Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Η αγάπη του Θεού και η ελευθερία του ανθρώπου

  



Η αγάπη του Θεού και η ελευθερία του ανθρώπου
                                                                           π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Το Ευαγγέλιο της Κυριακής της Σταυροπροσκύνησης, στη μέση της Μ. Σαρακοστής, θα παραμένει πάντα η πρόσκληση για ανταπόκριση στη θεϊκή αγάπη. Καθώς ο Σταυρός του Κυρίου θα υψώνεται στο μέσο του ναού, ως βεβαίωση της μέχρι θανάτου θυσίας του Υιού του Θεού, ο Λόγος Του θα προσκαλεί για ελεύθερη άρση του δικού μας σταυρού ως έκφραση της αγάπης μας προς Εκείνον.
Αυτό το «ὅστις θέλει» δείχνει τη μεγάλη αξία του κάθε ανθρώπου, που ως εικόνα Θεού έχει, ως δώρο, μεταξύ των άλλων, την ελευθερία. Κανείς δε μπορεί να τον αναγκάσει, να εκβιάσει τον ιδιαίτερο χώρο της καρδιάς του, να τον κάνει να θέλει. Μπορεί να στερήσει τις εκδηλώσεις της ελευθερίας του, όπως τις κινήσεις, τα λόγια, τη συμπεριφορά του, όχι όμως τη θέλησή του.
Το δώρο της ελευθερίας, δοσμένο από το Θεό της αγάπης και της όντως ελευθερίας, καθορίζει τον κόπο, την επιθυμία, την άσκηση, που θα μας οδηγήσουν στην ένωση μαζί Του. Αγάπη χωρίς την ελευθερία δεν υπάρχει. Γιατί η αγάπη, που στηρίζεται στην ελευθερία, οδηγεί στη σχέση με το Θεό και με τους ανθρώπους.
Στους βίους των αγίων, παλαιοτέρων και συγχρόνων, παρατηρούμε να γίνεται προσπάθεια και αγώνας, κάποτε υπεράνθρωπος. Τι άλλο δείχνει αυτό παρά την ελεύθερη θέλησή τους ν’ αγαπήσουν το Θεό της καρδίας τους; Κι αν μας κυριαρχεί η αδιαφορία και η αδυναμία να κάνουμε κάτι, τι άλλο δείχνει παρά τη ψυχρότητα της αγάπης μας; Έτσι, το δώρο της ελευθερίας μας γίνεται το κριτήριο που οδηγεί στην ένωση με το Θεό ή την απομάκρυνσή μας, δηλαδή τον παραδείσο ή την κόλασή μας. Η αδυναμία και η ασθένειά μας υπερβαίνονται με τη Χάρη, που έρχεται δυναμικά σε όσους την καλούν καταθέτοντας τη θέλησή τους για προσπάθεια.
Ο Θεός του Χριστιανισμού, «ὁ Θεός τῶν πατέρων ἡμῶν», δεν είναι ο κυρίαρχος των ανθρώπων, δίκη δικτάτορα, αλλά ο «πάσχων», ο Εσταυρωμένος, ο προσκαλών τον άνθρωπο εν ελευθερία. Μια ελευθερία, βέβαια, που δύσκολα κατανοείται από τη λογική μας και μάλλον παρεξηγείται ως αδυναμία ή αδιαφορία. Επηρεαζόμενοι από την ανθρώπινη συμπεριφορά, αδυνατούμε να δούμε πίσω από την ελευθερία το σεβασμό του προσώπου και την αγάπη.
Αρχίζοντας να δημιουργούμε σχέση μαζί Του, με την προσευχή, τη μυστηριακή ζωή και την τήρηση των εντολών Του, κατανοούμε το «φοβερό της ελευθερίας», κατά το Γέροντα Σωφρόνιο του Essex, αλλά και το μεγαλείο της αγάπης Του. Ο άνθρωπος στέκεται απέναντι στο Θεό του ως «ίσος προς ίσον», δεχόμενος να ζήσει τη ζωή Του ως ζωή του ή αρνούμενος να το κάνει. Ο Θεός του δεν τον εκδικείται για την άρνησή του ούτε τον απειλεί για τα επακόλουθα, παρά μόνο αναμένει την ώρα που τα γεγονότα της ζωής θα οδηγήσουν τον άνθρωπο κοντά Του και Αυτός θα χαρεί την επιστροφή του αγαπημένου.
Τελικά, το «ὅστις θέλει» γίνεται το «παρακάλιο του Θεού» που ζητιανεύει την αγάπη μας ακολουθώντας Τον «ὅπου ἄν ὑπάγῃ». Τότε κατανοούμεν ότι το «ὅστις θέλει», από την πλευρά μας, γίνεται άρνηση του εαυτού μας και άρση του σταυρού μας – καταστάσεις επώδυνες και «θανατηφόρες».
Η συμπόρευση Χριστού και χριστιανού είναι στην ουσία συσταύρωση και συνανάσταση, Γολγοθάς και «κενό μνημείο». «Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς συμπορευθῶμεν Αὐτῷ …»

