Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

«εν τοις Πατριαρχείοις» … «Θρονική εορτή με τον Αγιώτατο» ή όταν το υπερφυές μυστήριο χρησιμοποιείται για να υπηρετήσει σκοπιμότητες …

 



«εν τοις Πατριαρχείοις» …
«Θρονική εορτή με τον Αγιώτατο»
ή 
όταν  το υπερφυές μυστήριο χρησιμοποιείται
για να υπηρετήσει σκοπιμότητες …

Για μια ακόμα φορά γίναμε μάρτυρες των όσων διεπράχθησαν στον Πατριαρχικό Ναό του Αγ. Γεωργίου στη Κωνσταντινούπολη κατά την εορτή του Αγ. Ανδρέου (29-30.11.2014). Το έργο αυτό το έχουμε ξαναδεί και απ’ ότι φαίνεται θα το βλέπουμε όλο και συχνότερα για να το συνηθίζουμε καλύτερα και έτσι αγάλια-αγάλια να προχωρήσουμε χωρίς αντιδράσεις και αμφισβητήσεις σε αποκατάσταση – όπως μας είπε ο Παναγιώτατος – της «πλήρους κοινωνίας» με την «πρωτόθρονη αδελφή εκκλησία της Ρώμης», την «προκαθημένη της αγάπης» - για να έχουμε και λίγο από Πατέρες. Το ότι διαφέρουμε και θα διαφέρουμε σε καίριας σημασίας ζητήματα πίστεως είναι μικρής και επουσιώδους, μάλλον, σημασίας. Το ότι κάποιοι Ορθόδοξοι αδελφοί μας σκανδαλίζονται δεν μας νοιάζει και πολύ . εύκολα τους βάζουμε την ταμπέλα του “φανατικού” και “φονταμενταλιστή” και “επαρχιώτη”, τους ειρωνευόμαστε και ησυχάζουμε .  άλλωστε στο έργο αυτό έχουμε συναντιλήπτορες τα ΜΜΕ και συμπαραστάτες τους κάθε λογής πολιτικούς, που αδιαμφισβήτητα ενδιαφέρονται για τη φροντίδα που καταβάλουν οι Βαρθολομαίος και Φραγκίσκος για την «αποκατάσταση του Ναού του Θεού, δηλ. της Εκκλησίας», όπως μας αποκάλυψε ο «αδελφός, επίσκοπος Ρώμης» Φραγκίσκος !
Δεν είναι στις προθέσεις μου να αναλύσω τα περί «πλήρους κοινωνίας» που ακούσαμε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ήδη το θεολογικότατο κείμενο «Νέα εκκλησιολογία του Πατριάρχου Βαρθολομαίου» (http://www.theodromia.gr/A9455A79.el.aspx)  επισημαίνει τις σοβαρότατες εκτροπές στην πίστη. Ποιος όμως αμφιβάλλει ότι η προσφώνησή του στον Πάπα το Σάββατο 29.11.14 στον Πατριαρχικό Ναό δεν αποτελεί πλήρη αποδοχή εκ μέρους του Πατριάρχου της «Περί Εκκλησίας» Δογματικής Διατάξεως και του «Περί Οικουμενισμού» Διατάγματος της Β΄ Βατικανής Συνόδου (1962-65);  Άλλωστε ο «αδελφός» Φραγκίσκος προχωρώντας έτι πλέον διασάφησε τις σκέψεις του «αδελφού» του Βαρθολομαίου και ήταν εξαιρετικά αναλυτικός στην αναφορά του στο Διάταγμα «Περί Οικουμενισμού». Ως γνήσιος Ιησουίτης παρέλειψε, βέβαια, να μας μνημονεύσει και το άλλο Διάταγμα της ίδιας Συνόδου, το «Περί Ανατολικών (Ουνιτικών) Εκκλησιών» . βέβαια, για όποιον προσέξει την προσλαλιά του είναι προφανές ότι ο Αγιώτατος το υπονοεί, και σε αυτό το μοντέλο προτείνει την ενότητα Παπικών-Ορθοδόξων. Άλλωστε στη συνοδεία του ήταν και ο κ. Leonardo Sandri, πρόεδρος της Επιτροπής επί των Ανατολικῶν (Ουνιτικών) Εκκλησιῶν …
Νομίζω μετά από αυτά, ότι οφείλει η Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αν και όποτε γίνει, κατόπιν εισηγήσεως της αρμοδίου εν Κωνσταντινουπόλει Γραμματείας να αναγνωρίσει τη Β΄ Βατικανή ως την Η΄ Οικουμενική Σύνοδο των Ορθοδόξων! Και τούτο συνιστά πλέον αδήριτο ανάγκη, προκειμένου ορισμένοι μεγαλοσχήμονες Ορθόδοξοι να αποκτήσουν μια στοιχειώδη συνέπεια και εκκλησιολογική θεμελίωση, την οποία δεν μπορούν να έχουν στις  - ξεπερασμένες εκ των πραγμάτων -  επτά Οικουμενικές Συνόδους !
            Επειδή, όπως είπαμε, το «εν τοις Πατριαρχείοις» έργο “Θρονική εορτή με τον Αγιώτατο” έχει ξαναπαιχτεί με την ίδια ακριβώς σκηνοθεσία, ανατρέχω και εγώ στο αρχείο μου με αφορμή τα όσα συνέβησαν στον ίδιο τόπο το 2006. Έγραψα τότε :
 «Η ανωτέρω πρακτική [αναφέρομαι στις συμπροσευχές] δεν ακολουθείται μόνο στα πλαίσια του ΠΣΕ. Γενικότερα «μία περίεργος περιφρόνησις της Θεολογίας (και δη της Εκκλησιολογίας)»[i] και η ανάπτυξη μιας οικουμενιστικής «εκκλησιολογίας»[ii] με την οποία γίνεται προσπάθεια «θεολογικής» αιτιολογήσεως της αντικανονικής αυτής συμπεριφοράς, σε συνδυασμό με την  πρόταξη στην εκκλησιαστική ζωή μεθόδων και πρακτικών από το χώρο των δημοσίων σχέσεων έχει οδηγήσει σε πρακτικές οι οποίες βαθιά πίκρα αφήνουν στο Λαό του Θεού. Χαρακτηριστικά επ’ αυτού είναι τα όσα έγιναν στην τελευταία επίσκεψη του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη, κατά την Θρονική Εορτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου την 30.11.2006. Δεν αναφέρομαι στις εκτός του Πατριαρχικού Ι. Ν. Αγ. Γεωργίου συναντήσεις και εκδηλώσεις (συνομιλίες, κοινό ανακοινωθέν, χαιρετισμός από τον εξώστη κοκ), αλλά στα όσα πραγματοποιήθηκαν εντός του Ναού που ξεπερνούν τα όρια απλής συμπροσευχής με ετερόδοξο :
  • Η υποδοχή του Ποντίφικα  με το «ευλογημένος ο ερχόμενος εν Ονόματι Κυρίου».
Μπορεί, αλήθεια, ένας αιρετικός ηγέτης να προσφωνείται με προσλαλιά που έχει συνδεθεί αποκλειστικά με το πρόσωπο του Κυρίου ; 
  • Η προσφώνηση ως κανονικού Πάπα και Επισκόπου Ρώμης και η υπέρ αυτού δέηση[iii].
Ασφαλώς στη συνάντηση ο ηγέτης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας θα προσφωνηθεί ως «Πάπας και Επίσκοπος Ρώμης», ιδιότητες τις οποίες, κατά θεολογική ακρίβεια, δεν μπορεί να έχει, αφού είναι αιρετικός.[iv] Έτσι, και οι δύο τίτλοι «Πάπας Ρώμης» και «Επίσκοπος Ρώμης» χρησιμοποιούνται ως termini technici ή έστω ως προσλαλιά φιλοφροσύνης-αβροφροσύνης προς τον φιλοξενούμενο και κοινωνικός τρόπος εκφράσεως, χωρίς θεολογική και εκκλησιολογική σημασία. Με την ίδια έννοια χαρακτηρίζονται και οι ετερόδοξες κοινότητες ως «Εκκλησίες» .  όχι κατά εκκλησιολογική ακρίβεια, διότι μία ήταν, είναι και θα είναι η Καθολική Εκκλησία.[v]  Υπάρχει στην παράδοση της Εκκλησίας μας παράλληλα με την ακρίβεια και η ευγένεια και η οικονομία : έτσι ο Άγ. Κύριλλος ενώ καταδικάζει με πολύ αυστηρές εκφράσεις το Νεστόριο για τις πλάνες του τον αποκαλεί «τίμιον», «τιμιώτατο», «ευλαβέστατον επίσκοπον», και τον προσφωνεί με τη φράση «η σή ευλάβεια» [vi].
Είναι όμως εντελώς διάφορο η εν ώρα Ακολουθίας εντός του Πατριαρχικού Ναού ψαλμωδία ύμνων και μνημόνευση ενός αιρετικού ως κανονικού Πάπα και Επισκόπου Ρώμης παράλληλα με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ! Τα ανωτέρω μπορεί να χαρακτηριστούν ως αβροφροσύνη ή έχουμε έμμεση αναγνώριση της αιρέσεως ως εκκλησίας του Χριστού και του ηγέτου της ως κανονικού Αρχιερέως ;  Όμως μία τέτοια αντίληψη δεν είναι ξένη στην παράδοση των Πατέρων και δεν ανατρέπει συνολικά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία ;
  • Από την απλή συμπροσευχή στο συλλείτουργο.
Δυστυχώς όμως η συμπροσευχή στην Κωνσταντινούπολη δεν περιορίστηκε σε μία απλή δέηση, αλλά επεκτάθηκε και σε ατελή συλλειτουργία. Κατά την επίσημη Πατριαρχική και Συνοδική Θ. Λειτουργία  της Θρονικής εορτής του Οικουμενικού Πατριαρχείου[vii], παραχωρήθηκε στον Πάπα η εκφώνηση της Κυριακής Προσευχής,[viii] τον θυμιάτισαν ως κανονικό Επίσκοπο,[ix] και κυρίως δέχθηκε από τον Πατριάρχη και ανταπέδωσε το λειτουργικό ασπασμό[x] προ της Αγίας Αναφοράς, πράξεις που μόνο σε συλλειτουργούντες Ιερείς και Αρχιερείς επιτρέπονται ! Μόνο στο Ι. Βήμα δεν εισήλθε – ακόμα ! Του προσφέρθηκε μάλιστα και ο άμβωνας και έδραξε την ευκαιρία να διακηρύξει το παπικό πρωτείο μέσα στον Πατριαρχικό Ναό !  
Ας μας επιτραπεί όμως να εκφράσουμε κάποια  ερωτήματα :
  • Όταν ιερουργούντος του Οικουμενικού Πατριάρχου, ένας κληρικός (Ιερέας, Επίσκοπος, ή ακόμα και προκαθήμενος Αυτοκεφάλου Εκκλησίας) δεν λειτουργεί, αλλά  συμπροσεύχεται στο Ι. Βήμα, ο ιερουργών Οικουμενικός Πατριάρχης θα ανταλλάξει το λειτουργικό ασπασμό με αυτόν ;  Ασφαλώς όχι σύμφωνα με τις λειτουργικές διατάξεις, διότι λειτουργικός ασπασμός νοείται μόνο μεταξύ των συλλειτουργών ! Πώς τότε δίδεται ασπασμός με τον Πάπα ; είναι συλλειτουργών τω Πατριάρχη ο Πάπας ; 
  • Επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε το λειτουργικό ασπασμό – την ύψιστη στιγμή της φανερώσεως της ενότητος εν τη αληθεία και τη αγάπη – διαφορετικά από ότι έχει καθορίσει η λειτουργική μας παράδοση[xi] (πχ να τον υποβιβάζουμε σε πράξη κοινωνικής αβροφροσύνης και αναστροφής, στη σφαίρα του συναισθήματος ή της εκκλησιαστικής πολιτικής) ;        
  • Ο λειτουργικός ασπασμός είναι αυτόνομη πράξη ή το προαπαιτούμενο ώστε «εν ομονοία ομολογήσωμεν» το Τριαδικό Δόγμα, τη Θεολογία όπως διατυπώθηκε στο Σύμβολο της Πίστεως;  Όταν δεν υπάρχει η ομολογία κοινής πίστεως - αφού δεν υπάρχει κοινή Θεολογία - τι εξυπηρετεί ο λειτουργικός ασπασμός  Ορθοδόξου Αρχιερέως και αιρετικού Ηγέτου ;
  • Από πότε ένας αιρετικός μπορεί να προσεύχεται εν τη Λατρεία ως κανονικός Ορθόδοξος Χριστιανός ;
  • Είναι δυνατόν ένας αιρετικός και μάλιστα ηγέτης αιρέσεως να εκπροσωπεί τον ορθόδοξο λαό εν τη Θ. Λατρεία απαγγέλλοντας ως Προεστώς την Κυριακή Προσευχή εξ ονόματος του πληρώματος της Εκκλησίας μας ;
  • Για να απαγγείλουμε την Κυριακή προσευχή δεν πρέπει να υπάρχει η «ενότητα της πίστεως» ; Υπάρχει τέτοια ενότητα με τον Πάπα ;
  • Το «Πάτερ ημών» είναι η κύρια προσευχή προετοιμασίας του λαού για «τον επιούσιον άρτον» της Θ. Ευχαριστίας[xii] . μπορεί να προσεύχεται μέσα στη Θ. Λειτουργία που τελούν Ορθόδοξοι «δός ημίν σήμερον» τούτον τον «Άρτον» κάποιος (ο Πάπας), στον οποίο απαγορεύεται ρητά η μετάδοση της Θ. Ευχαριστίας ; Τι νόημα έχει μια τέτοια προσευχή ;
  • Αφού ο Πάπας δεν παρίστατο απλώς, αλλά συμμετείχε ενεργώς στη Θ. Λειτουργία, γιατί τελικά δεν κοινώνησε; ίσως κάποιος απαντήσει ότι δεν επιτρέπεται από την τάξη της Εκκλησίας μας, αφού είναι ετερόδοξος ! Γιατί, τα άλλα που έκανε επιτρέπονταν ; Ποια κανονική διάταξη, ποιος Άγιος της Εκκλησίας μας επιτρέπει σε αιρετικό εν ώρα Θ. Λειτουργίας να λέει το «Πάτερ ημών», να θυμιατίζεται ως λειτουργών, να ανταλλάσσει λειτουργικό ασπασμό κοκ και του απαγορεύει να κοινωνεί ; 
  • Πώς συμβιβάζονται τα ανωτέρω με τη σαφή θέση του Οικουμενικού μας Πατριάρχου ότι «δεν είναι αποδεκτή η κοινωνία στα μυστήρια, πριν την επιτυχία πλήρους ενότητος στην πίστη … Ο βηματισμός προς την ενότητα μέσω της μυστηριακής κοινωνίας είναι ένα βήμα προς τα πίσω ... Η μυστηριακή κοινωνία χωρίς την ενότητα της πίστεως ομοιάζει με τραπεζογραμμάτια χωρίς αντίκρισμα σε χρυσό»[xiii]; Ή μήπως ως «κοινωνία στα μυστήρια» νοείται μόνο η στιγμή της Θ. Μεταλήψεως και όχι ολόκληρη η Θ. Λειτουργία των πιστών[xiv] ; Είναι επιτρεπτή θεολογικά τέτοια κατάτμηση της Θ. Λειτουργίας ;
