Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Γραφείο επί των Αιρέσεων Ι.Μ Πειραιώς: Η βία των ανθρώπων και ο "Αφοπλισμός του Θεού

 



Γραφείο επί των Αιρέσεων Ι.Μ Πειραιώς: Η βία των ανθρώπων και ο
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 10η Νοεμβρίου 2014.
Η ΒΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ Ο «ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Η ανθρωπότητα βιώνει σήμερα ίσως μιά από τις χειρότερες μορφές της θρησκευτικής βίας, του πιο ακραίου φονταμενταλισμού και του πλέον ανείπωτου θρησκευτικού φανατισμού της ιστορίας. Σε καθημερινή βάση γινόμαστε μάρτυρες φρικτών εγκλημάτων στο όνομα του Θεού, κυρίως από το χώρο της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, όπου το μισαλλόδοξο Ισλάμ προελαύνει, σφάζοντας και καταστρέφοντας, διαλαλώντας τις θηριωδίες του ως «θείο θέλημα»!
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από ένα άρθρο της καθημερινής εφημερίδας των Αθηνών «Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ», με τίτλο: «Αφοπλίστε τους θεούς». Συντάκτης ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν – Μαρί Μίλερ και σε μετάφραση στα ελληνικά από τον Θανάση Γιαλκέτση. Κατά τον αρθρογράφο «όλες οι θρησκείες επεξεργάστηκαν θεωρίες της νόμιμης βίας και θεολογίες του δίκαιου πολέμου παραγνωρίζοντας πλήρως την επιταγή της μη βίας». Και τούτο διότι «οι θρησκείες έχουν συχνά ενσταλάξει στους ανθρώπους τη μισαλλοδοξία και όχι την καλοσύνη απέναντι στους άλλους». Αναπόφευκτη συνέπεια αυτής της «μισαλλοδοξίας» είναι το γεγονός, ότι ο κάθε πιστός καλείται «να κηρύξει πραγματικά τον πόλεμο εναντίον εκείνων που διαπράττουν το κακό. Και από εκείνη τη στιγμή η εξόντωση των κακών θα δεχτεί την πνευματική υποστήριξη των θρησκειών, παρ’ όλο που αυτή η βία απαρνιέται τις θεμελιώδεις επιταγές της πνευματικότητας. Ο Θεός θα εμπλακεί σε αυτόν τον πόλεμο. Με τη δράση των πιστών του, ο ίδιος ο Θεός θα γίνει φονικός…». Με όλα όσα ο εν λόγω αρθρογράφος παραθέτει στο άρθρο του, θίγει ένα πολύ σοβαρό αλλά και επίκαιρο θέμα, το θέμα των θρησκευτικών πολέμων και της θρησκευτικής βίας γενικότερα ως αποτέλεσμα του θρησκευτικού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Δεν μπορούμε βέβαια να αρνηθούμε κάποιες ορθές διαπιστώσεις του κ. Μίλερ, ωστόσο επειδή ο αρθρογράφος παρουσιάζει το θέμα με κάποιες ανεπίτρεπτες γενικεύσεις και απλουστεύσεις, παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα ουσιώδεις πλευρές του, φθάνει τελικά σε εσφαλμένα συμπεράσματα και αδικεί την αλήθεια.
Το πρώτο που θα θέλαμε να επισημάνουμε είναι ότι ο αρθρογράφος διαπραγματεύεται κατά τέτοιο τρόπο το θέμα, ώστε να δίνει την εντύπωση, ότι ο Θεός όλων των θρησκειών είναι ο ίδιος, ο οποίος «ενσταλάζει» στους οπαδούς του την μισαλλοδοξία και τον φανατισμό, ώστε να καταντά «ο Θεός να γίνει φονικός». Αδυνατεί να κάνει μια στοιχειώδη διάκριση μεταξύ του αγίου Τριαδικού Θεού, του μόνου αληθινού Θεού  και των άλλων θεών που είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Τα όσα αναφέρει, αληθεύουν πλήρως και βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στους θεούς που επενόησε κατά καιρούς ο άνθρωπος από την π.Χ. εποχή μέχρι σήμερα.  Βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στον θεό του Ισλάμ, ο οποίος διά του Κορανίου νομοθετεί τον ιερό πόλεμο, (το λεγόμενο Τζιχάντ), και την σφαγή των απίστων ως ιερό χρέος κάθε πιστού. Βρίσκουν επίσης απόλυτη εφαρμογή στον θεό-είδωλο του μεσαιωνικού Παπισμού, τον οποίο «σμίλεψε» ο σχολαστικισμός και ο οποίος ήρθε να πάρει τη θέση του αληθινού Θεού της Θείας Αποκάλυψης. Έναν θεό, ο οποίος θα δικαιολογεί τις κοσμοκρατορικές βλέψεις του Πάπα και θα αμνηστεύει  τις πολεμικές του αναμετρήσεις με τους ηγεμόνες των βασιλέων της γής, οι οποίες αναπόφευκτα απαιτούν βία, δύναμη και επιβολή για να πραγματοποιηθούν. Βρίσκουν ακόμη απόλυτη εφαρμογή στον θεό  του ανθρωποκεντρικού ευρωπαϊκού Ουμανισμού, όπου την θέση του αληθινού Θεού έρχεται να πάρει ο σύγχρονος ευρωπαίος άνθρωπος, ο οποίος θεοποιώντας την λογική του και την επιστήμη, πιστεύει ότι με τις δικές του και μόνον δυνάμεις, χωρίς την Θεία Χάρη και την κοινωνία με τον Θεό μπορεί να ολοκληρωθεί, να αυτοπραγματωθεί, να δημιουργήσει αληθινό πολιτισμό και ιστορία. Ο ανθρωποκεντρικός ευρωπαϊκός Ουμανισμός σε όλες τις παραλλαγές του, (Μαρξισμός, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός κ.λ.π.), απέτυχε παταγωδώς να πραγματώσει τους οραματισμούς και τις επιδιώξεις του σύγχρονου ευρωπαίου ανθρώπου. Αντίθετα μάλιστα τον οδήγησε στο βάραθρο και στην καταστροφή.  Απόδειξη οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι με περισσότερα από εκατό εκατομμύρια νεκρούς, τα τρία και πλέον εκατομμύρια θύματα της Γαλλικής Επαναστάσεως, και τα πενήντα και πλέον εκατομμύρια νεκρών των μαρξιστικών καθεστώτων του περασμένου αιώνα.