"Ο Κύριός μου και ο Θεός μου"!

   


«Ο Κύριός μου και ο Θεός μου»!
π. Ανδρέα Αγαθοκλέους
Τελικά, εκεί που ταλαιπωρείσαι με τα ερωτήματα για την αλήθεια της ύπαρξης, της παρουσίας και της αγάπης Του, έρχεται Εκείνος και τα διαλύει όλα, όπως την αγκαλιά των ερωτευμένων. «Νυμφίος γάρ ἐστι»…
Ποια λογική και ποια επιχειρήματα μπορούν να σταθούν μπροστά στη Χάρη που βιώνει η καρδιά, όταν θελήσει να έλθει και μάλιστα, κάποτε, σε τόπον άνυδρον, άψυχον και ακατάστατον;
Παραθέτουν (και καλά κάνουν όσοι μπορούν να το κάνουν) «αποδείξεις περί Αναστάσεως του Χριστού». Όσοι όμως πειστήκαν και αλλάξαν την πορεία της ζωής τους, δεν το έκαναν γιατί κάποιος τους έπεισε με τα λόγια του, αλλά γιατί οι ίδιοι μέσα τους βεβαιωθήκαν ότι «Ανέστη ο Κύριος όντως», αρχίζοντας ίσως να ψάχνουν από όσα άκουσαν από άλλους.
Η περίπτωση του Αποστόλου Θωμά θα σηματοδοτεί την ανθρώπινη ταλαιπωρία που αναζητά να συναντήσει το Θεό της καρδιάς, στηριγμένος στο «ἐάν μή ἴδω ἐν ταῖς χερσίν αὐτοῦ τόν τύπον τῶν ἥλων, καί βάλω τόν δάκτυλόν μου εἰς τόν τύπον τῶν ἥλων καί βάλω τήν χεῖρα μου εἰς τήν πλευράν αὐτοῦ, οὐ μή πιστεύσω» (Ιω. 20,25). Αλλά συγχρόνως, θα μας υποδεικνύει πως ο Θεός μας έρχεται ακόμα και για ένα άνθρωπο που αληθινά Τον αναζητά, έστω και με λάθος τρόπο.
Η αποκάλυψη του Αναστάντος κι όχι η ανακάλυψη του ανθρώπου οδηγεί στην πίστη ως σχέση. Γιατί, ποια σημασία μπορεί να έχει η λογική αποδοχή της ύπαρξης του Θεού αν η καρδιά δεν αισθανθεί την παρουσία και την αγάπη Του; Κι αν την αισθανθεί, ποια σημασία έχουν τα λογικά επιχειρήματα;
Αυτό το «ο Κύριός μου και ο Θεός μου!», καταργεί όλες τις απαιτήσεις του μυαλού και βεβαιώνεται μεγαλόπρεπα η πίστη ως βεβαιότητα προσωπικής σχέσης μαζί Του.
Όσα και να ακούσει κανείς από άλλους που Τον είδαν και Τον άκουσαν και Τον ψηλάφησαν (Α΄ Ιω. 1,1) σίγουρα η προσωπική εμπειρία δεν συγκρίνεται. Όχι για να πειστεί η λογική ούτε ως ευκαιρία καύχησης, αλλά ως σιγουριά της γνώσης της αγάπης Του. Τότε ξέρεις χωρίς να πειστείς και απαντούνται τα ερωτήματα χωρίς απάντηση. Αποδέχεσαι το δικό σου σταυρό χωρίς παράπονο, αισθανόμενος ότι Αυτός που σε αγαπά «μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού», δεν θα σε εγκαταλείψει, αλλά σου ετοιμάζει την προσωπική σου ανάσταση.
Ο Θωμάς δέχτηκε την προσωπική αποκάλυψη του Αναστάντος Κυρίου του στη σύναξη των αδελφών του αποστόλων. Στη σύναξη των αδελφών μας, μέσα στην Εκκλησία ως σχέση με τους άλλους κι όχι απορρίπτοντάς τους, με τρόπο, για μια ατομική σωτηρία, θα μας αποκαλυφθεί ο Χριστός, ως κεφαλή της Εκκλησίας. Γιατί το ατομικό είναι εγωιστικό. Το προσωπικό δείχνει την ιδιαιτερότητα του προσώπου. Κι ως πρόσωπα μας αποκαλύπτεται με τρόπο προσωπικό, δηλαδή ξεχωριστό και μοναδικό, κατανοητό στον καθένα.
Τότε δέχεσαι την αποκάλυψή Του ως έκφραση της προσωπικής Του αγάπης, συντρίβεσαι και ανορθώνεσαι και ομολογείς με όλη την ύπαρξή σου «ο Κύριός μου και ο Θεός μου»!