  • Τι να πούμε για την παραχώρηση του άμβωνος στον αρχηγό της αιρέσεως για να κηρύξει στο εκκλησίασμα ; Μπορούμε ως Ορθόδοξοι να μείνουμε αδιάφοροι, να μην ανησυχούμε ή να μην οργιζόμαστε, όταν μέσα στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό κηρύσσει ο Πάπας γυμνή τη κεφαλή το παπικό πρωτείο ;  Από το βήμα των Αγίων  Αλεξάνδρου, Γρηγορίου, Χρυσοστόμου, Φωτίου, Φιλοθέου να διακηρύσσεται η πλάνη !  Δεν είναι βεβήλωση αυτό ;
  • Τελικά, δεν επιβάλλεται να ερωτηθεί με όλο το σεβασμό μας ο Προεστώς εκείνης της Θ. Λειτουργίας σε ποια εκκλησιαστική διάταξη θεμελιώνεται η  πρακτική να παραχωρείται σε ένα αιρετικό - κατά την ομόφωνη γνώμη Αγίων και Συνόδων - η δυνατότητα της ενεργούς συμμετοχής στην Ορθόδοξη Θ. Λειτουργία, όταν όλη η Παράδοση της Εκκλησίας μας, όλοι οι Πατέρες, όλες οι τοπικές και Οικουμενικές Σύνοδοι – χωρίς καμία εξαίρεση –  είναι απολύτως κατηγορηματικοί και το απαγορεύουν ρητά επισείοντας μάλιστα αυστηρές κανονικές ποινές ; 
Μήπως τα ανωτέρω μπορούν να γίνουν ανεκτά και να δικαιολογηθούν ως «επιδεικνυομένη ευγενής συμπεριφορά ή τυπικές τινές εκδηλώσεις εν ώρα λατρείας»[xv] ;
Μήπως όμως μπορεί να δικαιολογηθούν ως κατ’ οικονομία γενόμενα ; Μήπως κατ’ οικονομία επιτρέπεται το ατελές, έστω, συλλείτουργο Πάπα – Πατριάρχη ; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά  ΟΧΙ !  Ποτέ, πουθενά και κανένας Άγιος δεν επιτρέπει σε κατεγνωσμένο αιρετικό και μάλιστα ηγέτη της αιρέσεως[xvi] – εμμένοντα εν τη αιρέσει – να συμμετέχει ενεργά στη Θ. Λειτουργία !
Επιπλέον δε, ποια αδήριτος ανάγκη επέβαλε το «συλλείτουργο» με τον Ποντίφικα ; Ποίου «μείζονος  ένεκα  κατορθώματος»[xvii] το οποίο δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί με άλλο τρόπο περιφρονήθηκε η τάξη της Εκκλησίας ; ποια επί τέλους ωφέλεια θα μπορούσε να προέλθει για την Εκκλησία που θα δικαιολογούσε την συμπροσευχή με τον Πάπα ; Καμία λοιπόν προϋπόθεση εφαρμογής της οικονομίας δεν υφίσταται που να δικαιολογεί την ενεργό συμμετοχή του Ποντίφικα  στην Ορθόδοξη Λατρεία !
Άλλωστε και ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος είναι σαφής αναφερόμενος στην «ευχαριστηριακή κοινωνία» με ετεροδόξους : «Το όλον θέμα είναι κατ’ ουσίαν εκκλησιολογικόν, θα ήτο δε σκόπιμον και επωφελές διά τον οικουμενικόν διάλογον να τονισθεί απεριφράστως … ότι η υπό τινών επιδιωκομένη ευχαριστηριακή κοινωνία μεταξύ Ορθοδόξων και μη, υφισταμένου εισέτι του σχίσματος, δεν είναι δυνατόν ουδέ κατ’ οικονομίαν να γίνη δεκτή υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας».[xviii] Και ασφαλώς η «ευχαριστηριακή κοινωνία» δεν άρχεται από το «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε» και περατούται στο «σώσον ο Θεός τον λαόν σου»…
Συνεπώς δεν είναι υπερβολή να εφαρμόσουμε και στην περίπτωση της συμπροσευχής Πατριάρχη-Πάπα τα λόγια του Αγ. Θεοδώρου Στουδίτου «ουκέτι, σύγγνωθι, οικονομίας τρόπος, αλλά παρανομίας και παραβάσεως των θείων κανόνων όφλημα»,[xix] ή προσαρμόζοντας στα σημερινά δεδομένα να επαναλάβουμε μαζί με τους Αγιορείτες μοναχούς :  «Αλλ’ ως οικονομίαν τούτο ποιήσωμεν ; Και πώς δεχθήσεται οικονομία τα θεία βεβηλούσα…; Και τι αν είη εκ ταύτης της οικονομίας ζημειωδέστερον ; Αύτη κοινωνία αυτών εστί πρόδηλος και ενί του παντός αγαθού έκπτωσις και ανατροπή. Ο γαρ αιρετικόν δεχόμενος, τοις αυτού υπόκειται εγκλήμασιν . και ο ακοινωνήτοις κοινωνών, ακοινώνητος εστίν, ως συγχέων τον κανόνα της Εκκλησίας».[xx]
Την ανωτέρω ανησυχία δεν προκαλούν κάποιοι «πείσμονες ψευδαδελφοί, συγκροτοῦντες ὁμάδας φανατικῶν ὑποστηρικτῶν τῶν δῆθεν “θεσμίων”, δέσμιοι ἐν πολλοῖς μιᾶς θρησκευτικῆς ἀπιστίας, ἑνός νεομανιχαϊστικοῦ φονταμενταλισμοῦ, μιᾶς προβολικῆς μεταφυσικῆς ἐνοχῆς, ἑνός ἔργου εὐκόλου διά νά ζοῦν δίκην σεκτῶν οἱ μεταπράται τῆς “καθαρᾶς θρησκείας»[xxi]. (Τι θλιβερό να εκστομίζονται τέτοιοι χαρακτηρισμοί από Ορθόδοξο Ιεράρχη ενώπιον του Πατριάρχου, των αντιπροσωπειών των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και των ετεροδόξων στη Θρονική Εορτή του Πατριαρχείου συλλήβδην εναντίον όλων όσων πιστών διατηρούν κάποιες – μικρές ή μεγάλες – επιφυλάξεις για τους διαλόγους !). Αντιθέτως, θιασώτες των διαχριστιανικών διαλόγων και της οικουμενικής κινήσεως ανησυχούν και καταγγέλλουν τις πρακτικές αυτές ως στερούμενες οποιασδήποτε θεολογικής θεμελιώσεως που εν τέλει υπονομεύουν τον ίδιο το Θεολογικό Διάλογο. Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός (Χαρκιανάκης), Ιεράρχης του Οικουμενικού Πατριαρχείου – επί εικοσαετία συμπρόεδρος στον Επίσημο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς – αναφέρεται σε ομιλία του την 10.5.1985  σε «λάθη τραγικά» που έχουν γίνει σχετικά : «Πρωτίστως επεκράτησε μια υπερβάλλουσα φιλία προς την Ρώμη, η οποία εξεδηλώθη κατά τρόπους ανευθύνους και μη ελεγχομένους απολύτως θεολογικώς … Πολλοί ατυχώς ιεράρχες … σπεύδουν να ασπασθούν αλλήλους στην ιερώτερη στιγμή της Θείας Ευχαριστίας, όταν λέμε «αγαπήσωμεν αλλήλους…». Αυτή είναι η στιγμή κατά την οποία εκφράζουμε την υψίστη και βαθυτάτη ενότητα μόνον των συλλειτουργούντων. Οι λειτουργοί δεν έχουν το δικαίωμα να ασπασθούν μήτε τους ομοδόξους ιεράρχες και λοιπούς κληρικούς που βρίσκονται στο ιερό Βήμα. Και όμως υπάρχουν ορθόδοξοι ιεράρχες – δεν χρειάζεται να πω ονόματα – οι οποίοι καλοπροαίρετα, χωρίς όμως να έχουν συνείδηση του πόσο βαρειά θεολογική ευθύνη φέρουν την στιγμή εκείνη, ασπάζονται τους ετεροδόξους κληρικούς, ενώ δεν υπάρχει αντίκρισμα, είναι ανανταπόδοτο, γιατί δεν θα κοινωνήσουν από το κοινό ποτήριο. Γιατί, λοιπόν, τους ασπάζονται ; … Ένα άλλο λάθος όχι ολιγώτερο τραγικό είναι ότι, στην προσπάθειά μας να είμαστε φιλόφρονες προς αλλήλους, πολλές φορές ορθόδοξοι ιεράρχαι ονομάζουν ατυχώς τον Πάπα «πρώτο επίσκοπον της Χριστιανωσύνης». Άλλο θεολογικό ψεύδος και αυτό. Ο Πάπας … σ’ ένα διηρημένο Χριστιανισμό, δεν είναι πρώτος μεταξύ ίσων, ούτε καν ίσος μεταξύ ίσων ! Ο Πάπας θα πάει μετά τον τελευταίο Ορθόδοξο Επίσκοπο, εφ’ όσον είναι ο σημερινός εν σχίσματι και εν αιρέσει. Αυτά είναι τόσο αυτονόητα, που περιττεύει να τα πει κανείς … «Προκαθημένη της αγάπης» δεν μπορεί κατά την Ορθόδοξον Θεολογίαν να αποκληθεί η Ρωμαϊκή Έδρα ως έχει. Αυτά όταν λέγονται, είναι ανεύθυνα λόγια. Και δυστυχώς δημιουργούν πολύ θόρυβο, πολλή ζημία, χωρίς να έχουμε απολύτως κανένα κέρδος. Έτσι δίνουμε την εντύπωση ότι σπεύδουμε να κάνουμε μία Intercommunio, μια μυστηριακή κοινωνία με τους ετεροδόξους … Με το να προσφωνούμε τον Πάπα ή την Ρώμη με πατερικούς, όπως είπα, τίτλους, μεστούς γνωστού περιεχομένου, κάνουμε μόνο ζημιά και αντιθέτως δεν βοηθούμε καθόλου τον διάλογο.  Απλούστατα,  είναι ένα ψεύδος να κάνουμε τέτοιες προσφωνήσεις,  ένα ψεύδος θεολογικό».[xxii]
Στη συνάφεια αυτή μνημονεύουμε την ιδιαίτερα σημαντική προσφώνηση τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Ξηροποτάμου Ἀρχιμανδρίτου κ. Ἰωσήφ κατά την επίσκεψη του Πατριάρχου Βαρθολομαίου στην Ἱερὰ Μονὴ, την 21-8-2008. Είπε μεταξύ άλλων ο Καθηγούμενος με τον προσήκοντα σεβασμό αλλά και με εξαιρετική σαφήνεια : «Ἐνταῦθα, Παναγιώτατε, ἐπιτρέψατε εἰς ἡμᾶς τὰ τέκνα σας, ὡς υἱικὴν παρρησίαν πρὸς Ὑμᾶς κεκτημένους, νὰ ἀναφερθῶμεν καὶ εἰς δύο θέματα τὰ ὁποῖα συνέχουν τὰς καρδίας μας καὶ σκανδαλίζουν τὰς μοναχικὰς συνειδήσεις μας, ἀλλὰ καὶ τὰς συνειδήσεις πάρα πολλῶν εὐσεβῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι μᾶς πλησιάζουν. Τὸ πρῶτον εἶναι ἡ συνεχιζομένη παρὰ τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος δι᾿ ἐπι­σή­μων λόγων καὶ συμπροσευχῶν ἐπ᾿ ἐκκλησίας καὶ τηλοψίας ἀναγνώρισις τῶν ἐκ­προσώπων τοῦ ἐντελῶς ἐκκοσμικευμένου πλέον καὶ μὴ διορθουμένου συγ­χρό­νου Παπισμοῦ... Παναγιώτατε, ὁμοῦ μετὰ τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου παρακαλοῦμεν Ὑμᾶς ἡμεῖς οἱ ταπεινοὶ καὶ ἀνάξιοι· «Μηδὲν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχεσθε»[xxiii]. Ὡς προσφάτως, ἀλλὰ καὶ παλαιότερον, τὸ Ἅγιον Ὄρος σᾶς ὡμο­λόγησεν καὶ διεβεβαίωσεν, καὶ ἡμεῖς οἱ ἐλάχιστοι Ξηροποταμηνοὶ μοναχοὶ ὁμοῦ μετὰ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ τοῦ συμμεριζομένου τὰς ἀνησυχίας μας «μένομεν πιστοὶ εἰς τὴν Πίστιν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐξ ἀγάπης καὶ πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, οἱ ὁποῖοι οὐσιαστικῶς βοηθοῦνται, ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι διὰ συνεποῦς Ὀρθοδόξου στάσεως τοὺς ὑποδεικνύουν τὸ μέγεθος τῆς πνευματικῆς ἀσθενείας των καὶ τὸν τρόπον τῆς θεραπείας των»[xxiv]. Παρακαλοῦμεν δὲ ἐμπόνως καὶ εὐλαβῶς ὅπως εἰς τὸ ἑξῆς «ὁ θεολογικὸς διάλογος οὐδόλως συνοδεύηται ἀπὸ συμ­προσευχάς, συμμετοχὰς εἰς τὰς λειτουργικὰς καὶ λατρευτικὰς συνάξεις ἑκα­τέρων καὶ λοιπὰς ἐνεργείας, αἱ ὁποῖαι ἐνδέχεται νὰ δώσουν τὴν ἐντύπωσιν ὅτι ἡ ἡμετέρα Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέχεται τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ὡς πλήρη Ἐκκλη­σίαν καὶ τὸν Πάπαν ὡς κανονικὸν Ἐπίσκοπον Ρώμης. Τοιαῦται ἐνέργειαι παραπλα­νοῦν καὶ τὸ Ὀρθόδοξον πλήρωμα καὶ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, δίδοντες εἰς αὐτοὺς τὴν ἐσφαλμένην ἐντύπωσιν περὶ τοῦ τί φρονεῖ περὶ αὐτῶν ἡ Ὀρθοδοξία...»[xxv].  Ἐπειδὴ δὲ δὲν δυνάμεθα παρὰ νὰ πιστεύωμεν ὅτι ἔχομεν «τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως» μετὰ τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος, «κατὰ τὸ γεγραμμέ­νον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα», οὕτω «καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν»…. Ἐν τῇ Ὑμετέρᾳ πατρικῇ ἀγάπῃ συγχωρήσατε εἰς ἡμᾶς τὴν ὁμολογιακὴν ταύτην παρέκβασιν καὶ ἐμβλέψατε εἰς τὰ πρόσωπα τῆς ταπεινῆς ἡμῶν ἀδελφό­τητος, τὰ ὁποῖα ἀτενίζουν εἰς Ὑμᾶς μετὰ πολλοῦ σεβασμοῦ»[xxvi]. Στην ανταπάντησή του ο Οικουμενικός Πατριάρχης όχι μόνο δεν θεώρησε υπερβολικές τις ανησυχίες και προερχόμενες από κακόβουλη διάθεση, αλλά επαίνεσε τον Καθηγούμενο για τους λόγους του και την ανησυχία του και τον «καθησχασε» : «επαινούμεν την ευαισθησία σας, επαινούμεν πατρικώς την φιλαλήθειαν και την ειλικρίνειάν σας και σας καθησυχάζομεν επαναλαμβάνοντες επιγραμματικώς ότι έχουσιν γνώσιν οι φύλακες».[xxvii] Ασφαλώς θα ήταν προτιμότερο να μην χρειάζονταν τέτοιου είδους «πατριαρχικές» διαβεβιώσεις για να μας «καθησυχάζουν». Ποιος ευθύνεται που ένα τμήμα του Ορθοδόξου λαού ανησυχεί για τους «φύλακες», διατηρεί σοβαρότατες επιφυλάξεις για κάποιες ενέργειές τους ; Είναι άμοιροι ευθυνών οι «φύλακες» για την κατάσταση αυτή ;»
(Απόσπασμα από το Α. Γκοτσόπουλος, Η συμπροσευχή με αιρετικούς, έκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 20092, σ. 112-124).
Πάτρα 1.12.2014
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
6945-377621, agotsopo@gmail.com
 
