο δεν παρακαλείς το Θεό, παρά να σε στερήσει από κάθε απολογία και συγγνώμη…
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Πηγές:agapienxristou.blogspot.ca-  artoklasia.blogspot.ca