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη επαληθεύεται...Βρετανία: βάζουν στα νεογέννητα barcode

Η είδηση δεν είναι νέα έχουν προηγηθεί σε πολλά μέρη του κόσμου παρόμοια φαινόμενα όπως για παράδειγμα ένα χρόνο πριν στην Αργεντινή και στην Βρετανία βεβαίως απ΄όπου προέρχεται και η σημερινή ανάρτηση .

«Και υποχρέωσε όλους, μικρούς και μεγάλους, πλούσιους και πτωχούς, ελεύθερους και δούλους, να έχουν ένα χάραγμα εις το δεξί τους χέρι ή εις το μέτωπόν τους, ώστε να μην μπορεί κανείς να αγοράσει ή να πωλήσει παρά εκείνος που θα έχει το χάραγμα, το όνομα του θηρίου ή τον αριθμό του ονόματος του. (Αποκάλυψη 13:16,17)…»

Όποιος προσκυνεί το θηρίο και την εικόνα του και λαμβάνει χάραγμα εις το μέτωπό του ή εις το χέρι του, θα πιει και αυτός από το κρασί του θυμού του Θεού που, ανόθευτο, περιέχεται εις το ποτήρι της οργής Του, και θα βασανισθεί με φωτιά και θειάφι εμπρός εις τους άγιους αγγέλους και εμπρός εις το Αρνίον. Και ο καπνός του βασανισμού των θα ανεβαίνει εις αιώνας αιώνων και δεν θα έχουν ανάπαυσιν ημέρα και νύκτα όσοι προσκυνούν το θηρίον και την εικόνα του και όποιος λαμβάνει το χάραγμα του ονόματός του. Εδώ θα φανεί η υπομονή των αγίων οι οποίοι τηρούν τας εντολάς του Θεού και την πίστιν εις τον Ιησού. (Αποκάλυψη 14:9-12)

Δημοσίευμα από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ" 23-4-2010
Βραχιολάκια με barcode, αντί του ονόματος των γονέων, αποφάσισαν να φορούν σε όλα τα νεογέννητα
στο Νοσοκομείο Kettering General Hospital στη Βρετανία. «Τα γράμματα είναι αρκετές φορές δυσανάγνωστα και συχνά συμβαίνουν σφάλματα», εξηγούν οι υπεύθυνοι. Έτσι, εκτυπώνουν τρία ίδια barcode, όπου το ένα προορίζεται για μία κορδέλα που τοποθετείται στο βραχίονα του παιδιού, το άλλο για τα φιαλίδια με τις εξετάσεις αίματος και το τρίτο και για το βιβλιάριο του παιδιού, που παραλαμβάνουν οι γονείς κατά την έξοδό τους από το μαιευτήριο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Εθνικό Κέντρο Ασφάλειας Ασθενών της Βρετανίας, το ΕΣΥ αναμένεται να προωθήσει το barcode ως σύστημα ασφαλείας σε όλα τα μαιευτήρια της χώρας.