 
ΥΓ : Ίσως θεωρήσουν κάποιοι ότι ναι μεν έχω δίκιο αλλά ο λόγος μου είναι ιδιαίτερα “σκληρός” και “ασεβής”. Όμως θα τους παρακαλούσα μαζί με την επισήμανση για τη “σκληρότητα” και το “ασεβές” του λόγου μου να μου παρουσιάσουν και τη δική τους ευπρεπή και πλήρη σεβασμού διαμαρτυρία για όσα εκκλησιολογικώς και κανονικώς απαράδεκτα συνέβησαν και πάλι στην Κωνσταντινούπολη το διήμερο 29-30 Νοεμβρίου 2014. 
 


[i] Στυλιανού, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, «Περί την κακοδαιμονίαν του επισήμου Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νέα σειρά, 13 (2003), σ. 34. βλ. και Γ. Δ. Μεταλληνού, «Αιρέσεις, Οικουμενισμός: Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον», στη διαδικτυακή τοποθεσία
[ii]  Λόγου χάριν η θεωρία των κλάδων (Churchbranch Theory), της vestigia Ecclesia του Τετραπλεύρου του  Lambeth, της αρχής της περιεκτικότητος (comprehensiveness), περί των αυλών του Κυρίου, «περί του φωτός και της χαράς του οίκου του Κυρίου», «των δύο πνευμόνων»  βλ. εν Φούγιας,Οικονομία, σ.σ. 27-28, 88-89, 91-92 και  Καθηγητών, Υπόμνημα,  σ. 8, Σημάτη, Πατερική στάση, σ. 253.
[iii]   στη διαδικτυακή τοποθεσία
[iv]  Η θεολογική ακρίβεια έχει εκφραστεί με σαφήνεια στην υπό τον Αλέξιο Στουδίτη Σύνοδο του 1030 : «Από γε του νυν και εν αγίω προς τας απανταχού Εκκλησίας διαταττόμεθα Πνεύματι, ώστε τους λαχόντας Εκκλησιών προεστάναι θεοφιλεστάτους Αρχιερείς αγρύπνως τας επιβαλούσας αυτοίς ενορίας περισκοπείν και πάση δυνάμει τους αρχηγούς των αιρέσεων ως λύκους θρασείς αποκρούεσθαι, ους τη κακοδοξία … των λοιπών αιρεσιαρχών ανενδότως εμμένοντας ούτε τω του επισκόπου καλείσθαι όλως ονόματι ανεχόμεθα, ούτε τινά αιρεσιάρχην πρώτον  τούτοις επιφημίζεσθαιή χειροτονείν εξείναι ή άλλο τι ιερατικών αναξίων διενεργείν», στο Κοτσώνη, intercommunio, σ. 201.
[v]  Σύμφωνα με τον Α΄ Κανόνα της εν Καρχηδόνι Συνόδου «παρά δε τοις αιρετικοίς, όπου εκκλησία ουκ έστιν … ου δύναται ο αιρετικός, ο μήτε θυσιαστήριον έχων, μήτε Εκκλησίαν». Ο δομινικανός θεολόγος Υ. Congar ερμηνεύοντας την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία αναφέρει : «Η χριστιανική αρχαιότητα αρνήθηκε πάντοτε να δώσει το όνομα της Εκκλησίας στα σώματα που είχαν αποσπαστεί από τη μοναδική ορατή Εκκλησία, η οποία ήταν η «καθολική» Εκκλησία, δηλαδή η αληθινή και ορθόδοξη. Τους ήταν αδιανόητο ότι μπορούσε να υπάρξει Εκκλησία χωρίς τις ιδιότητες της  Εκκλησίας, τις όποιες απέδωσε το σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως: μία, αγία, καθολική και αποστολική. Γι’ αυτό ονόμαζαν τις αποκομμένες από την ενότητα κοινότητες με διάφορα ονόματα, αποκλείοντας το όνομα της Εκκλησίας, εκτός κι αν το χρησιμοποιούσαν με την εμπειρική έννοια του της συναθροίσεως...», στο Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, μτφρ. Σ. Κούτσας,  εκδ. Ακρίτας (Αθήνα 19932), σ. 134.  Κατά τον S.L. Greenslade, σύμφωνα με την ομόφωνη διδασκαλία των Πατέρων, που στηρίζεται στην Καινή Διαθήκη, η Εκκλησία όχι μόνο «όφειλε να είναι μία, αλλά είναι μία και δεν μπορεί να είναι παρά μία. Η ενότητα αυτή ήταν (γι’ αυτούς) μία ιδιότητα της ορατής Εκκλησίας και η ορατή Εκκλησία γινόταν κατανοητή ως μία και μόνη οργανική οικοδομή, μια κοινωνία. Σύμφωνα μ’ αυτούς (τους Πατέρες), οι διαιρέσεις, οι διακοπές κοινωνίας, δεν καλύπτονταν ούτε κυριαρχούνταν από μια πνευματική και αόρατη ενότητα, και διάφορες ονομασίες δεν μπορούσαν να σχηματίσουν μια μόνο Εκκλησία. Δεν υπήρχε παρά μια ορατή  Εκκλησία σε μια και μόνο κοινωνία. Τα αποκομμένα σώματα από αυτή την κοινωνία ήταν έξω από την Εκκλησία» στο Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, μτφρ. Σ.Κούτσας, εκδ. Ακρίτας  (Αθήνα 19932), σ.σ. 140-141. 
[vi] PG77,132D,PG77,133C,PG77,81B,96A,97A,105C,104A,124B,25D, PG 77, 105C 
[vii]   στη διαδικτυακή τοποθεσία
[viii]   αυτόθι,  χρονική ένδειξη : 1:47:30
[ix]   αυτόθι,  χρονική ένδειξη : 0:36:44
[x]   αυτόθι,  χρονική ένδειξη : 1:24:55
[xi] Ο Αγ. Κύριλλος Ιεροσολύμων αναφέρει σχετικά : «Μη υπολάβης το φίλημα εκείνο σύνηθες είναι τοις επ’ αγοράς γινομένοις υπό των κοινών φίλων. Ουκ έστιν τοίνυν τοιούτον το φίλημα» (PG 33, 1112A). «Ανάμεσα στους ευχαριστιακούς συμβολισμούς, το ιδιαίτερο σημάδι της συμφιλίωσης πριν από τη μετάληψη της θείας Ευχαριστίας και δείγμα σωστών αδελφικών σχέσεων είναι η τελετουργία του ασπασμού της ειρήνης, η οποία ανάγεται  ως τα χρόνια της Καινής Διαθήκης. Ο ασπασμός δεν ήταν καθόλου συμβολικός ή εικονικός, αλλά η ζωντανή έκφραση, η ιερή πράξη της ίδιας της αγάπης» (Σ. Τσομπανίδου,Λειτουργία μετά τη Λειτουργία : Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στην κοινή Χριστιανική μαρτυρία για δικαιοσύνη, ειρήνη και ακεραιότητα της δημιουργίας (Θεσσαλονίκη 1996), σ. 180-181).
[xii] Κυρίλλου Ιεροσολύμων, PG 33, 1120B, Γ. Παρασκευοπούλου, Ερμηνευτική επιστασία επί της Θ. Λειτουργίας (Πάτρα 20052), σ. 441, Π. Ευδοκίμωφ, Η προσευχή της Ανατολικής Εκκλησίας, Η βυζαντινή λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου,  μτφρ. Μ. Παπαζάχου-Δ. Τζέρπος,  εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα  19822σ. 187 
[xiii]  Bartholomeos, Oikonomia,   σ. 48
[xiv] «κυρίως η θεία λειτουργία μετά την του Αγ. Ευαγγελίου ανάγνωσιν γίνεται … μετά δε το Ευαγγέλιον άρχεται η τελετή της λειτουργίας της υπεραχράντου θυσίας» κατά τον Θ. Βαλσαμώνα (PG 137, 1281D).
[xv] Βαρθολομαίου Κωνσταντινουπόλεως, Ὁμιλία κατά τήν ἐπί τῇ ὑποδοχῇ Αὐτοῦ Δοξολογίαν εἰς τόν Ἱερόν Ναόν τοῦ Πρωτάτου (21/08/2008), στη διαδικτυακή τοποθεσία  και  Παρακαταθήκη, 61 (2008), σ. 7.
[xvi] «Εχθροί δε του Θεού, πρώτως μεν και κυρίως οι ακάθαρτοι δαίμονες δεύτεροι δε μετ’ εκείνους, οι τε την ειδωλολατρίαν πρεσβεύοντες και οι των αιρέσεων αρχηγοί» (Ι. Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις τον ρλη΄ Ψαλμόν,  PG 55, ;;;;;;  417 ;;;;;)
[xvii]  Κατά τον Αγ. Κύριλλο Αλεξανδρείας, PG 77, 320.
[xviii]  Επίσκεψις, 50 (1972), σ.σ. 7-8 και Bartholomeos, Oikonomia, σ. 48
[xix]  Θεοδώρου Στουδίτου, Θεοκτίστω Μαγίστρω,  PG 99, 984,  αναλυτικότερα βλ. Αλιβιζάτου, Οικονομία, σ. 40.
[xx] Επιστολή Αγιορειτών Μοναχών προς Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγον αναφορικά με την ένωση της Λυώνος (1439), στο Καθηγητών, Υπόμνημα, σ. 19-20.
[xxi]  Θεοκλήτου, Μητρ. Ιωαννίνων, Ομιλία ἐν τῷ Πανσέπτῳ Πατριαρχικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ἐπί τῇ Θρονικῇ Ἑορτῇ (30/11/2007),  στη διαδικτυακή τοποθεσία.
[xxii]  Στυλιανού, Αρχιεπ. Αυστραλίας,  «Ο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Θεολογικός Διάλογος, Προβλήματα και προοπτικές», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης,  29 (1986-1989), σ.σ. 22-24.
[xxiii] Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολήν, Ὁμιλία Β´, ΡG 62,191.
[xxiv]  Ἱερᾶς Ἐκτάκτου Διπλῆς Συνάξεως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω,  «Περὶ τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν», 9 (1980),  Κοινωνία,  23,2 (1980),  σ.σ. 126-127.
[xxv]  Ἱερᾶς Ἐκτάκτου Διπλῆς Συνάξεως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω,  «Περὶ τοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν», 9 (1980),  Κοινωνία,  23,2 (1980),  σ.σ. 126-127.
[xxvi]  Παρακαταθήκη, 61 (2008), σ. 4.
[xxvii]  Παρακαταθήκη, 61 (2008), σ.  7.
 