Αδυνατεί επίσης ο αρθρογράφος να διακρίνει τα βαθύτερα αίτια της βίας και του πολέμου. Η βία και ο πόλεμος είναι το τραγικό αποτέλεσμα της πτώσεως και της αλλοτριώσεως του ανθρώπου από τον Θεό, τον εαυτό του και τον πλησίον. Είναι το τραγικό αποτέλεσμα της υποδουλώσεώς του στον προαιώνιο εχθρό του τον διάβολο, ο οποίος τον εξωθεί στη βία και στην αιματοχυσία σύμφωνα με τον λόγο της Γραφής: «εκείνος ανθρωποκτόνος εστίν απ’ αρχής» (Ιω. 8,44). Ενώ αντίθετα ο άγιος Τριαδικός Θεός είναι ο Θεός, ο οποίος ήδη από τους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης εντέλεται και νομοθετεί το «ου φονεύσεις» (Εξ.20,15), ο οποίος «άνδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται» (Ψαλμ.5,7). Είναι ο Θεός της ειρήνης, ο οποίος διά της ενσάρκου Θείας Οικονομίας του Θεού Λόγου ήρε το «μεσότοιχον του φραγμού» (Εφ. 2,14), εδημιούργησε τον «καινόν άνθρωπον, ποιών ειρήνην» (Εφ.2,15). Είναι ο Θεός της αγάπης (Ιω. 13,34), η οποία μάλιστα επεκτείνεται ακόμη και προς τους εχθρούς μας. Εδώ λοιπόν θα πρέπει να αναζητήσει ο αρθρογράφος την αρχική αιτία του κακού και όχι στον ίδιο τον Θεό.
Αδυνατεί επίσης ο αρθρογράφος να διακρίνει μεταξύ της βίας σε ανθρώπινο επίπεδο, που είναι μιά εμπαθής κατάσταση του πεπτωκότος ανθρώπου και έκφραση της φιλαυτίας και της αλλοτριώσεώς του από τον Θεόν, και της βίας στο επίπεδο των θείων πράξεων και ενεργειών, που δεν είναι καρπός μίσους, αλλά αγάπης προς τον άνθρωπο, όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο. Αυτής της μορφής η βία παύει πλέον να είναι μια εμπαθής βία, αλλά μεταβάλλεται σε παιδαγωγία, σύμφωνα με τον θεόπνευστον λόγον της Γραφής «ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει μαστιγοί δε πάντα υιόν όν παραδέχεται» (Παρ. 3,12). Παράδειγμα η διαγωγή του ιδίου του Κυρίου μας, ο οποίος εκδιώκει τους πωλούντας και αγοράζοντας από τον Ναό του Σολομώντος, χρησιμοποιώντας φραγγέλιο. Και πλείστα όσα άλλα παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε. Ο Θεός ως ο κύριος της ζωής και του θανάτου, ως ο μόνος χορηγός της ζωής, Αυτός και μόνον έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει το δώρον της ζωής από τον άνθρωπο, όταν Αυτός κρίνει, ότι πρέπει να το αφαιρέσει, με γνώμονα πάντοτε την αγάπη του προς τον άνθρωπον και το αιώνιο συμφέρον της ψυχής του. Παράδειγμα η αιφνιδία θανάτωση του Ανανία και της Σαπφείρης που αναφέρεται στο βιβλίο των Πράξεων. (Πραξ.5,1-11).  
Παράλληλα ο Θεός της αγάπης και της ειρήνης, ο Θεός του ελέους και της φιλανθρωπίας, είναι ταυτόχρονα και ο Θεός της δικαιοσύνης: «πάτερ δίκαιε και ο κόσμος σε ουκ έγνω…» (Ιω. 17,25). Όσο δε μεγάλη είναι η αγάπη του, άλλο τόσο μεγάλη είναι και η δικαιοσύνη του, έτσι ώστε ούτε η αγάπη του να υπερβαίνει την δικαιοσύνη του, ούτε η δικαιοσύνη του να καταργεί την αγάπη του. Είναι ο Θεός, ο οποίος τιμωρεί και πατάσσει παιδαγωγικά την αμετανοησία και την αποστασία, όπως τούτο συνέβη στην καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρων στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ στην εποχή της Καινής, για την οποία προφητικώς ομίλησε ο Κύριος: «Και Ιερουσαλήμ έσται πατουμένη υπό εθνών, άχρι πληρωθώσι καιροί εθνών» (Λουκ.21,24).  