ΤΑ ΝΕΑ
greeknation.blogspot.com

Το ΕΙΝΑΙ

stelios   
Αναρτήθηκε από:
Κατηγορία: Κείμενα
Το ΕΙΝΑΙ είναι ενέργεια, λειτουργία, αντίληψη, φαινόμενο. Είναι ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ, δεν είναι κάποια «ουσία». Το ΕΙΝΑΙ ταυτίζεται με το ΝΟΕΙΝ, με το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ, με το ΛΟΓΙΖΕΣΘΑΙ, με την ΕΠΙΓΝΩΣΗ, με την Αντίληψη της Ύπαρξης. Το ΝΟΕΙΝ, ο ΛΟΓΟΣ, η Επίγνωση της Ύπαρξης, ταυτίζεται με την Αντίληψη του ΕΛΛΟΓΟΥ, του ΑΛΗΘΟΥΣ, του ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ. Το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ, σε αυτή την Καθαρή Μορφή του, δεν έχει περιεχόμενο… Ή αλλιώς, το περιεχόμενό του είναι χωρίς προσδιορισμούς: το Κενό, το τίποτα (το ΕΙΝΑΙ και το Μηδέν ταυτίζονται). Το ΕΙΝΑΙ, το ΝΟΕΙΝ, το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ θεωρείται κάτι «Άυλο», Αιώνιο, Απροσδιόριστο, Άπειρο, πέρα από τον χώρο και τον χρόνο κ.λπ. Σε αυτή την κατάσταση ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ και ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ είναι το ίδιο. Το ΕΙΝΑΙ εδώ έχει απόλυτα «υπαρκτική» έννοια. Το ΕΙΝΑΙ υπό αυτή την έννοια είναι το ΟΛΟΝ.
ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΕΔΙΑ ΤΗΣ ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ
Όταν το ΝΟΕΙΝ, ο ΛΟΓΟΣ, διαφοροποιείται επεξεργαζόμενος την αντίληψη του ΕΙΝΑΙ, αυτή η Νοητική Δραστηριότητα αποτελεί μία δευτερεύουσα σύλληψη του ΕΙΝΑΙ, ένα αντικαθρέφτισμα του ΕΙΝΑΙ. Όταν το ΝΟΕΙΝ δημιουργεί το Καθολικό Είναι, τότε ενοικεί σε Αυτό, σε όλο τον χώρο του. Σε αυτή την περίπτωση το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ φαίνεται να έχει υποστεί μεταβολή καθώς περιορίζεται σε σχετικό χώρο, αλλά ταυτόχρονα ταυτίζεται με τον αντικειμενικό χώρο. Αυτή είναι κατάσταση διαφορετική από το ΕΙΝΑΙ: ένα άλλο Πεδίο Ύπαρξης που ονομάζεται Πεδίο του Λόγου. Πρόκειται για προβολή του ΕΙΝΑΙ μέσα στο σχετικό. Είναι μία πραγματική κατάσταση από την άποψη του ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ αλλά όχι διαφορετική από οντολογική άποψη. Πρόκειται δηλαδή για ψευδαίσθηση. Αυτή είναι η Παγκόσμια Αυταπάτη.
Το ΝΟΕΙΝ, ο ΛΟΓΟΣ, ως Νοητική Δραστηριότητα που παράγει το Καθολικό Είναι και ενοικεί σε Αυτό, ονομάζεται Κοσμικός, Δημιουργικός Λόγος, Κοσμική Νόηση, Νόηση. Ο Κοσμικός Λόγος είναι Υποκείμενο και Αντικείμενο μαζί. Το Υποκείμενο σε αυτή την περίπτωση είναι όχι Ουσία ή Υπόσταση αλλά μόνο τρόπος αντίληψης. Θα ήταν πιο σωστό αντί για Υποκείμενο, που παραπέμπει σε κάποια υπόσταση, να λέμε Υποκειμενική Αντίληψη. Αυτή η Νοητική Σύλληψη του ΕΙΝΑΙ (Είναι, Καθολικό Είναι) αποτελεί το Υπόβαθρο και το πλαίσιο κάθε περαιτέρω επεξεργασίας από την οποία προκύπτει η ποικιλία των νοητικών φαινομένων.