 



Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
7    ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014


Read more: http://www.egolpion.com/A99ED254.el.aspx#ixzz3LNW06G69

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Γραφείο επί των Αιρέσεων Ι.Μ Πειραιώς: Η βία των ανθρώπων και ο "Αφοπλισμός του Θεού

 



Γραφείο επί των Αιρέσεων Ι.Μ Πειραιώς: Η βία των ανθρώπων και ο
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 10η Νοεμβρίου 2014.
Η ΒΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ Ο «ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Η ανθρωπότητα βιώνει σήμερα ίσως μιά από τις χειρότερες μορφές της θρησκευτικής βίας, του πιο ακραίου φονταμενταλισμού και του πλέον ανείπωτου θρησκευτικού φανατισμού της ιστορίας. Σε καθημερινή βάση γινόμαστε μάρτυρες φρικτών εγκλημάτων στο όνομα του Θεού, κυρίως από το χώρο της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, όπου το μισαλλόδοξο Ισλάμ προελαύνει, σφάζοντας και καταστρέφοντας, διαλαλώντας τις θηριωδίες του ως «θείο θέλημα»!
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από ένα άρθρο της καθημερινής εφημερίδας των Αθηνών «Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ», με τίτλο: «Αφοπλίστε τους θεούς». Συντάκτης ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν – Μαρί Μίλερ και σε μετάφραση στα ελληνικά από τον Θανάση Γιαλκέτση. Κατά τον αρθρογράφο «όλες οι θρησκείες επεξεργάστηκαν θεωρίες της νόμιμης βίας και θεολογίες του δίκαιου πολέμου παραγνωρίζοντας πλήρως την επιταγή της μη βίας». Και τούτο διότι «οι θρησκείες έχουν συχνά ενσταλάξει στους ανθρώπους τη μισαλλοδοξία και όχι την καλοσύνη απέναντι στους άλλους». Αναπόφευκτη συνέπεια αυτής της «μισαλλοδοξίας» είναι το γεγονός, ότι ο κάθε πιστός καλείται «να κηρύξει πραγματικά τον πόλεμο εναντίον εκείνων που διαπράττουν το κακό. Και από εκείνη τη στιγμή η εξόντωση των κακών θα δεχτεί την πνευματική υποστήριξη των θρησκειών, παρ’ όλο που αυτή η βία απαρνιέται τις θεμελιώδεις επιταγές της πνευματικότητας. Ο Θεός θα εμπλακεί σε αυτόν τον πόλεμο. Με τη δράση των πιστών του, ο ίδιος ο Θεός θα γίνει φονικός…». Με όλα όσα ο εν λόγω αρθρογράφος παραθέτει στο άρθρο του, θίγει ένα πολύ σοβαρό αλλά και επίκαιρο θέμα, το θέμα των θρησκευτικών πολέμων και της θρησκευτικής βίας γενικότερα ως αποτέλεσμα του θρησκευτικού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Δεν μπορούμε βέβαια να αρνηθούμε κάποιες ορθές διαπιστώσεις του κ. Μίλερ, ωστόσο επειδή ο αρθρογράφος παρουσιάζει το θέμα με κάποιες ανεπίτρεπτες γενικεύσεις και απλουστεύσεις, παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα ουσιώδεις πλευρές του, φθάνει τελικά σε εσφαλμένα συμπεράσματα και αδικεί την αλήθεια.
Το πρώτο που θα θέλαμε να επισημάνουμε είναι ότι ο αρθρογράφος διαπραγματεύεται κατά τέτοιο τρόπο το θέμα, ώστε να δίνει την εντύπωση, ότι ο Θεός όλων των θρησκειών είναι ο ίδιος, ο οποίος «ενσταλάζει» στους οπαδούς του την μισαλλοδοξία και τον φανατισμό, ώστε να καταντά «ο Θεός να γίνει φονικός». Αδυνατεί να κάνει μια στοιχειώδη διάκριση μεταξύ του αγίου Τριαδικού Θεού, του μόνου αληθινού Θεού  και των άλλων θεών που είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα. Τα όσα αναφέρει, αληθεύουν πλήρως και βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στους θεούς που επενόησε κατά καιρούς ο άνθρωπος από την π.Χ. εποχή μέχρι σήμερα.  Βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στον θεό του Ισλάμ, ο οποίος διά του Κορανίου νομοθετεί τον ιερό πόλεμο, (το λεγόμενο Τζιχάντ), και την σφαγή των απίστων ως ιερό χρέος κάθε πιστού. Βρίσκουν επίσης απόλυτη εφαρμογή στον θεό-είδωλο του μεσαιωνικού Παπισμού, τον οποίο «σμίλεψε» ο σχολαστικισμός και ο οποίος ήρθε να πάρει τη θέση του αληθινού Θεού της Θείας Αποκάλυψης. Έναν θεό, ο οποίος θα δικαιολογεί τις κοσμοκρατορικές βλέψεις του Πάπα και θα αμνηστεύει  τις πολεμικές του αναμετρήσεις με τους ηγεμόνες των βασιλέων της γής, οι οποίες αναπόφευκτα απαιτούν βία, δύναμη και επιβολή για να πραγματοποιηθούν. Βρίσκουν ακόμη απόλυτη εφαρμογή στον θεό  του ανθρωποκεντρικού ευρωπαϊκού Ουμανισμού, όπου την θέση του αληθινού Θεού έρχεται να πάρει ο σύγχρονος ευρωπαίος άνθρωπος, ο οποίος θεοποιώντας την λογική του και την επιστήμη, πιστεύει ότι με τις δικές του και μόνον δυνάμεις, χωρίς την Θεία Χάρη και την κοινωνία με τον Θεό μπορεί να ολοκληρωθεί, να αυτοπραγματωθεί, να δημιουργήσει αληθινό πολιτισμό και ιστορία. Ο ανθρωποκεντρικός ευρωπαϊκός Ουμανισμός σε όλες τις παραλλαγές του, (Μαρξισμός, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός κ.λ.π.), απέτυχε παταγωδώς να πραγματώσει τους οραματισμούς και τις επιδιώξεις του σύγχρονου ευρωπαίου ανθρώπου. Αντίθετα μάλιστα τον οδήγησε στο βάραθρο και στην καταστροφή.  Απόδειξη οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι με περισσότερα από εκατό εκατομμύρια νεκρούς, τα τρία και πλέον εκατομμύρια θύματα της Γαλλικής Επαναστάσεως, και τα πενήντα και πλέον εκατομμύρια νεκρών των μαρξιστικών καθεστώτων του περασμένου αιώνα.
Αδυνατεί επίσης ο αρθρογράφος να διακρίνει τα βαθύτερα αίτια της βίας και του πολέμου. Η βία και ο πόλεμος είναι το τραγικό αποτέλεσμα της πτώσεως και της αλλοτριώσεως του ανθρώπου από τον Θεό, τον εαυτό του και τον πλησίον. Είναι το τραγικό αποτέλεσμα της υποδουλώσεώς του στον προαιώνιο εχθρό του τον διάβολο, ο οποίος τον εξωθεί στη βία και στην αιματοχυσία σύμφωνα με τον λόγο της Γραφής: «εκείνος ανθρωποκτόνος εστίν απ’ αρχής» (Ιω. 8,44). Ενώ αντίθετα ο άγιος Τριαδικός Θεός είναι ο Θεός, ο οποίος ήδη από τους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης εντέλεται και νομοθετεί το «ου φονεύσεις» (Εξ.20,15), ο οποίος «άνδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται» (Ψαλμ.5,7). Είναι ο Θεός της ειρήνης, ο οποίος διά της ενσάρκου Θείας Οικονομίας του Θεού Λόγου ήρε το «μεσότοιχον του φραγμού» (Εφ. 2,14), εδημιούργησε τον «καινόν άνθρωπον, ποιών ειρήνην» (Εφ.2,15). Είναι ο Θεός της αγάπης (Ιω. 13,34), η οποία μάλιστα επεκτείνεται ακόμη και προς τους εχθρούς μας. Εδώ λοιπόν θα πρέπει να αναζητήσει ο αρθρογράφος την αρχική αιτία του κακού και όχι στον ίδιο τον Θεό.
Αδυνατεί επίσης ο αρθρογράφος να διακρίνει μεταξύ της βίας σε ανθρώπινο επίπεδο, που είναι μιά εμπαθής κατάσταση του πεπτωκότος ανθρώπου και έκφραση της φιλαυτίας και της αλλοτριώσεώς του από τον Θεόν, και της βίας στο επίπεδο των θείων πράξεων και ενεργειών, που δεν είναι καρπός μίσους, αλλά αγάπης προς τον άνθρωπο, όσο και αν αυτό φαίνεται παράδοξο. Αυτής της μορφής η βία παύει πλέον να είναι μια εμπαθής βία, αλλά μεταβάλλεται σε παιδαγωγία, σύμφωνα με τον θεόπνευστον λόγον της Γραφής «ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει μαστιγοί δε πάντα υιόν όν παραδέχεται» (Παρ. 3,12). Παράδειγμα η διαγωγή του ιδίου του Κυρίου μας, ο οποίος εκδιώκει τους πωλούντας και αγοράζοντας από τον Ναό του Σολομώντος, χρησιμοποιώντας φραγγέλιο. Και πλείστα όσα άλλα παραδείγματα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε. Ο Θεός ως ο κύριος της ζωής και του θανάτου, ως ο μόνος χορηγός της ζωής, Αυτός και μόνον έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει το δώρον της ζωής από τον άνθρωπο, όταν Αυτός κρίνει, ότι πρέπει να το αφαιρέσει, με γνώμονα πάντοτε την αγάπη του προς τον άνθρωπον και το αιώνιο συμφέρον της ψυχής του. Παράδειγμα η αιφνιδία θανάτωση του Ανανία και της Σαπφείρης που αναφέρεται στο βιβλίο των Πράξεων. (Πραξ.5,1-11).  
Παράλληλα ο Θεός της αγάπης και της ειρήνης, ο Θεός του ελέους και της φιλανθρωπίας, είναι ταυτόχρονα και ο Θεός της δικαιοσύνης: «πάτερ δίκαιε και ο κόσμος σε ουκ έγνω…» (Ιω. 17,25). Όσο δε μεγάλη είναι η αγάπη του, άλλο τόσο μεγάλη είναι και η δικαιοσύνη του, έτσι ώστε ούτε η αγάπη του να υπερβαίνει την δικαιοσύνη του, ούτε η δικαιοσύνη του να καταργεί την αγάπη του. Είναι ο Θεός, ο οποίος τιμωρεί και πατάσσει παιδαγωγικά την αμετανοησία και την αποστασία, όπως τούτο συνέβη στην καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρων στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και στην καταστροφή της Ιερουσαλήμ στην εποχή της Καινής, για την οποία προφητικώς ομίλησε ο Κύριος: «Και Ιερουσαλήμ έσται πατουμένη υπό εθνών, άχρι πληρωθώσι καιροί εθνών» (Λουκ.21,24).  
Αδυνατεί επίσης ο αρθρογράφος να διακρίνει μεταξύ της βίας σε προσωπικό επίπεδο και σε κοινωνικό. Η βία, ενώ σε προσωπικό επίπεδο καταδικάζεται απολύτως, αντίθετα στο κοινωνικό επίπεδο ουδέποτε η Εκκλησία αμφισβήτησε το δικαίωμα της κρατικής εξουσίας να χρησιμοποιεί την βία για την διατήρηση της τάξεως και την περιφρούρηση της ασφαλείας του κράτους, προκειμένου να υπηρετήσει και να διακονήσει ένα υψηλότερο σκοπό, που αφορά ολόκληρη την κοινωνία, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «Ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί (ο φορέας της κρατικής εξουσίας). Θεού γαρ διάκονος εστίν εις οργήν, έκδικος τω το κακόν πράσσοντι» (Ρωμ13,4). Ο αληθινός χριστιανός ως πρόσωπο μεν προτιμά να σκοτωθεί, παρά να σκοτώσει. Ως πολίτης όμως κάποιου κράτους υπακούει στην κρατική εξουσία, όχι μόνο από φόβο μήπως τιμωρηθεί, αλλά και για λόγους συνειδήσεως (Βλ.Ρωμ.13,5). Ο μέγας Αθανάσιος γράφει σχετικά με το θέμα αυτό: «Φονεύειν ουκ έξεστιν, αλλ’ εν πολέμοις αναιρείν τους αντιπάλους και έννομον και επαίνου άξιον.  Ώστε το αυτό κατά τι μεν και κατά καιρόν ουκ έξεστι, κατά τι δε και ευκαίρως αφίεται και συγκεχώρηται».[1] Επίσης ο μέγας Βασίλειος στον δέκατο τρίτο Κανόνα του λέγει  ότι οι φόνοι που γίνονται στους πολέμους δεν καταλογίζονται ως φόνοι. Ταυτόχρονα όμως σε όσους φονεύουν σε πόλεμο επιβάλλει τρία χρόνια αποχή από την θεία Κοινωνία.[2] Ο ιερός Αυγουστίνος αν και δεν δέχεται την ύπαρξη δικαίων πολέμων, κατανοεί τους λόγους που δικαιολογούν την διεξαγωγή τους για την υπεράσπιση αδικουμένων λαών.[3]
Με βάση τα παρά πάνω αναφερθέντα συμπεραίνουμε ότι ο αληθινός Τριαδικός Θεός, δεν χρειάζεται κανέναν «αφοπλισμό», ούτε η αγία Του Εκκλησία. «Αφοπλισμό» χρειάζονται τα κακέκτυπα είδωλά Του των πολυωνύμων αιρετικών και οι θρησκείες του κόσμου, οι οποίες κατασκευάζουν «στρατηγούς θεούς» και διατάσσουν τον όλεθρο στους ανθρώπους. Το δε δόγμα της «μη βίας» δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απαρασάλευτο δόγμα, ούτε να απολυτοποιηθεί ως υπέρτατο αγαθό.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου: Η Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία του Γάμου


Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου.