Αδυνατεί επίσης ο αρθρογράφος να διακρίνει μεταξύ της βίας σε προσωπικό επίπεδο και σε κοινωνικό. Η βία, ενώ σε προσωπικό επίπεδο καταδικάζεται απολύτως, αντίθετα στο κοινωνικό επίπεδο ουδέποτε η Εκκλησία αμφισβήτησε το δικαίωμα της κρατικής εξουσίας να χρησιμοποιεί την βία για την διατήρηση της τάξεως και την περιφρούρηση της ασφαλείας του κράτους, προκειμένου να υπηρετήσει και να διακονήσει ένα υψηλότερο σκοπό, που αφορά ολόκληρη την κοινωνία, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «Ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί (ο φορέας της κρατικής εξουσίας). Θεού γαρ διάκονος εστίν εις οργήν, έκδικος τω το κακόν πράσσοντι» (Ρωμ13,4). Ο αληθινός χριστιανός ως πρόσωπο μεν προτιμά να σκοτωθεί, παρά να σκοτώσει. Ως πολίτης όμως κάποιου κράτους υπακούει στην κρατική εξουσία, όχι μόνο από φόβο μήπως τιμωρηθεί, αλλά και για λόγους συνειδήσεως (Βλ.Ρωμ.13,5). Ο μέγας Αθανάσιος γράφει σχετικά με το θέμα αυτό: «Φονεύειν ουκ έξεστιν, αλλ’ εν πολέμοις αναιρείν τους αντιπάλους και έννομον και επαίνου άξιον.  Ώστε το αυτό κατά τι μεν και κατά καιρόν ουκ έξεστι, κατά τι δε και ευκαίρως αφίεται και συγκεχώρηται».[1] Επίσης ο μέγας Βασίλειος στον δέκατο τρίτο Κανόνα του λέγει  ότι οι φόνοι που γίνονται στους πολέμους δεν καταλογίζονται ως φόνοι. Ταυτόχρονα όμως σε όσους φονεύουν σε πόλεμο επιβάλλει τρία χρόνια αποχή από την θεία Κοινωνία.[2] Ο ιερός Αυγουστίνος αν και δεν δέχεται την ύπαρξη δικαίων πολέμων, κατανοεί τους λόγους που δικαιολογούν την διεξαγωγή τους για την υπεράσπιση αδικουμένων λαών.[3]
Με βάση τα παρά πάνω αναφερθέντα συμπεραίνουμε ότι ο αληθινός Τριαδικός Θεός, δεν χρειάζεται κανέναν «αφοπλισμό», ούτε η αγία Του Εκκλησία. «Αφοπλισμό» χρειάζονται τα κακέκτυπα είδωλά Του των πολυωνύμων αιρετικών και οι θρησκείες του κόσμου, οι οποίες κατασκευάζουν «στρατηγούς θεούς» και διατάσσουν τον όλεθρο στους ανθρώπους. Το δε δόγμα της «μη βίας» δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απαρασάλευτο δόγμα, ούτε να απολυτοποιηθεί ως υπέρτατο αγαθό.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου: Η Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία του Γάμου


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου.

Η Εκκλησία έχει ιδιαίτερη ευαισθησία γύρω από το θέμα του γάμου, δεν τον περιφρονεί ούτε τον θεωρεί ως κατώτερο πνευματικά τρόπο ζωής αλλά ως μια μεγάλη ευλογία και μεγάλη χαρά. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι έχουμε κανόνες της Εκκλησίας μας οι οποίοι αφορίζουν και αναθεματίζουν ως αιρετικούς αυτούς τους χριστιανούς οι οποίοι στην εποχή τους θεωρούσαν το γάμο ως βδέλυγμα ή ως κάτι που δεν άρμοζε σε πνευματικούς ανθρώπους. Αυτή η λανθασμένη θεώρηση του γάμου θεωρήθηκε από την Εκκλησία ως αιρετικό φρόνημα καταδικάστηκε και διασώθηκε έτσι η ορθή αντίληψη και περί της εν Χριστώ παρθενίας αλλά και περί του εν Χριστώ γάμου.
Όταν τελεί η Εκκλησία το μυστήριο του γάμου, δίνει στους ανθρώπους τον στέφανον της αθλήσεως και του αγώνα τους. Ταυτόχρονα οι άνθρωποι λαμβάνουν δωρεές τις οποίες δίδει το Άγιο Πνεύμα μέσα από τις ευχές του μυστηρίου. 