Αυτή η Υποκειμενική Δραστηριότητα είναι μία εσωτερική δραστηριότητα που διαφοροποιείται ανάλογα με την θέση που υιοθετεί το Υποκείμενο σε σχέση με το αντικείμενο. Υπάρχουν τρεις βαθμίδες σε αυτή την εσωτερική δραστηριότητα.
1) Όταν το Υποκείμενο συλλαμβάνει απλώς το ΕΙΝΑΙ, επειδή δεν υπάρχουν ιδιώματα αντιλαμβάνεται την ύπαρξη ως κενότητα (Συνείδηση κενή – Παγκόσμια Ενότητα).
2) Όταν το Υποκείμενο αποδίδει στην ύπαρξη την έννοια της ύπαρξης, του απείρου, κ.λπ. αντιλαμβάνεται ότι είναι μία παγκόσμια ύπαρξη (Συνείδηση άπειρη όπου υποκείμενο και αντικείμενο ταυτίζονται: Παγκόσμια Συνείδηση).
3) Όταν το ΝΟΕΙΝ σε Νοητική Δραστηριότητα -που αποτελεί ένα πεδίο ύπαρξης μέσα στο σχετικό, ένα παγκόσμιο πεδίο, ομοιογενές (νοητικός κόσμος)- συμπυκνώνεται σε ένα σημείο, εντοπίζεται χωρικά, τότε δημιουργείται η αντίληψη ενός ατομικού είναι, ενός εγώ μέσα στον αντικειμενικό χώρο. Εδώ υποκείμενο και αντικείμενο διαχωρίζονται. Στην πραγματικότητα το Παγκόσμιο και το ατομικό είναι το ίδιο. Το ατομικό είναι μία χωρική προβολή του Παγκόσμιου. Το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ μπορεί να αντιλαμβάνεται και το Παγκόσμιο και το ατομικό ταυτόχρονα. Αυτό μπορεί να επαναληφθεί ξανά και ξανά κι έτσι προκύπτουν πολλά εγώ. Έτσι προκύπτει η πολλαπλότητα. Στην πραγματικότητα όλα αυτά τα εγώ είναι το Ίδιο το Παγκόσμιο που ενοικεί μέσα στον αντικειμενικό νοητικό κόσμο. Τα υποκείμενα δεν αναφέρονται σε υποστάσεις αλλά μόνο σε υποκειμενικές δραστηριότητες. (Ευρύτερη συνείδηση, εγώ που απλώνεται σε όλο τον χώρο – Παγκόσμιο Εγώ).
Στην πραγματικότητα το ΕΙΝΑΙ (ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ) είναι το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ, το Υπόβαθρο κάθε αντίληψης. Οι υποκειμενικές αντιλήψεις είναι μόνο δραστηριότητες (το Παγκόσμιο, το ατομικό και οι κάθε είδους ατομικές εμπειρίες είναι μόνο δραστηριότητες). Το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ λοιπόν μπορεί να ενοικεί είτε στο ΕΙΝΑΙ, είτε στις διάφορες υποκειμενικές δραστηριότητες. Είμαστε αυτό το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνουμε. Μπορούμε από την ατομική αντίληψη (εγώ), να ανυψωθούμε στο Παγκόσμιο, και πέραν όλων στο ΕΙΝΑΙ, είτε μπορούμε να απορροφηθούμε στο εγώ και να βιώσουμε μία ατομική ύπαρξη μέσα στον νοητικό κόσμο. Έτσι δημιουργείται ένα νέο πεδίο ύπαρξης που ονομάζεται Νοητικό Πεδίο. Το εγώ επειδή εντοπίζεται σε ένα σημείο κι έχει περιορισμένη αντιληπτική δυνατότητα, έχει μορφή περίπου σφαιρική. Η ύπαρξη μέσα στον νοητικό κόσμο συνίσταται σε νοητική δραστηριότητα που διαφοροποιείται ανάλογα με τον προσανατολισμό της.