Η Εκκλησία έχει ιδιαίτερη ευαισθησία γύρω από το θέμα του γάμου, δεν τον περιφρονεί ούτε τον θεωρεί ως κατώτερο πνευματικά τρόπο ζωής αλλά ως μια μεγάλη ευλογία και μεγάλη χαρά. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι έχουμε κανόνες της Εκκλησίας μας οι οποίοι αφορίζουν και αναθεματίζουν ως αιρετικούς αυτούς τους χριστιανούς οι οποίοι στην εποχή τους θεωρούσαν το γάμο ως βδέλυγμα ή ως κάτι που δεν άρμοζε σε πνευματικούς ανθρώπους. Αυτή η λανθασμένη θεώρηση του γάμου θεωρήθηκε από την Εκκλησία ως αιρετικό φρόνημα καταδικάστηκε και διασώθηκε έτσι η ορθή αντίληψη και περί της εν Χριστώ παρθενίας αλλά και περί του εν Χριστώ γάμου.
Όταν τελεί η Εκκλησία το μυστήριο του γάμου, δίνει στους ανθρώπους τον στέφανον της αθλήσεως και του αγώνα τους. Ταυτόχρονα οι άνθρωποι λαμβάνουν δωρεές τις οποίες δίδει το Άγιο Πνεύμα μέσα από τις ευχές του μυστηρίου. 


Αυτά όλα τα σπέρματα τα αγαθά από το Θεό, καλούνται οι νεόνυμφοι να τα καλλιεργήσουν και να τα διαφυλάξουν για να απολαύσουν τους καλούς και γλυκείς καρπούς που έχει ο γάμος. Πρέπει λοιπόν κανείς να αισθάνεται άνετα μέσα στο γάμο και όχι να αισθάνεται ότι ο γάμος τον χωρίζει από το Θεό ή ότι τον αδικεί πνευματικά, αφού μέσα στο γάμο ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει σε μέτρα μεγάλα, να γίνει πραγματικά τέκνο Θεού και να φτάσει στην τελειότητα. Εξάλλου, μεγάλο μέρος του πληρώματος της Εκκλησίας είναι έγγαμοι άνθρωποι που καθημερινά αγωνίζονται σ’αυτό το χώρο.
Ενώ λοιπόν ο γάμος είναι μεγάλη ευλογία, δυστυχώς είναι και μεγάλο πρόβλημα, καθώς διέρχεται μια μεγάλη κρίση σήμερα στον τόπο μας. Μόνο να σκεφτεί κανείς ότι στη Μητροπολιτική περιφέρεια Λεμεσού μπορεί να έχουμε μέχρι και 250 διαζύγια το χρόνο μέσα σε ένα σύνολο 800 γάμων, ενώ υπάρχουν και πολλά ζευγάρια τα οποία έχουν μεν δυσκολίες, αλλά δεν έχουν φτάσει ακόμα στο να αποφασίσουν τη διάλυση του γάμου τους. Αυτό είναι ενδεικτικό της μεγάλης κρίσης που περνά ο γάμος στον τόπο μας. Αισθάνομαι ότι σαν Εκκλησία μπορούμε και πρέπει να κάνουμε περισσότερα, διότι δυστυχώς για μας η μόνη επαφή που έχουμε συνήθως με τους ανθρώπους αυτούς, είναι όταν θα έρθουν να πάρουν την άδεια γάμου και όταν θα τελέσουν το γάμο τους στην εκκλησία μέσα σε όλη εκείνη την ατμόσφαιρα του γεγονότος και μετά χάνονται από την Εκκλησία. Πολύ σπάνια δυστυχώς υπάρχει μια ποιμαντική μέριμνα της Εκκλησίας για το τι γίνονται όλα αυτά τα ανδρόγυνα τα οποία παντρεύουμε κάθε Κυριακή. Από τη μικρή μου πείρα βλέποντας πολλούς ανθρώπους που είναι σε δύσκολη κατάσταση μέσα στο γάμο τους, βλέπω ότι το πρόβλημα στο γάμο τους δεν ξεκινά από άλλες δυσκολίες, αλλά από το ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν ή δεν ξέρουν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Η μη σωστή επικοινωνία αποξενώνει τους συζύγους, σπρώχνει τον έναν μακριά από τον άλλο και μετά δημιουργούνται όλα εκείνα τα παρεπόμενα τα οποία έρχονται ως αποτέλεσμα αυτής της αποξένωσης.
Πώς βλέπουμε λοιπόν το θέμα του γάμου μέσα από τη θεολογία της Εκκλησίας και, στην πρακτική ζωή, ποιος είναι ο σκοπός του γάμου και πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός; Ξέρουμε ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο άνδρα και γυναίκα και τους έδωσε την ευλογία να αυξάνονται και να πληθύνονται και να κατακυριεύσουν τη γη. Επίσης ξέρουμε ότι ο Θεός έπλασε την Εύα εκ της πλευράς του Αδάμ - κι έτσι η γυναίκα είναι ισότιμος όπως ακριβώς και ο άνδρας - και εδόθη σε αυτόν ως βοηθός, λέει η Γραφή. Βέβαια, βοηθός όχι για να τον εξυπηρετεί και να του κάνει τις δουλειές του σπιτιού αλλά βοηθό για τη σωτηρία του, δηλαδή δια μέσου αυτού του ανθρώπου, δια της κοινωνίας με τον άλλο άνθρωπο να πορευθεί στην κοινωνία του με το Θεό και να μπορέσει να εκπληρώσει το σκοπό της υπάρξεώς του που δεν είναι άλλος από την εν Χριστώ τελείωσή μας, να φτάσουμε στη θέωση, στον αγιασμό ή στη σωτηρία μας όπως λέμε με απλά λόγια. Ο γάμος μας γίνεται για τη σωτηρία μας, δηλαδή για τη σωστική μας πορεία μέσα στην αιώνια σχέση με το Θεό, αφού καλούμαστε να υπερβούμε όλα τα γήινα και κάποια στιγμή και το γάμο ακόμα και τα του γάμου, χωρίς να τα περιφρονήσουμε ή να τα καταργήσουμε, αλλά να τα ιεραρχήσουμε σωστά στη θέση στην οποία τους ταιριάζει ώστε να λειτουργήσουν αρμονικά μέσα στον ψυχικό μας κόσμο.
Μετά την πτώση μας, όπως είμαστε όλοι τώρα, για να φτάσουμε στη σωτηρία μας πρέπει να αγωνιστούμε εναντίον των παθών μας, εναντίον της αμαρτίας ακολουθώντας τη θεραπευτική αγωγή την οποία μας προσφέρει η Εκκλησία. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί, πώς ο γάμος βοηθά σε αυτή την πορεία του ανθρώπου; Είναι δυνατόν ένας έγγαμος άνθρωπος να φτάσει σε αυτή την κατάσταση, όταν έχει καθημερινά να αντιμετωπίσει προβλήματα ζώντας μέσα στην κοινωνία, μέσα στην οικογένεια, μέσα στη συζυγία; Πώς μπορεί κανείς να βρει αυτή την τελειότητα στο γάμο και να μην αισθάνεται ότι επειδή παντρεύτηκε διάλεξε μια ζωή κατώτερη που δεν θα του παράσχει τις δυνατότητες να φτάσει σε πνευματικά επίπεδα τέτοια τα οποία θα έφτανε ίσως ένας άλλος άνθρωπος, ένας ασκητής, ένας αναχωρητής; Ασφαλώς ο προκείμενος αγώνας σε εσάς είναι ο γάμος σας, η οικογένειά σας. Πρέπει να αισθάνεστε ότι αγωνίζεστε τίμια και νόμιμα και ότι δεν έχετε να αδικηθείτε σε τίποτα, αν αγωνιστείτε σωστά και αξιοποιήσετε πνευματικά όλες αυτές τις ευκαιρίες που σας δίνει ο γάμος. Όπως έλεγε ένας σύγχρονος Πατέρας της Εκκλησίας μας, ο επίγειος γάμος που συνάπτουμε στον κόσμο αυτό, έχει σκοπό το γάμο μας με το Νυμφίο Χριστό, στο να μας βοηθήσει να αγαπήσουμε εξ’ολοκλήρου το Χριστό μέσα από τα δεδομένα του γάμου αυτού.
Αφού λοιπόν μέσα στο γάμο επιτελούμε έναν αγώνα, εναντίον ποιων πραγμάτων είναι ο αγώνας που κάνουμε; Έχουμε να πολεμήσουμε όλοι μας με τον παλαιό άνθρωπο μέσα μας για να τον μεταμορφώσουμε και να τον μεταποιήσουμε στο νέο εν Χριστώ άνθρωπο. Σύμφωνα με τους Πατέρες υπάρχουν τρία βασικά πάθη, «οι γίγαντες των παθών», από τα οποία γεννιούνται και τα υπόλοιπα πάθη, και είναι αυτά τα οποία κατέστρεψαν και διέστρεψαν την προσωπικότητά μας. Είναι τα πάθη με τα οποία ο σατανάς πολέμησε το Χριστό όταν μετά το Βάπτισμά Του βρέθηκε στην έρημο και νήστευσε ημέρες και νύκτες «τεσσαράκοντα» και προσηύχετο. Τα τρία αυτά πάθη είναι η φιληδονία, η φιλοδοξία και η φιλαργυρία, τα οποία έχουν και τα τρία ως αποτέλεσμα τους να αιχμαλωτίσουν την καρδιά του ανθρώπου. Ας δούμε πώς μέσα στο γάμο πολεμά ο άνθρωπος αυτά τα πάθη και πώς εκδηλώνονται.
Η φιλαργυρία είναι να ελπίζει ο άνθρωπος στα χρήματά του, στα πράγματά του ή οτιδήποτε άλλο κλέβει την καρδιά του από το Θεό και του δίνει ένα στήριγμα υλικό και πρόσκαιρο. Όσον αφορά τη φιληδονία, η Εκκλησία λέει ότι μέσα στο γάμο αλλά και πριν να μπεις στο γάμο, πρέπει να μάθεις να βλέπεις τον άλλο άνθρωπο όχι ως φύλο αλλά ως πρόσωπο, όχι ως γυναίκα αλλά ως άνθρωπο, πρέπει να τον εκτιμήσεις έτσι όπως είναι, να τον σεβαστείς και να μην θέσεις σαν κύριο στόχο της σχέσης σου τη φιληδονία. Από την αρχή των πραγμάτων η Εκκλησία παιδαγωγεί τον άνθρωπο να μάθει να βλέπει τον άλλο ως πρόσωπο, να καταλάβει ότι έχει μιαν ιερότητα η σχέση και η κοινωνία με το άλλο φύλο, να καταλάβει ότι το άλλο φύλο δεν είναι πλασμένο να τον ικανοποιεί σαρκικά αλλά είναι πλασμένο να τον βοηθήσει να πλησιάσει το Θεό. Φαίνεται τελικά εκ των πραγμάτων ότι έχει δίκαιο η Εκκλησία επιμένοντας στη θέση της να μην ευλογεί τις σαρκικές σχέσεις προ του γάμου, αφού η ίδια η πραγματικότητα μιλά από μόνη της. Εάν οι προγαμιαίες σχέσεις βοηθούσαν τους ανθρώπους να είναι ενωμένοι μεταξύ τους με αγάπη, να προχωρούν στα προβλήματα της ζωής τους και να έχουν επιτυχία στο δρόμο τον οικογενειακό και του γάμου, τότε θα έλεγε κανείς ότι τουλάχιστον έχει και μια ωφέλεια αυτή η πράξη των ανθρώπων, έστω και αν δεν την ευλογεί η Εκκλησία. Αντίθετα όμως, βλέπουμε ότι ο γάμος και η οικογένεια όχι μόνο δεν διευκολύνθηκαν, αλλά τα προβλήματα τα οποία παρουσιάζονται είναι ακόμα περισσότερα. Επομένως, το πρόβλημα δεν έγκειται σε αυτή την πράξη του ανδρογύνου, αλλά στο ότι δεν έμαθαν αυτοί οι άνθρωποι να επικοινωνούν μεταξύ τους σε ένα άλλο επίπεδο παρά μόνο στο επίπεδο το σαρκικό αλλά αν αυτό γίνει σκοπός του γάμου, οπωσδήποτε αυτός ο γάμος, αυτή η συζυγία στην πορεία της θα αντιμετωπίσει προβλήματα.
Η δε φιλοδοξία μέσα στο γάμο πολεμείται διότι, όπως μέσα στο μοναχισμό εκείνο που κόβει τη φιλοδοξία και την υπερηφάνεια σαν ρομφαία δίστομη είναι η υπακοή του μοναχού, έτσι και μέσα στο γάμο συμβαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα: υποτάσσεται ο ένας στον άλλο εν αγάπη. Όταν λέμε υποτάσσεται, δεν εννοούμε δουλικά, αλλά από αγάπη όπως ο Χριστός από αγάπη «εκένωσε Εαυτό» και έγινε για εμάς άνθρωπος και έλαβε μορφή δούλου, έτσι και μέσα στο γάμο ο άνθρωπος κενώνει τον εαυτό του και πρέπει να μάθει πώς σκέφεται, πώς λειτουργεί και πώς αισθάνεται ο άλλος άνθρωπος που δεν είναι το ίδιο με αυτόν. Αν είσαι άνδρας πρέπει να μάθεις πώς σκέφτεται και πώς εκφράζεται μια γυναίκα, πώς λειτουργεί η ψυχολογία της κι από τι έχει ανάγκη, πράγματα τα οποία εσύ πρέπει να τα κάνεις από μόνος σου χωρίς να χρειάζεται να σου τα πει η ίδια, όπως και η γυναίκα πρέπει να μάθει πώς σκέφτεται ένας άνδρας, τι έχει ανάγκη, τι είναι εκείνο το οποίο ζητά και ενδόμυχα ακόμα, χωρίς να το πει με λόγια, από τη σύζυγό του. Στη συνέχεια, εάν έρθουν και τα παιδιά μέσα στο γάμο, τότε έχουμε ακόμα ένα στάδιο, όπου εκεί και οι δύο μαζί κενώνουν τον εαυτό τους για τα παιδιά τους. Όμως πρέπει πρώτα να δοθεί ο ένας σύζυγος στον άλλο σωστά και μετά να δοθούν και οι δυο στα παιδιά τους, γιατί αν δοθεί ο καθένας από μόνος του στα παιδιά θα ξεχαστούν μεταξύ τους και θα έχουν προβλήματα. Ένα άλλο σημείο, είναι ότι δεν σημαίνει ότι ένας γάμος δεν είναι ολοκληρωμένος εαν δεν έχει παιδιά· η συζυγία επιτελεί το σκοπό της απόλυτα είτε υπάρχουν παιδιά είτε δεν υπάρχουν. Είναι αποτέλεσμα του γάμου η τεκνογονία, ενώ αν δεν υπάρξει δεν αφαιρεί τίποτα απολύτως από τον πραγματικό του σκοπό.
Ο γάμος λοιπόν είναι σαν μια βαρκούλα που ξεκινά να ταξιδέψει μέσα στη θάλασσα, συναντά λιμάνια, ωραίες θάλασσες, νηνεμίες, αλλά συναντά και τρικυμίες, μπουρίνια και δυσκολίες πολλές. Μέσα στο γάμο μπορεί να έχουμε προβλήματα και δυσκολίες τα οποία αν τα βλέπει κανείς πέρα από την εγκοσμιότητα αυτή, μέσα στην προοπτική της αιώνιας βασιλείας του Θεού, μπορεί να τα αντέξει. Αντίθετα, αν απολυτοποιήσει το γάμο και θεωρεί το γάμο ή τον ή την σύζυγο το παν, τότε σε ένα πιθανό τριγμό των σχέσεων ή σε κάποια στιγμή που το είδωλο αυτό υποστεί κάποια βλάβη ή χάσει τη λάμψη του και την αρχική του κατάσταση, τότε έρχεται η απογοήτευση, καταρρέει ο άνθρωπος και φτάνει στο σημείο να αισθάνεται ότι δεν έχει καν λόγο να υπάρχει και να ζει, θεωρεί τον εαυτό του αποτυχημένο, καταστρεμένο. Το ακούμε και το βλέπουμε κάθε μέρα δυστυχώς. Εάν ο γάμος δεν είναι είδωλο αλλά είναι ένα μέσο προς τη βασιλεία του Θεού, τότε πράγματι στην τρικυμία, γίνεσαι καλός καραβοκύρης, καταλαβαίνεις πως θα αξιοποιήσεις πνευματικά την όποια δυσκολία του γάμου σου, γιατί ο απόλυτός σου σκοπός δεν είναι ο εγκόσμιος γάμος αλλά ο αιώνιος γάμος σου με το Νυμφίο Χριστό και μπορείς να κάνεις υπομονή, να αντέξεις και να δεις με αγάπη και να συνεχίσεις το δρόμο σου. Η ζωή έχει πολλές αλλαγές· σήμερα τα πράγματα είναι έτσι, αύριο αλλάζουν, όπως η θάλασσα, σήμερα έχει τρικυμίες και φουρτούνες αλλά δεν είναι πάντα έτσι. Θα έρθει πάλι και η γαλήνη, θα έρθει πάλι και το λιμάνι, θα έρθει πάλι και η χαρά.