Αυτά όλα τα σπέρματα τα αγαθά από το Θεό, καλούνται οι νεόνυμφοι να τα καλλιεργήσουν και να τα διαφυλάξουν για να απολαύσουν τους καλούς και γλυκείς καρπούς που έχει ο γάμος. Πρέπει λοιπόν κανείς να αισθάνεται άνετα μέσα στο γάμο και όχι να αισθάνεται ότι ο γάμος τον χωρίζει από το Θεό ή ότι τον αδικεί πνευματικά, αφού μέσα στο γάμο ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει σε μέτρα μεγάλα, να γίνει πραγματικά τέκνο Θεού και να φτάσει στην τελειότητα. Εξάλλου, μεγάλο μέρος του πληρώματος της Εκκλησίας είναι έγγαμοι άνθρωποι που καθημερινά αγωνίζονται σ’αυτό το χώρο.
Ενώ λοιπόν ο γάμος είναι μεγάλη ευλογία, δυστυχώς είναι και μεγάλο πρόβλημα, καθώς διέρχεται μια μεγάλη κρίση σήμερα στον τόπο μας. Μόνο να σκεφτεί κανείς ότι στη Μητροπολιτική περιφέρεια Λεμεσού μπορεί να έχουμε μέχρι και 250 διαζύγια το χρόνο μέσα σε ένα σύνολο 800 γάμων, ενώ υπάρχουν και πολλά ζευγάρια τα οποία έχουν μεν δυσκολίες, αλλά δεν έχουν φτάσει ακόμα στο να αποφασίσουν τη διάλυση του γάμου τους. Αυτό είναι ενδεικτικό της μεγάλης κρίσης που περνά ο γάμος στον τόπο μας. Αισθάνομαι ότι σαν Εκκλησία μπορούμε και πρέπει να κάνουμε περισσότερα, διότι δυστυχώς για μας η μόνη επαφή που έχουμε συνήθως με τους ανθρώπους αυτούς, είναι όταν θα έρθουν να πάρουν την άδεια γάμου και όταν θα τελέσουν το γάμο τους στην εκκλησία μέσα σε όλη εκείνη την ατμόσφαιρα του γεγονότος και μετά χάνονται από την Εκκλησία. Πολύ σπάνια δυστυχώς υπάρχει μια ποιμαντική μέριμνα της Εκκλησίας για το τι γίνονται όλα αυτά τα ανδρόγυνα τα οποία παντρεύουμε κάθε Κυριακή. Από τη μικρή μου πείρα βλέποντας πολλούς ανθρώπους που είναι σε δύσκολη κατάσταση μέσα στο γάμο τους, βλέπω ότι το πρόβλημα στο γάμο τους δεν ξεκινά από άλλες δυσκολίες, αλλά από το ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν ή δεν ξέρουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Η μη σωστή επικοινωνία αποξενώνει τους συζύγους, σπρώχνει τον έναν μακριά από τον άλλο και μετά δημιουργούνται όλα εκείνα τα παρεπόμενα τα οποία έρχονται ως αποτέλεσμα αυτής της αποξένωσης.
Πώς βλέπουμε λοιπόν το θέμα του γάμου μέσα από τη θεολογία της Εκκλησίας και, στην πρακτική ζωή, ποιος είναι ο σκοπός του γάμου και πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός; Ξέρουμε ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο άνδρα και γυναίκα και τους έδωσε την ευλογία να αυξάνονται και να πληθύνονται και να κατακυριεύσουν τη γη. Επίσης ξέρουμε ότι ο Θεός έπλασε την Εύα εκ της πλευράς του Αδάμ - κι έτσι η γυναίκα είναι ισότιμος όπως ακριβώς και ο άνδρας - και εδόθη σε αυτόν ως βοηθός, λέει η Γραφή. Βέβαια, βοηθός όχι για να τον εξυπηρετεί και να του κάνει τις δουλειές του σπιτιού αλλά βοηθό για τη σωτηρία του, δηλαδή δια μέσου αυτού του ανθρώπου, δια της κοινωνίας με τον άλλο άνθρωπο να πορευθεί στην κοινωνία του με το Θεό και να μπορέσει να εκπληρώσει το σκοπό της υπάρξεώς του που δεν είναι άλλος από την εν Χριστώ τελείωσή μας, να φτάσουμε στη θέωση, στον αγιασμό ή στη σωτηρία μας όπως λέμε με απλά λόγια. Ο γάμος μας γίνεται για τη σωτηρία μας, δηλαδή για τη σωστική μας πορεία μέσα στην αιώνια σχέση με το Θεό, αφού καλούμαστε να υπερβούμε όλα τα γήινα και κάποια στιγμή και το γάμο ακόμα και τα του γάμου, χωρίς να τα περιφρονήσουμε ή να τα καταργήσουμε, αλλά να τα ιεραρχήσουμε σωστά στη θέση στην οποία τους ταιριάζει ώστε να λειτουργήσουν αρμονικά μέσα στον ψυχικό μας κόσμο.