ΘΕΟΠΤΗΣ ΜΩΥΣΗΣ & ΘΕΟΠΤΙΑ


Το θέμα της θεοπτίας ή της θέας του Θεού παρουσιάζεται στην Αγία Γραφή με δύο διαφορετικές μορφές, που η μία φαίνεται να αποκλείει την άλλη. Ορισμένα χωρία χαρακτηρίζουν την θεοπτία ως αδύνατη. Έτσι στο βιβλίο της Εξόδου ο Θεός λέει στον Μωυσή: «Ου δυνήση ιδείν το πρόσωπον μου· ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται». Και ο Ψαλμωδός σημειώνει ότι ο Θεός «εθετο σκότος αποκρυφήν αυτού» Έξαλλου στην Καινή Διαθήκη ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε», ή «Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται». Και ο Απόστολος Παύλος προσθέτει ότι ο Θεός είναι εκείνος, «ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται». Αλλά και από την άλλη πλευρά στην Αγία Γραφή αναφέρεται πλήθος θεοφανειών. Έτσι ο Ιακώβ λέει: «Είδον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον, και εσώθη μου η ψυχή». Και για τον Μωυσή σημειώνεται: «Και ελάλησε Κύριος προς Μωυσήν ενώπιος ενωπίω, ως ει τις λαλήσει προς τον εαυτού φίλον».
Το απρόσιτο του Θεού δεν αποκλείει τη θεοπτία. Και η θεοπτία ή η θέα του Θεού δεν αναιρεί το απρόσιτο της θείας ουσίας. Ο Μωυσης, που ως κτίσμα αδυνατεί να δει το πρόσωπο του άκτιστου Θεού, τοποθετείται «εις οπήν της πέτρας», σκεπάζεται με το χέρι του Θεού, όσο παρέρχεται η δόξα του, και υστέρα βλέπει τα οπίσω του. Και ο Προφήτης Ηλίας, μόλις αισθάνεται την παρουσία του Θεού, καλύπτει με τη μηλωτή του το πρόσωπό του. Αλλά και κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού οι παρευρισκόμενοι Απόστολοι φοβήθηκαν πολύ και «έπεσαν επί το πρόσωπον αυτών».

Κάθε θεοφάνεια της Παλαιάς Διαθήκης, ως άσαρκη φανέρωση του Λόγου του Θεού, δεν αποβλέπει μόνο στο πρόσωπο του θεόπτη, αλλά εντάσσεται στην προοπτική της θείας οικονομίας και προετοιμάζει την ένσαρκη έλευσή του.

Ο Μωυσής δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε βέβαια και ο μόνος θεόπτης της Παλαιάς Διαθήκης. Ο ίδιος ο Θεός απευθυνόμενος προς τον Μωυσή λέει: «Εγώ Κύριος και ώφθην προς Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, Θεός ων αυτών, και το όνομά μου ουκ εδήλωσα αυτοίς». Γι’ αυτό και κατά την πρώτη φανέρωσή του προς τον Μωυσή ο Θεός παρουσιάζεται ως Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ. Κατά τη φανέρωση αύτη, που πραγματοποιήθηκε με τη μορφή του πυρός στη βάτο, ο Μωυσής εντυπωσιάσθηκε και θέλησε να πλησιάσει. Μόλις όμως άκουσε τη φωνή του Θεού από τη βάτο, έστρεψε το πρόσωπό του αλλού, γιατί φοβήθηκε .Όταν ο Θεός ανακοίνωσε στον Μωυσή ότι θα τον αποστείλει ως ελευθερωτή του λαού του από την Αίγυπτο, εκείνος ζήτησε να του αποκαλύψει το όνομά του, με το οποίο θα παρουσιασθεί στους Ισραηλίτες. Τότε ο Θεός απήντησε: «Εγώ ειμί ο ων,.. ούτως ερείς τοις υιοίς Ισραήλ ο ων απέσταλκέ με προς υμάς».Έτσι ο Μωυσής γίνεται ο πρώτος θεόπτης, στον οποίο ο Θεός αποκαλύφθηκε ως ο Ων, δηλαδή ως είναι και ως πρόσωπο ή υπόσταση. Άλλες θεοφάνειες προς τον Μωυσή έγιναν κατά τη νομοδοσία στο Σινά, αλλά και κατά τη διάρκεια της πορείας του προς τη γη της επαγγελίας. Άλλωστε η προσωπική συμπόρευση του Θεού αποτελούσε το κατεξοχήν στήριγμα του Μωυσή καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς πορείας του. Τέλος ο Μωυσής παρουσιάζεται ως θεόπτης και κατά την περίοδο της Καινής Διαθήκης, εφόσον μαζί με τον Προφήτη Ηλία παρέστησαν στην Μεταμόρφωση του Κυρίου. Όπως μάλιστα προσφυώς σημειώνεται, ο ίδιος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος των νεκρών και ο Ηλίας ως εκπρόσωπος των ζωντανών. Ταυτόχρονα ο Μωυσής εκπροσωπεί τον Νόμο και ο Ηλίας τους Προφήτες. Ο Μωυσής πέθανε, χωρίς να φθάσει στη γη της επαγγελίας, όπου οδήγησε τον λαό του Θεού ο Ιησούς υιός Ναυή. Και ο Νόμος παρήλθε ως σκιά, χωρίς να φανερώσει τη Βασιλεία του Θεού, την οποια έφερε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός. Ο Ηλίας δεν πέθανε, αλλά μετέστη προς την αιώνια αλήθεια. Και η προφητεία δεν καταργήθηκε, αλλά εκπληρώθηκε ως αδιάψευστη αλήθεια. Η θεοπτία δεν είναι κάποιο συμβατικό φαινόμενο για τη ζωή και την ύπαρξη του θεόπτη. Πολύ περισσότερο δεν είναι κάποιο προσωπικό κατόρθωμα του. Η θεοπτία προσφέρεται με την κίνηση του Θεού προς τον άνθρωπο. Και ως εμπειρία, που φέρνει τον κτιστό και πεπερασμένο άνθρωπο σε επαφή με τον άκτιστο και υπερβατικό Θεό, συνδέεται συνήθως με σκληρές δοκιμασίες. Αυτό γίνεται φανερό και στην περίπτωση του Μωυσή, ο οποίος «δόκιμος τω Θεώ και πιστός διά της πολλής μακροθυμίας ευρεθείς, οία πολλούς πειρασμούς υπομείνας εγένετο λυτρωτής και ηγούμενος και βασιλεύς του Ισραήλ». Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Μωυσής, μετά τα σαράντα χρόνια της παραμονής του στην Αίγυπτο, έμεινε άλλα σαράντα χρόνια στην εξορία, για να προετοιμαστεί και να ποιμάνει για τα επόμενα σαράντα χρόνια τον περιούσιο λαό.

Οι διαδοχικές θεοφάνειες οδηγούν τον Μωυσή κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Νύσσης σε διαρκώς υψηλότερη θεογνωσία. Αρχικά βλέπει ο Μωυσής τον Θεό «εν φωτί» και ακολούθως «εν γνόφω».Έτσι όσο προσεγγίζει τον Θεό, τόσο περισσότερο διαπιστώνει το αθεώρητο της θείας φύσεως. Τέλος μεταβαίνει στην αχειροποίητη σκηνή, που αποτελεί το πέρας των διαδοχικών ανυψώσεών του.


Και η αχειροποίητη αυτή σκηνή, σύμφωνα με την οποία κλήθηκε να κατασκευάσει την χειροποίητη σκηνή, είναι ο Χριστός, που έπηξε «εν ημίν την ιδίαν σκηνήν», Εξαλλου η θεοφάνεια έχει βαθύτατες επιπτώσεις στην ψυχή αλλά και στο σώμα του ανθρώπου. Η εσωτερική λαμπρότητα, που προκαλείται με αυτήν, εκδηλώνεται και στο σώμα του θεόπτου. Όταν ο Μωυσής κατέβαινε από το Σινά με τις πλάκες της Διαθήκης μετά την τεσσαρακονθήμερη παραμονή του, έλαμπε το πρόσωπό του από τη θεοπτία και τη συνομιλία του με τον Θεό και προκαλούσε δέος στον λαό.

Οι θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ερμηνεύονται συνήθως από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως φανερώσεις του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, που προετοιμάζουν και προτυπώνουν την ενανθρώπηση και την ένδοξη φανέρωσή του. Η δόξα του Θεού, που παρουσιάσθηκε τότε ως φως, ως νεφέλη, ως στήλη πυρός, ως γνόφος, ως θύελλα ή ως αύρα λεπτή, έλαμψε και στο Θαβώρ ως απρόσιτο φως. Η ίδια αυτή δόξα εξακολουθεί να φανερώνεται στους άξιους, ανάλογα με τη δεκτικότητά τους, ήδη από την παρούσα ζωή, για να αποκαλυφθεί πληρέστερα κατά τον μέλλοντα αιώνα. Ενώ όμως πριν από την ενανθρώπηση και τη σύσταση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας το άκτιστο φως φώτιζε εκ των έξω τους θεόπτες, τώρα που έχει ανακραθεί με τους πιστούς και υπάρχει μέσα τους, τους φωτίζει εκ των έσω.

Με τις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης ο Θεός αποκαλύφθηκε λέγοντας «Εγώ ειμί». Η θεοφάνεια της Καινής Διαθήκης, που πραγματοποιήθηκε με την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, ολοκληρώθηκε με τη διαβεβαίωση του Χριστού «Εγώ μεθ’ υμών ειμί»· με την συνύπαρξη Θεού και ανθρώπου, που καθιστά τον άνθρωπο θεό κατά πάντα «χωρίς της κατ’ ουσίαν ταυτότητος» . Αντίστοιχα βέβαια και οι θεοπτίες των Αποστόλων του Χριστού, όπως και των αγίων της Εκκλησίας, είναι τελειότερες από τις προηγούμενες. Είναι θεοπτίες που δεν αποκαλύπτουν προσωπικά ή υποστατικά μόνο τον Θεό, αλλά μαζί με τον Θεό ανυψώνουν στο επίπεδο του αληθινού προσώπου ή της υποστάσεως και τον άνθρωπο. Είναι θεοπτίες του ανθρώπου που γίνεται όμοιος με τον Θεό και μέλος της κοινωνίας της θεώσεως.


πηγή: Γεώργιος Μαντζαρίδης, Ομότιμ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α. Π. Θ., «Αγ. Γραφή και σύγχρονος άνθρωπος» -Τιμητικός Τόμος στον Καθηγητή Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλο. Εκδ. Π. Πουρναρά, σ. 287-293 


Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Είπε Γέρων: Οδός Ελευθερίας …

          

josef13
 
(Βασισμένο στο βιβλίο του Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά)

Τονίσαμε πάρα πολύ
Πατέρες και αδελφοί μου,
πως κάθε πράξη,  αποσκοπεί
στην ένωση ακριβοί μου….

Είναι το πλάσμα συνεργό
σε αυτή την ευλογία,
αλλά την πράξη ο θεός
θα κάνει την αγία….

Πάνω , απ, τη φύση , η θέωση,
και αυτή η κοινωνία,
Δώρο θα είναι απ, το θεό,
να σώσει τα τεκνία…..

Να πάρουν , απ, τη δόξα του
τα τόσα μεγαλεία,
αφού είναι εικόνα του Πατρός,
και υπάρχει, ομολογία…..

Μόνιμη είναι κατάσταση,
αυτή η Θεοδωρία
για αυτό και  ερμηνεύεται
η άσκηση, στα θεία..

Είναι η κλίση στα αγαθά,
ίδιον, για το κτίσμα,
που έγινε καθ, ομοίωση
στου εωσφόρου,  πείσμα..


Το πλάσμα , έτσι πλάστηκε
για αγαθοποιΐα ,
για αυτό γεμάτο αρετές,
θα οδεύει, προς τα θεία….

Ο  βίος ο ενάρετος
μέσα του κρύβει , αγάπη
και  μας τη φύτεψε ο Θεός,
αφού είναι, παναγάπη….

Οι ελεύθεροι , καλά κρατούν
αυτή τη συμφωνία,
οι δούλοι, οι ανελεύθεροι
ζουν , στην παρανομία…

Δόθηκαν και  οι εντολές
για να  μας οδηγήσουν
εκεί κοντά στο αγαθό
το πλάσμα, να κρατήσουν..

Δίχως  την υποχώρηση
με κόπους και θυσία,
θα φθάσουμε εις το Χριστό
και αυτή είναι η ουσία…

Αλήθεια , είναι ο Χριστός
και αυτός θα ελευθερώσει,
τα άλλα , μας  είναι αχρείαστα
και θα το φανερώσει….

Μνάσων ο Παλαιός Μαθητής

Γέροντας Ιάκωβος – «Αυτά είναι του Θεού πράγματα»!

          

Zoom in (real dimensions: 424 x 650)Εικόνα
Zoom in (real dimensions: 424 x 650)Εικόνα
Γέροντας Ιάκωβος – «Αυτά είναι του Θεού πράγματα»!
Επειδή ο π. Ιάκωβος ήταν κι εφημέριος στα τρία χωριουδάκια, έπρεπε να πηγαινοέρχεται τις Κυριακές και μερικές ακόμα φορές, όταν το καλούσε η ανάγκη. Κι έπρεπε να πηγαίνει
με το ζώο με κρύο, με χιόνι, με πάγους, με λιοπύρι… Δεν ήταν λίγες οι φορές πού παλιά το μουλάρι του, η Χάιδω, τον ταλαιπωρούσε, γιατί κλώτσαγε και ήτανε νευρικό.

Πολλές φορές πήγαινε στα χωριά για διάφορους λόγους, χωρίς να παίρνει το μουλάρι. Έτσι, επέστρεφε από τα Δαμνιά και μάλιστα ήτανε φορτωμένος με αρκετά κιλά. Δύο περίπου
χιλιόμετρα πριν φτάσει στο Μοναστήρι, πέρασε ταξί με πελάτη, πού γνώρισε τον Ιάκωβο και πρότεινε στον οδηγό να τον πάρουνε κι αυτόν. Ο οδηγός απάντησε:
– Ασ’ τους, οι καλόγεροι δεν έχουν ανάγκη.
Συνεχίσανε και μόλις φτάσανε στη Μονή χτυπήσανε και τους άνοιξε ο ίδιος ο π. Ιάκωβος. Ταξιτζής και πελάτης τα χάσανε. Ο πρώτος ζήτησε συγγνώμη.
Τέτοια ήτανε πολύ συνήθη, μα καταγράφουμε ακόμα μια περίπτωση. Μητέρα είχε άρρωστο παιδάκι κι έφερνε τα ρουχαλάκια του να τα «διαβάσει» ο π. Ιάκωβος. Τα ‘φερνε, το 1970,
με το ταξί του Αθ. Βαρβούζου. Χειμώνας, λάσπες, δεν είχε γίνει ο καινούργιος δρόμος και το ταξί κόλλησε στις λάσπες, ακριβώς στη διασταύρωση, εκεί πού στρίβει ο δρόμος για το
Ασκητήριο του οσίου Δαβίδ. Κατεβήκανε και θα συνέχιζαν με τα πόδια, όταν πέρασε με μουλάρι ο π. Ιάκωβος, πηγαίνοντας να κοινωνήσει στα Δαμνιά κάποιον ετοιμοθάνατο,
απόσταση τουλάχιστον 6 με 7 χιλιόμετρα από τη Μονή. Η μητέρα ζήτησε να μιλήσει στον π. Ιάκωβο, μα κείνος τις έδειξε «τα Άγια» (τη θεία Κοινωνία), της είπε να κάνει το Σταυρό
της και να πάει στη Μονή, όπου θα επιστρέψει και ο ίδιος. Μητέρα και ταξιτζής περπατήσανε δέκα με δεκαπέντε λεπτά και φτάσανε. Μπήκανε στο ναό, προσκυνήσανε κι έκπληκτοι
βλέπουνε τον π. Ιάκωβο να βγαίνει από το Ιερό!
– Πάτερ Ιάκωβε, δε σε είδαμε πριν λίγο στο δρόμο;
– Ναι, παιδί μου!
– Δεν πήγαινες στα Δαμνιά να κοινωνήσεις ετοιμοθάνατο;
– Ναι, παιδί μου.
– Και πώς πήγες και γύρισες τόσο γρήγορα!
– Αυτά, παιδί μου, είναι του Θεού πράγματα!
(Το διηγήθηκε ο ταξιτζής ενώπιον του επισκόπου.)
Και τα «πράγματα» του Θεού δεν τα συζητούσε. Τα δεχότανε όπως ερχόσανε. Το ίδιο πίστευε για την άσκηση και τη νηστεία. Του ήτανε τελείως αυτονόητα και θεια πράγματα και
τα συνιστούσε θερμά χωρίς να δίνει πολλές εξηγήσεις. Μόνο έλεγε για τη νηστεία ότι είναι η πρώτη εντολή πού έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο.

Πηγή xristianos.gr

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Πατερικές νουθεσίες

  

Επειδή αποκτήσαμε μεταπτωτικά την τρεπτότητα και εύκολα αλλάζουμε ανάλογα με το περιβάλλον μας, είναι ωφέλιμη η προσπάθεια να αποκτήσουμε καλές συνήθειες, που μας συγκρατούν στις πιέσεις των ποικίλων αντιθέσεων του αντιστρατευόμενου νόμου, με τον οποίο η αμαρτία μας παραμόρφωσε. Όταν μας γίνουν συνήθεια οι πρακτικές αρετές για τις οποίες προσπαθούμε, η εγκράτεια, η σιωπή, και όσες έχουν σχέση με την αντίσταση κατά των αισθήσεων και κατά του νόμου της διαστροφής, τότε γίνεται σε μας εύκολος ο τρόπος να κρατούμε το νου με την επίμονη ευχή.

Συνιστούμε την επιμονή στο πρόγραμμα. Με αυτήν αποφεύγεται ο μαρασμός του θείου ζήλου και η επίδραση του ανρητικού περιβάλλοντος, που μας εμποδίζει να κατορθώσουμε το δικό μας στόχο και σκοπό. Η προσοχή στην τήρηση του προγράμματος, όχι μόνο δεν παραδέχεται την έλλειψη (παράλειψη), αλλά αποφεύγει και την υπερβολή, γιατί και τα δύο ταράζουν την ισορροπία. Τότε σβήνει ο ζήλος και η θέρμη, που είναι οι κινητήριες δυνάμεις.

Η πατερική εμπειρία μαρτυρεί ότι την προσεκτική και με ακρίβεια πρακτική ζωή ακολουθούν οι πειρασμοί. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο έλεγχος της γνησιότητας του αγώνα και της «κατά Θεόν» άσκησης. Δεν προκαλούν όμως οι δοκιμασίες, μέσω των ποικίλων πειρασμών, ούτε αποθάρρυνση, ούτε φόβο, ούτε υποχώρηση. Χρειάζεται επιμονή με προσοχή, ώστε ούτε να ξεθαρεύει κάποιος, αλλά και ούτε να φοβάται. Κρατώντας την πίστη, με την οποία η θεία Χάρη τον οδήγησε μέχρι το σημείο αυτό της νόμιμης πάλης, να τα αφήνει όλα στην υπακοή και την εξάρτησή του, από τους πνευματικούς πατέρες.

Αν και πάντοτε για τον αγωνιζόμενο θεωρείται απαραίτητο στοιχείο η προσευχή, ειδικά την ώρα των πειρασμών επιβάλλεται επιτακτικά. Κανένας άλλος τρόπος, όσο η ευχή με αυτομεμψία και ταπείνωση, δεν απομακρύνει την παρουσία των πειρασμών στους οποίους υπάρχει αισθητά η σατανική ενέργεια. «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου, και εξελούμαι σε και δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ',15), λέγει ο ψαλμωδός.

Όπως από την είσοδο των αισθήσεων ανεβαίνει ο θάνατος, κατά τη Γραφή, κατά τον ίδιο τρόπο και η Χάρη απωθείται και αποσύρεται. Ένα σαφέστατο δείγμα αυτής της φθοράς είναι η ακράτεια του στόματος με την πολυλογία. Τι κερδίσαμε με τη φλυαρία σ όλη μας τη ζωή; Ποιος δεν γνωρίζει τη ζημιά, που προκαλούν τα απρόσεκτα λόγια, από τα οποία δημιουργούνται οι παρεξηγήσεις, τα μίση, οι κατηγορίες, οι χωρισμοί των φίλων ή και των συγγενών; Το σπουδαιότερο όμως, είναι η πρόκληση λύπης στο Πνεύμα το Αγιο, που αποστρέφεται την πολυλογία. Δίκαια λέγεται ότι «εκ πολυλογίας ουκ εκφεύξη αμαρτίαν» (Παρ. ι', 19) και πάλι, κατά το ρητό, «κρείσσον πεσείν από ύψους ή πεσείν από γλώσσης».

Συ, ο φιλόθεος και φιλόπονος, στην ψυχή του οποίου μίλησε η Χάρη, και ήδη ασχολείσαι με τη σωτηρία σου, πως θέλεις να δουλεύεις σε δύο κυρίους; «Ακούσομαι τι λαλήσει εν εμοί Κύριος» (Ψαλμ. πδ',8), λέγει ο Δαυΐδ. Αλλά πως θα λαλήσει και σε μας ο κύριος, όταν η γλώσσα και ο νους ταξιδεύει στους ορίζοντες και ανακρίνει τις πράξεις των ανθρώπων;

Ω μακαρία σιωπή, η πύλη της σοφίας και της θεϊκής γνώσης. Το φως του νου και η φωτιά του θείου ζήλου και η ακούραστη φιλοπονία, που προέρχεται απ αυτόν. Δώσε μας, πανάγαθε Κύριε,τη μακαρία σιωπή. Τη στάθμη της προόδου, την οποία και συ κράτησες μπροστά στους άρχοντες αυτού του αιώνα και έδωσες σε μας τη σωτηρία και ανάσταση, ως ο πρώτος και μόνος νικητής του ψεύδους, της υποκρισίας, της φθοράς και του θανάτου.
www.paterikiorthodoxia.gr.
Tags:

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

ΙΩΣΗΦ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ - ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ


 

 

Προς νέον ερωτήσαντα περί προσευχής

(Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού)

Η πράξη της νοεράς προσευχής είναι να βιάσεις τον εαυτό σου να λες συνεχώς την ευχή με το στόμα αδιαλείπτως. Στην αρχή γρήγορα να μην προφθάνει ο νους να σχηματίζει λογισμό μετεωρισμού. Να προσέχεις μόνο στα λόγια: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν αυτό πολυχρονίσει, το συνηθίζει ο νους και το λέει και γλυκαίνεσαι σαν να έχεις μέλι στο στόμα σου και θέλεις όλο να το λες. Αν το αφήνεις στενοχωριέσαι πολύ.

Όταν το συνηθίσει ο νους και χορτάσει -το μάθει καλά- τότε το στέλνει στη καρδιά. Επειδή ο νους είναι ο τροφοδότης της ψυχής και ό,τι καλό ή πονηρό δει ή ακούσει το κατεβάζει στη καρδιά που είναι το κέντρο της σωματικής και πνευματικής δυνάμεως του ανθρώπου, ο θρόνος του νου· όταν ο ευχόμενος κρατά το νου του να μη φαντάζεται τίποτε, αλλά προσέχει μόνο στα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποια βία και θέληση δική του τον κατεβάζει στη καρδιά και τον κρατά μέσα κλεισμένο και λέει με ρυθμό την ευχή:
- «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Στην αρχή λέει μερικές φορές την ευχή και παίρνει μία αναπνοή. Κατόπιν όταν συνηθίσει να παραμένει ο νους στη καρδιά, λέει σε κάθε αναπνοή μία ευχή με τον εξής τρόπο: Λέει το «Κύριε Ιησού Χριστέ» στην εισπνοή και το «ελέησόν με» στην εκπνοή. Αυτό ανήκει στην πρακτική μορφή της ευχής έως ότου επισκιάσει και αρχίσει να ενεργεί η Θεία Χάρη. Εάν αυτό δεν διακοπεί, με την χάρη του Χριστού, ακολουθεί η θεωρία.
Λοιπόν παντού λέγεται η ευχή· και όταν κάθεσαι και στο κρεβάτι και περπατώντας και όρθιος. «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε», λέει ο Απόστολος. Δεν προσεύχεσαι μόνο όταν πλαγιάζεις. Θέλει αγώνα· όρθιος, καθιστός. Όταν κουράζεσαι, κάθεσαι και μετά πάλι όρθιος. Να μη σε πιάνει ο ύπνος.