Μετά την πτώση μας, όπως είμαστε όλοι τώρα, για να φτάσουμε στη σωτηρία μας πρέπει να αγωνιστούμε εναντίον των παθών μας, εναντίον της αμαρτίας ακολουθώντας τη θεραπευτική αγωγή την οποία μας προσφέρει η Εκκλησία. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί, πώς ο γάμος βοηθά σε αυτή την πορεία του ανθρώπου; Είναι δυνατόν ένας έγγαμος άνθρωπος να φτάσει σε αυτή την κατάσταση, όταν έχει καθημερινά να αντιμετωπίσει προβλήματα ζώντας μέσα στην κοινωνία, μέσα στην οικογένεια, μέσα στη συζυγία; Πώς μπορεί κανείς να βρει αυτή την τελειότητα στο γάμο και να μην αισθάνεται ότι επειδή παντρεύτηκε διάλεξε μια ζωή κατώτερη που δεν θα του παράσχει τις δυνατότητες να φτάσει σε πνευματικά επίπεδα τέτοια τα οποία θα έφτανε ίσως ένας άλλος άνθρωπος, ένας ασκητής, ένας αναχωρητής; Ασφαλώς ο προκείμενος αγώνας σε εσάς είναι ο γάμος σας, η οικογένειά σας. Πρέπει να αισθάνεστε ότι αγωνίζεστε τίμια και νόμιμα και ότι δεν έχετε να αδικηθείτε σε τίποτα, αν αγωνιστείτε σωστά και αξιοποιήσετε πνευματικά όλες αυτές τις ευκαιρίες που σας δίνει ο γάμος. Όπως έλεγε ένας σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας μας, ο επίγειος γάμος που συνάπτουμε στον κόσμο αυτό, έχει σκοπό το γάμο μας με το Νυμφίο Χριστό, στο να μας βοηθήσει να αγαπήσουμε εξ’ολοκλήρου το Χριστό μέσα από τα δεδομένα του γάμου αυτού.
Αφού λοιπόν μέσα στο γάμο επιτελούμε έναν αγώνα, εναντίον ποιων πραγμάτων είναι ο αγώνας που κάνουμε; Έχουμε να πολεμήσουμε όλοι μας με τον παλαιό άνθρωπο μέσα μας για να τον μεταμορφώσουμε και να τον μεταποιήσουμε στο νέο εν Χριστώ άνθρωπο. Σύμφωνα με τους Πατέρες υπάρχουν τρία βασικά πάθη, «οι γίγαντες των παθών», από τα οποία γεννιούνται και τα υπόλοιπα πάθη, και είναι αυτά τα οποία κατέστρεψαν και διέστρεψαν την προσωπικότητά μας. Είναι τα πάθη με τα οποία ο σατανάς πολέμησε το Χριστό όταν μετά το Βάπτισμά Του βρέθηκε στην έρημο και νήστευσε ημέρες και νύκτες «τεσσαράκοντα» και προσηύχετο. Τα τρία αυτά πάθη είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία και η φιλαργυρία, τα οποία έχουν και τα τρία ως αποτέλεσμα τους να αιχμαλωτίσουν την καρδιά του ανθρώπου. Ας δούμε πώς μέσα στο γάμο πολεμά ο άνθρωπος αυτά τα πάθη και πώς εκδηλώνονται.
Η φιλαργυρία είναι να ελπίζει ο άνθρωπος στα χρήματά του, στα πράγματά του ή οτιδήποτε άλλο κλέβει την καρδιά του από το Θεό και του δίνει ένα στήριγμα υλικό και πρόσκαιρο. Όσον αφορά τη φιληδονία, η Εκκλησία λέει ότι μέσα στο γάμο αλλά και πριν να μπεις στο γάμο, πρέπει να μάθεις να βλέπεις τον άλλο άνθρωπο όχι ως φύλο αλλά ως πρόσωπο, όχι ως γυναίκα αλλά ως άνθρωπο, πρέπει να τον εκτιμήσεις έτσι όπως είναι, να τον σεβαστείς και να μην θέσεις σαν κύριο στόχο της σχέσης σου τη φιληδονία. Από την αρχή των πραγμάτων η Εκκλησία παιδαγωγεί τον άνθρωπο να μάθει να βλέπει τον άλλο ως πρόσωπο, να καταλάβει ότι έχει μιαν ιερότητα η σχέση και η κοινωνία με το άλλο φύλο, να καταλάβει ότι το άλλο φύλο δεν είναι πλασμένο να τον ικανοποιεί σαρκικά αλλά είναι πλασμένο να τον βοηθήσει να πλησιάσει το Θεό. Φαίνεται τελικά εκ των πραγμάτων ότι έχει δίκαιο η Εκκλησία επιμένοντας στη θέση της να μην ευλογεί τις σαρκικές σχέσεις προ του γάμου, αφού η ίδια η πραγματικότητα μιλά από μόνη της. Εάν οι προγαμιαίες σχέσεις βοηθούσαν τους ανθρώπους να είναι ενωμένοι μεταξύ τους με αγάπη, να προχωρούν στα προβλήματα της ζωής τους και να έχουν επιτυχία στο δρόμο τον οικογενειακό και του γάμου, τότε θα έλεγε κανείς ότι τουλάχιστον έχει και μια ωφέλεια αυτή η πράξη των ανθρώπων, έστω και αν δεν την ευλογεί η Εκκλησία. Αντίθετα όμως, βλέπουμε ότι ο γάμος και η οικογένεια όχι μόνο δεν διευκολύνθηκαν, αλλά τα προβλήματα τα οποία παρουσιάζονται είναι ακόμα περισσότερα. Επομένως, το πρόβλημα δεν έγκειται σε αυτή την πράξη του ανδρογύνου, αλλά στο ότι δεν έμαθαν αυτοί οι άνθρωποι να επικοινωνούν μεταξύ τους σε ένα άλλο επίπεδο παρά μόνο στο επίπεδο το σαρκικό αλλά αν αυτό γίνει σκοπός του γάμου, οπωσδήποτε αυτός ο γάμος, αυτή η συζυγία στην πορεία της θα αντιμετωπίσει προβλήματα.
Η δε φιλοδοξία μέσα στο γάμο πολεμείται διότι, όπως μέσα στο μοναχισμό εκείνο που κόβει τη φιλοδοξία και την υπερηφάνεια σαν ρομφαία δίστομη είναι η υπακοή του μοναχού, έτσι και μέσα στο γάμο συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα: υποτάσσεται ο ένας στον άλλο εν αγάπη. Όταν λέμε υποτάσσεται, δεν εννοούμε δουλικά, αλλά από αγάπη όπως ο Χριστός από αγάπη «εκένωσε Εαυτό» και έγινε για εμάς άνθρωπος και έλαβε μορφή δούλου, έτσι και μέσα στο γάμο ο άνθρωπος κενώνει τον εαυτό του και πρέπει να μάθει πώς σκέφεται, πώς λειτουργεί και πώς αισθάνεται ο άλλος άνθρωπος που δεν είναι το ίδιο με αυτόν. Αν είσαι άνδρας πρέπει να μάθεις πώς σκέφτεται και πώς εκφράζεται μια γυναίκα, πώς λειτουργεί η ψυχολογία της κι από τι έχει ανάγκη, πράγματα τα οποία εσύ πρέπει να τα κάνεις από μόνος σου χωρίς να χρειάζεται να σου τα πει η ίδια, όπως και η γυναίκα πρέπει να μάθει πώς σκέφτεται ένας άνδρας, τι έχει ανάγκη, τι είναι εκείνο το οποίο ζητά και ενδόμυχα ακόμα, χωρίς να το πει με λόγια, από τη σύζυγό του. Στη συνέχεια, εάν έρθουν και τα παιδιά μέσα στο γάμο, τότε έχουμε ακόμα ένα στάδιο, όπου εκεί και οι δύο μαζί κενώνουν τον εαυτό τους για τα παιδιά τους. Όμως πρέπει πρώτα να δοθεί ο ένας σύζυγος στον άλλο σωστά και μετά να δοθούν και οι δυο στα παιδιά τους, γιατί αν δοθεί ο καθένας από μόνος του στα παιδιά θα ξεχαστούν μεταξύ τους και θα έχουν προβλήματα. Ένα άλλο σημείο, είναι ότι δεν σημαίνει ότι ένας γάμος δεν είναι ολοκληρωμένος εαν δεν έχει παιδιά· η συζυγία επιτελεί το σκοπό της απόλυτα είτε υπάρχουν παιδιά είτε δεν υπάρχουν. Είναι αποτέλεσμα του γάμου η τεκνογονία, ενώ αν δεν υπάρξει δεν αφαιρεί τίποτα απολύτως από τον πραγματικό του σκοπό.
Ο γάμος λοιπόν είναι σαν μια βαρκούλα που ξεκινά να ταξιδέψει μέσα στη θάλασσα, συναντά λιμάνια, ωραίες θάλασσες, νηνεμίες, αλλά συναντά και τρικυμίες, μπουρίνια και δυσκολίες πολλές. Μέσα στο γάμο μπορεί να έχουμε προβλήματα και δυσκολίες τα οποία αν τα βλέπει κανείς πέρα από την εγκοσμιότητα αυτή, μέσα στην προοπτική της αιώνιας βασιλείας του Θεού, μπορεί να τα αντέξει. Αντίθετα, αν απολυτοποιήσει το γάμο και θεωρεί το γάμο ή τον ή την σύζυγο το παν, τότε σε ένα πιθανό τριγμό των σχέσεων ή σε κάποια στιγμή που το είδωλο αυτό υποστεί κάποια βλάβη ή χάσει τη λάμψη του και την αρχική του κατάσταση, τότε έρχεται η απογοήτευση, καταρρέει ο άνθρωπος και φτάνει στο σημείο να αισθάνεται ότι δεν έχει καν λόγο να υπάρχει και να ζει, θεωρεί τον εαυτό του αποτυχημένο, καταστρεμένο. Το ακούμε και το βλέπουμε κάθε μέρα δυστυχώς. Εάν ο γάμος δεν είναι είδωλο αλλά είναι ένα μέσο προς τη βασιλεία του Θεού, τότε πράγματι στην τρικυμία, γίνεσαι καλός καραβοκύρης, καταλαβαίνεις πως θα αξιοποιήσεις πνευματικά την όποια δυσκολία του γάμου σου, γιατί ο απόλυτός σου σκοπός δεν είναι ο εγκόσμιος γάμος αλλά ο αιώνιος γάμος σου με το Νυμφίο Χριστό και μπορείς να κάνεις υπομονή, να αντέξεις και να δεις με αγάπη και να συνεχίσεις το δρόμο σου. Η ζωή έχει πολλές αλλαγές· σήμερα τα πράγματα είναι έτσι, αύριο αλλάζουν, όπως η θάλασσα, σήμερα έχει τρικυμίες και φουρτούνες αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Θα έρθει πάλι και η γαλήνη, θα έρθει πάλι και το λιμάνι, θα έρθει πάλι και η χαρά.