Αυτά λέγονται «πράξις». Δείχνεις την προαίρεσή σου στο Θεό, όλα δε εξαρτώνται απ’ αυτόν εάν σου δώσει. Χωρίς τον Θεό τίποτε δεν γίνεται. Ο Θεός είναι η αρχή και το τέλος. Η Χάρις του τα πάντα ενεργεί. Αυτή είναι η κινητήρια δύναμη.

Αν θέλεις να βρεις το Θεό, μόνο διά της «ευχής», μη βγάλεις αναπνοή χωρίς την ευχή. Πρόσεχε μόνο να μη δέχεσαι φαντασίες. Γιατί το θείο είναι ανείδεο, αφάνταστο, αχρωμάτιστο. Δεν δέχεται συλλογισμούς. Ενεργεί ως αύρα λεπτή μέσα στις σκέψεις μας.
Εάν μπορέσεις να λέγεις την «ευχή» εκφώνως και συνέχεια, σε δύο-τρεις μήνες τη συνηθίζεις και μετά πλησιάζει η Θεία Χάρη και σε ξεκουράζει. Αρκεί να μη σταματήσεις να την λες με το στόμα, χωρίς διακοπή. Όταν την παραλάβει ο νους τότε θα ξεκουρασθείς χωρίς να τη λες με τη γλώσσα . Όλη η βία είναι στην αρχή, έως ότου γίνει συνήθεια. Κατόπιν θα την έχεις σ’ όλα τα χρόνια της ζωής σου· θα την λέει ο νους χωρίς κόπο. Μόνο κτύπα ευθέως στη θύρα του θείου ελέους και πάντως ο Χριστός μας θα σου ανοίξει· είναι αδύνατον. Αγάπησέ τον πολύ, για να πάρεις πολύ. Εάν αγαπάς το Χριστό πολύ ή λίγο, θα έχεις την ανάλογη ανταπόδοση.

Λέγε ακαταπαύστα την ευχή· με τη γλώσσα και με το νου. Όταν η γλώσσα κουράζεται ας αρχίζη ο νους. Και πάλιν, όταν ο νους βαρύνεται, η γλώσσα. Μόνον να μην παύεις. Κάμνε μετάνοιες πολλές. Να αγρυπνείς τη νύκτα, όσον μπορείς. Και αν ανάψει φλόγα στην καρδιά σου και αγάπη προς το Θεό και ζητείς ησυχία και δεν μπορείς να μείνεις στον κόσμο – διότι μέσα σου ανάβει η ευχή – τότε γράψε μου και έγώ θα σου πω τι θα κάμεις. Εάν πάλι δεν ενεργήσει έτσι η χάρις, άλλα κρατείται ο ζήλος μέχρι του να εφαρμόζεις τις εντολές του Κυρίου προς τον πλησίον, τότε ησύχαζε όπως είσαι, και καλά είσαι μη ζητείς άλλο τίποτε. Τη διαφορά των τριάκοντα, εξήκοντα, εκατόν, θα τη βρεις, όταν διαβάσεις τον Ευεργετινό. Θα βρεις έκεϊ και άλλα πολλά γραμμένα και πολύ θα ωφεληθείς.

Λοιπόν, απαντώ στις άλλες ερωτήσεις σου. Η ευχή έτσι πρέπει να λέγεται με τον ενδιάθετο λόγο. Αλλ’ επειδή στην αρχή δεν την έχει συνηθίσει ο νους, την ξεχνά. Γι’ αυτό την λέγεις, πότε με το στόμα και πότε με το νου. Και αυτό γίνεται μέχρις ότου τη χορτάσει ο νους και γίνει ενέργεια.

Ενέργεια λέγεται εκείνο που, όταν λες την ευχή, αισθάνεσαι μέσα σου χαρά και άγαλλίαση και θέλεις διαρκώς να τη λες. Λοιπόν, όταν παραλάβει ο νους την ευχή και γίνει αυτή η χαρά που σου γράφω, τότε θα λέγεται μέσα σου αδιαλείπτως, χωρίς τη βία τη δική σου. Αυτό λέγεται αίσθησις-ενέργεια- επειδή η χάρις ενεργεί χωρίς τη θέληση του ανθρώπου. Τρώει, περιπατά, κοιμάται, ξυπνά, και μέσα φωνάζει διαρκώς την ευχή. Και έχει ειρήνη, χαρά.
Τώρα, για τις ώρες της προσευχής επειδή είσαι στον κόσμο και έχεις διάφορες μέριμνες,όταν βρίσκεις καιρό κάμνε προσευχή. Άλλα βιάζου συνεχώς να μη αμελήσεις. Για τη “θεωρίαν” που ζητάς, εκεί που είσαι είναι δύσκολο· διότι θέλει απόλυτη ησυχία.

Εγώ αυτό τον καιρό, όλο γράφω σε όσους ρωτούν. Εφέτος ήλθαν από τη Γερμανία μόνο και μόνο να μάθουν για την νοερά προσευχή. Από την Αμερική μου γράφουν με τόση προθυμία. Από το Παρίσι είναι τόσοι, που θερμά ζητούν. Εμείς εδώ στα πόδια μας, γιατί αμελούμε; Μήπως είναι σκάψιμο να φωνάζουμε διαρκώς το όνομα του Χριστού να μας ελεήσει;

Τέλος, επικρατεί και μία σκοτισμένη ιδέα του πειρασμού· ότι, αν λέει κανείς την ευχή, φοβάται μην πλανηθεί· ενώ αυτό είναι πλάνη που λέει.
Οποιος θέλει, ας δοκιμάσει. Και, όταν χρονίσει η ενέργεια της ευχής, θα γίνει Παράδεισος μέσα του. Θα ελευθερωθεί από τα πάθη, θα γίνει άλλος άνθρωπος. Αν δε είναι και στην έρημο, ω! ω! δεν λέγονται τα καλά της ευχής!

(«Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ. Ι.Μ.Φιλοθέου, Αγ. Όρους- αποσπάσματα σε νεοελληνική απόδοση)

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Ο Ευαγγελιστής της Αγάπης και Ηγαπημένος Μαθητής


Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, Απόστολος και Ευαγγελιστής 

Ο Ιωάννης ήταν υιός του Ζεβεδαίου, ο οποίος ήταν ψαράς, και της Σαλώμης, της θυγατέρας του Ιωσήφ, του Μνήστορος της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όταν τον κάλεσε ο Κύριος Ιησούς, παρευθύς ο Ιωάννης άφησε τον πατέρα του και τα δίχτυα του ψαρά και ακολούθησε, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο, τον Χριστό. Από τότε δεν χωρίστηκε πλέον από τον Κύριό του, μέχρι τέλους. Ήταν παρών μαζί με τον Πέτρο και τον Ιάκωβο στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, όπως και στη Μεταμόρφωση του Κυρίου. Κατά τον Μυστικό Δείπνο ο Ιωάννης ανέπεσε στο στήθος του Ιησού.
euaggelioann
 Όταν όλοι οι άλλοι Απόστολοι είχαν εγκαταλείψει τον εσταυρωμένο Κύριο, ο Ιωάννης και η Υπεραγία Θεοτόκος παρέμειναν κάτω από τον Σταυρό. Κατόπιν, υπακούοντας στο θέλημα του Κυρίου, παρέλαβε σαν υιός την Θεοτόκο Μαρία στο σπίτι του και την υπηρετούσε επιμελώς μέχρι την Κοίμησή της.
Μετά από την Κοίμηση της Θεοτόκου, ο Ιωάννης πήγε με τον μαθητή του Πρόχορο στη Μικρά Ασία για να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Στην Έφεσο κυρίως, οπού έζησε, μόχθησε πολύ και μεγαλούργησε. Με το θεόπνευστο κήρυγμα και τα θαύ­ματά του πολλούς μετέστρεψε στη χριστιανική Πίστη και κλόνισε συθέμελα την ειδωλολατρία. Οι οργισμένοι ειδωλολάτρες τον έστειλαν δέσμιο στη Ρώμη για να αντιμετωπίσει τον αυτοκράτορα Δομιτιανό. Αυτός τον βασάνισε ποικιλοτρόπως, αλλά ούτε το πικρό δηλητήριο που του έδω­σαν να πιει, ούτε το βραστό λάδι, μέσα στο οποίο τον έριξαν, κατάφεραν να τον κλονίσουν ή να τον βλάψουν.
Το γεγονός αυτό κατατρόμαξε τον αυτοκράτορα ο οποίος, θεωρώντας τον Ιωάννη αθάνατο, τον εξόρισε στο νησί της Πάτμου. Εκεί ο άγιος Απόστολος Ιωάννης μετέστρεψε πολλούς στην πίστη διά των λόγων και των έργων του και εδραίωσε την Εκκλησία του Θεού. Στην Πάτμο επίσης έγραψε το Ευαγ­γέλιό του και την Αποκάλυψη. Επί βασιλείας του Νέρωνος, ο οποίος έδωσε χάρη σε όλους τους φυλακισμένους, ο Ιωάννης επέστρεψε στην Έφεσο, όπου έζησε για κάποιο χρονικό διά­στημα εδραιώνοντας το έργο που είχε αρχίσει νωρίτερα.
Οι Απόστολοι του Χριστού δεν ομιλούσαν απλώς, αλλά με τα έργα τους επικύρωναν τα λόγια τους. Ο άγιος Κλήμης Αλεξανδρείας διηγείται τα εξής: ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγ­γελιστής είχε βαπτίσει κάπου στη Μικρά Ασία έναν νεαρό, πρώην ειδωλολάτρη, στον οποίον εμπιστεύτηκε τη φροντίδα της τοπικής επισκοπής, ενώ εκείνος έφυγε για να κηρύξει το Ευαγγέλιο. Όμως, κατά την απουσία του Ιωάννη, ο νέος αυτός διεφθάρη και άρχισε να πίνει και να κλέβει· έγινε μέλος μιας συμμορίας ληστών, οι οποίοι δρούσαν στα δάση, επιτιθέμενοι σε ανθρώπους τους οποίους κατέκλεβαν. Όταν μετά από λίγο καιρό επέστρεψε ο Ιωάννης άκουσε από τον επίσκοπο τι είχε συμβεί με το νεαρό. Αμέσως ο Από­στολος, χωρίς να χάσει χρόνο, βρήκε ένα άλογο και οδηγό κι έσπευσε στο δάσος όπου θα συναντούσε τους ληστές.
Ο άγιος, αναζητώντας, τους βρήκε και ήρθε αντιμέτωπος με τον αρχηγό της συμμορίας. Μόλις ο νεαρός αναγνώρισε τον Ιωάννη, έτρεξε αμέσως να κρυφτεί. Παρά την προχωρημένη ηλικία του ο Ιωάννης τον κυνήγησε. Μολονότι γέρων, τον πρόφθασε και τον έπιασε. Ο νεαρός έπεσε στα πόδια του Αποστόλου ντροπιασμένος, αδυνατώντας να τον κοιτάξει κατάματα. Ο Ιωάννης τον αγκάλιασε και τον φίλησε, όπως ο ποιμένας που βρίσκει το χαμένο του πρόβατο. Ο άγιος τον έφερε πίσω στην πόλη και τον βεβαίωσε εκ νέου στην πίστη, στερεώνοντάς τον στην ενάρετη ζωή. Αφού ευαρέστησε τον Θεό με τη ζωή του, ο άνδρας αυτός εισήλθε εν καιρώ στην ανάπαυση του Κυρίου.
Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος ήταν πάνω από εκατό ετών, όταν πήγε στον Κύριο. Τότε οι μαθητές του άνοιξαν τον τάφο και δεν βρήκαν το σώμα του. Στις 8 Μαΐου κάθε έτους αναδυόταν μέσα από τον τάφο του μια λεπτόκοκκη, ευώδης και ιαματική σκόνη.
Μετά από μια πολύμοχθη και καρποφόρο ζωή επί της γης, ο επιστήθιος, αγαπημένος μαθητής του Κυρίου Ιησού Χριστού, ο αληθινός αυτός στύλος της Εκκλησίας, έλαβε την κατοικία του στη χαρά του Κυρίου του.
 
Ύμνος  στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο.

Ο άγιος Ιωάννης, ο Ευαγγελιστής,
υιός Ζεβεδαίου του αλιέως,
νεαρός βλαστός ήταν, όταν συνάντησε
τη θερμουργό αγάπη τον Ιησού.
                            *
Ο πιο πιστός φίλος του Χριστού
αγνή, παρθένος ψυχή,
ψυχή αγνή και αγαπώσα
διορατική, ηρωική.
Αποκάλυψε άρρητες οράσεις,
αίροντας τη σφραγίδα που σφράγιζε την αιωνιότητα.
Ο άγιος Ιωάννης είδε το πεπρωμένο του κόσμου,
από την αρχή μέχρι το τέλος!
                    *
Κήρυξε την Αγάπη
και με Αγάπη πορεύθηκε μέσα στον κόσμο.
Ως τον θρόνο του Υψίστου Θεού
ανυψώθηκε από την Αγάπη.
Σαν όρος χιονοστεφές αυτός, ο υιός της Βροντής,
ο φοβερός προφήτης,
αλλά και πράος και ταπεινός τη καρδία.
                                                *
Ω Ιωάννη, ουρανοφάντορ και μυστολέκτα των αρρήτων,
βροντόλαλε άγιε Θεολόγε,
δέξου τις μικρές ικεσίες μας
προς τον μεγάλο Φίλο σου και Σωτήρα ημών!
                  *
Έγγισέ μας σ’ Αυτόν,
τον παντοδύναμο Θεό, τον γλυκύτατο Ιησού.
Και, παρότι ανάξιοι για να γείρουμε στο στήθος Του,
τουλάχιστον, επιστήθιε φίλε Αυτού,
φέρε μας εγγύτερα στα πόδια Του!
 
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ο Πρόλογος της Αχρίδος, Σεπτέμβριος, εκδ. Άθως, σ. 238-242)