ΘΕΟΠΤΗΣ ΜΩΥΣΗΣ & ΘΕΟΠΤΙΑ


Το θέμα της θεοπτίας ή της θέας του Θεού παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή με δύο διαφορετικές μορφές, που η μία φαίνεται να αποκλείει την άλλη. Ορισμένα χωρία χαρακτηρίζουν την θεοπτία ως αδύνατη. Έτσι στο βιβλίο της Εξόδου ο Θεός λέει στον Μωυσή: «Ου δυνήση ιδείν το πρόσωπον μου· ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται». Και ο Ψαλμωδός σημειώνει ότι ο Θεός «εθετο σκότος αποκρυφήν αυτού» Έξαλλου στην Καινή Διαθήκη ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε», ή «Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται». Και ο Απόστολος Παύλος προσθέτει ότι ο Θεός είναι εκείνος, «ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται». Αλλά και από την άλλη πλευρά στην Αγία Γραφή αναφέρεται πλήθος θεοφανειών. Έτσι ο Ιακώβ λέει: «Είδον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή». Και για τον Μωυσή σημειώνεται: «Και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν ενώπιος ενωπίω, ως ει τις λαλήσει προς τον εαυτού φίλον».
Το απρόσιτο του Θεού δεν αποκλείει τη θεοπτία. Και η θεοπτία ή η θέα του Θεού δεν αναιρεί το απρόσιτο της θείας ουσίας. Ο Μωυσης, που ως κτίσμα αδυνατεί να δει το πρόσωπο του άκτιστου Θεού, τοποθετείται «εις οπήν της πέτρας», σκεπάζεται με το χέρι του Θεού, όσο παρέρχεται η δόξα του, και υστέρα βλέπει τα οπίσω του. Και ο Προφήτης Ηλίας, μόλις αισθάνεται την παρουσία του Θεού, καλύπτει με τη μηλωτή του το πρόσωπό του. Αλλά και κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού οι παρευρισκόμενοι Απόστολοι φοβήθηκαν πολύ και «έπεσαν επί το πρόσωπον αυτών».

Κάθε θεοφάνεια της Παλαιάς Διαθήκης, ως άσαρκη φανέρωση του Λόγου του Θεού, δεν αποβλέπει μόνο στο πρόσωπο του θεόπτη, αλλά εντάσσεται στην προοπτική της θείας οικονομίας και προετοιμάζει την ένσαρκη έλευσή του.

Ο Μωυσής δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε βέβαια και ο μόνος θεόπτης της Παλαιάς Διαθήκης. Ο ίδιος ο Θεός απευθυνόμενος προς τον Μωυσή λέει: «Εγώ Κύριος και ώφθην προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, Θεός ων αυτών, και το όνομά μου ουκ εδήλωσα αυτοίς». Γι’ αυτό και κατά την πρώτη φανέρωσή του προς τον Μωυσή ο Θεός παρουσιάζεται ως Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Κατά τη φανέρωση αύτη, που πραγματοποιήθηκε με τη μορφή του πυρός στη βάτο, ο Μωυσής εντυπωσιάσθηκε και θέλησε να πλησιάσει. Μόλις όμως άκουσε τη φωνή του Θεού από τη βάτο, έστρεψε το πρόσωπό του αλλού, γιατί φοβήθηκε .Όταν ο Θεός ανακοίνωσε στον Μωυσή ότι θα τον αποστείλει ως ελευθερωτή του λαού του από την Αίγυπτο, εκείνος ζήτησε να του αποκαλύψει το όνομά του, με το οποίο θα παρουσιασθεί στους Ισραηλίτες. Τότε ο Θεός απήντησε: «Εγώ ειμί ο ων,.. ούτως ερείς τοις υιοίς Ισραήλ ο ων απέσταλκέ με προς υμάς».Έτσι ο Μωυσής γίνεται ο πρώτος θεόπτης, στον οποίο ο Θεός αποκαλύφθηκε ως ο Ων, δηλαδή ως είναι και ως πρόσωπο ή υπόσταση. Άλλες θεοφάνειες προς τον Μωυσή έγιναν κατά τη νομοδοσία στο Σινά, αλλά και κατά τη διάρκεια της πορείας του προς τη γη της επαγγελίας. Άλλωστε η προσωπική συμπόρευση του Θεού αποτελούσε το κατεξοχήν στήριγμα του Μωυσή καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς πορείας του. Τέλος ο Μωυσής παρουσιάζεται ως θεόπτης και κατά την περίοδο της Καινής Διαθήκης, εφόσον μαζί με τον Προφήτη Ηλία παρέστησαν στην Μεταμόρφωση του Κυρίου. Όπως μάλιστα προσφυώς σημειώνεται, ο ίδιος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των νεκρών και ο Ηλίας ως εκπρόσωπος των ζωντανών. Ταυτόχρονα ο Μωυσής εκπροσωπεί τον Νόμο και ο Ηλίας τους Προφήτες. Ο Μωυσής πέθανε, χωρίς να φθάσει στη γη της επαγγελίας, όπου οδήγησε τον λαό του Θεού ο Ιησούς υιός Ναυή. Και ο Νόμος παρήλθε ως σκιά, χωρίς να φανερώσει τη Βασιλεία του Θεού, την οποια έφερε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός. Ο Ηλίας δεν πέθανε, αλλά μετέστη προς την αιώνια αλήθεια. Και η προφητεία δεν καταργήθηκε, αλλά εκπληρώθηκε ως αδιάψευστη αλήθεια. Η θεοπτία δεν είναι κάποιο συμβατικό φαινόμενο για τη ζωή και την ύπαρξη του θεόπτη. Πολύ περισσότερο δεν είναι κάποιο προσωπικό κατόρθωμα του. Η θεοπτία προσφέρεται με την κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο. Και ως εμπειρία, που φέρνει τον κτιστό και πεπερασμένο άνθρωπο σε επαφή με τον άκτιστο και υπερβατικό Θεό, συνδέεται συνήθως με σκληρές δοκιμασίες. Αυτό γίνεται φανερό και στην περίπτωση του Μωυσή, ο οποίος «δόκιμος τω Θεώ και πιστός διά της πολλής μακροθυμίας ευρεθείς, οία πολλούς πειρασμούς υπομείνας εγένετο λυτρωτής και ηγούμενος και βασιλεύς του Ισραήλ». Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Μωυσής, μετά τα σαράντα χρόνια της παραμονής του στην Αίγυπτο, έμεινε άλλα σαράντα χρόνια στην εξορία, για να προετοιμαστεί και να ποιμάνει για τα επόμενα σαράντα χρόνια τον περιούσιο λαό.

Οι διαδοχικές θεοφάνειες οδηγούν τον Μωυσή κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης σε διαρκώς υψηλότερη θεογνωσία. Αρχικά βλέπει ο Μωυσής τον Θεό «εν φωτί» και ακολούθως «εν γνόφω».Έτσι όσο προσεγγίζει τον Θεό, τόσο περισσότερο διαπιστώνει το αθεώρητο της θείας φύσεως. Τέλος μεταβαίνει στην αχειροποίητη σκηνή, που αποτελεί το πέρας των διαδοχικών ανυψώσεών του.


Και η αχειροποίητη αυτή σκηνή, σύμφωνα με την οποία κλήθηκε να κατασκευάσει την χειροποίητη σκηνή, είναι ο Χριστός, που έπηξε «εν ημίν την ιδίαν σκηνήν», Εξαλλου η θεοφάνεια έχει βαθύτατες επιπτώσεις στην ψυχή αλλά και στο σώμα του ανθρώπου. Η εσωτερική λαμπρότητα, που προκαλείται με αυτήν, εκδηλώνεται και στο σώμα του θεόπτου. Όταν ο Μωυσής κατέβαινε από το Σινά με τις πλάκες της Διαθήκης μετά την τεσσαρακονθήμερη παραμονή του, έλαμπε το πρόσωπό του από τη θεοπτία και τη συνομιλία του με τον Θεό και προκαλούσε δέος στον λαό.

Οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται συνήθως από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως φανερώσεις του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, που προετοιμάζουν και προτυπώνουν την ενανθρώπηση και την ένδοξη φανέρωσή του. Η δόξα του Θεού, που παρουσιάσθηκε τότε ως φως, ως νεφέλη, ως στήλη πυρός, ως γνόφος, ως θύελλα ή ως αύρα λεπτή, έλαμψε και στο Θαβώρ ως απρόσιτο φως. Η ίδια αυτή δόξα εξακολουθεί να φανερώνεται στους άξιους, ανάλογα με τη δεκτικότητά τους, ήδη από την παρούσα ζωή, για να αποκαλυφθεί πληρέστερα κατά τον μέλλοντα αιώνα. Ενώ όμως πριν από την ενανθρώπηση και τη σύσταση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας το άκτιστο φως φώτιζε εκ των έξω τους θεόπτες, τώρα που έχει ανακραθεί με τους πιστούς και υπάρχει μέσα τους, τους φωτίζει εκ των έσω.

Με τις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ο Θεός αποκαλύφθηκε λέγοντας «Εγώ ειμί». Η θεοφάνεια της Καινής Διαθήκης, που πραγματοποιήθηκε με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ολοκληρώθηκε με τη διαβεβαίωση του Χριστού «Εγώ μεθ’ υμών ειμί»· με την συνύπαρξη Θεού και ανθρώπου, που καθιστά τον άνθρωπο θεό κατά πάντα «χωρίς της κατ’ ουσίαν ταυτότητος» . Αντίστοιχα βέβαια και οι θεοπτίες των Αποστόλων του Χριστού, όπως και των αγίων της Εκκλησίας, είναι τελειότερες από τις προηγούμενες. Είναι θεοπτίες που δεν αποκαλύπτουν προσωπικά ή υποστατικά μόνο τον Θεό, αλλά μαζί με τον Θεό ανυψώνουν στο επίπεδο του αληθινού προσώπου ή της υποστάσεως και τον άνθρωπο. Είναι θεοπτίες του ανθρώπου που γίνεται όμοιος με τον Θεό και μέλος της κοινωνίας της θεώσεως.


πηγή: Γεώργιος Μαντζαρίδης, Ομότιμ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α. Π. Θ., «Αγ. Γραφή και σύγχρονος άνθρωπος» -Τιμητικός Τόμος στον Καθηγητή Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλο. Εκδ. Π. Πουρναρά, σ. 287-293