1) Το υποκείμενο διακρίνεται κατ’ αρχήν από τον αντικειμενικό νοητικό κόσμο, αλλά, άδειο στην πραγματικότητα, ορά, θεωρεί τα αντικειμενικά νοητικά φαινόμενα που εκδηλώνονται στα πλαίσια του Καθολικού Είναι (ιδέες). Τα ανακαλύπτει σιγά-σιγά, σαν να είναι επίσης μέσα του και έτσι προσανατολίζεται στον νοητικό κόσμο. (Αυτή η δραστηριότητα ονομάζεται νόηση και δημιουργεί μία προσωπική αντίληψη της ύπαρξής μας και του κόσμου).
2) Σιγά σιγά η εικόνα του αντικειμενικού νοητικού κόσμου συμπληρώνεται, σταθεροποιούνται τα νοητικά φαινόμενα κι έτσι μπορούν να συσχετιστούν και να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα. (Αυτή η δραστηριότητα ονομάζεται διανόηση και δημιουργεί μία προσωπική κατεύθυνση μέσα στον κόσμο).
3) Η αντίληψη του κόσμου ολοκληρώνεται. Το υποκείμενο έχει εννοιοποιήσει όλα τα νοητικά φαινόμενα τα οποία είναι ταυτόχρονα αντικειμενικά. Με βάση την μνήμη μπορεί τώρα και αναγνωρίζει τα αντικειμενικά νοητικά φαινόμενα. (Αυτή η δραστηριότητα ονομάζεται αντίληψη και συνιστά την προσωπική ζωή στον νοητικό κόσμο)
Όταν το ΝΟΕΙΝ απορροφιέται στο Νοητικό Πεδίο, δημιουργείται το φαινόμενο της Ενδυνάμωσης. Η νοητική δραστηριότητα αποκτά έτσι ένα Δυναμικό Πεδίο και μαζί κάθε νοητικό φαινόμενο αποκτά το δικό του δυναμικό πεδίο, αποκτά δηλαδή ελκτική-απωθητική δύναμη. Έτσι δημιουργείται ένα νέο πεδίο ύπαρξης που ονομάζεται Δυναμικό Πεδίο. Σε αυτό το Δυναμικό Πεδίο τα ατομικά όντα που προβάλλονται σε αυτό διαθέτουν εξασθενημένη εσωτερική νοητικότητα και εξωτερικές νοητικές λειτουργίες προσαρμοσμένες στις συνθήκες του Πεδίου, μέσα σε ένα δυναμικό σώμα που κατά το πρότυπο του νοητικού σώματος έχει περίπου σφαιρική μορφή, νοιώθουν να έλκονται ή να απωθούνται από τα ενδυναμωμένα νοητικά φαινόμενα, τα δυναμικά φαινόμενα κι έτσι προκύπτουν νέες εξωτερικές λειτουργίες.
1) Συναίσθηση, προσανατολισμός μέσα στον δυναμικό κόσμο
2) Βούληση, Κατεύθυνση μέσα στον δυναμικό κόσμο.
3) Αίσθηση, στενότερη επαφή με τα δυναμικά φαινόμενα.
Όταν το ΝΟΕΙΝ απορροφάται στο Δυναμικό Πεδίο, στον δυναμικό κόσμο, δημιουργείται το φαινόμενο της εξαντικειμενίκευσης. Το Καθολικό Είναι που έχει ένα Δυναμικό Πεδίο αποκτά ένα παγκόσμιο ενεργειακο-υλικό πεδίο που η διαφοροποίησή του δημιουργεί το υλικό σύμπαν. Τα ατομικά όντα από το δυναμικό πεδίο που στρέφονται προς το υλικό πεδίο νοιώθουν ότι ενσαρκώνονται μέσα σε αυτό, μέσα σε ένα υλικό σώμα. Τα ατομικά όντα στο υλικό πεδίο διαθέτουν ακόμα πιο εξασθενημένη εσωτερική νοητικότητα και εξωτερικές νοητικές λειτουργίες προσαρμοσμένες στις συνθήκες του Πεδίου και εξασθενημένη εξωτερική δυναμικότητα. Βιώνουν την ύπαρξη στο υλικό πεδίο μέσα από ένα υλικό σώμα. Η εξωτερική, σωματική εμπειρία διαφοροποιείται ανάλογα με τον προσανατολισμό της, και έχουμε:
1) Εγκλιματισμό και αντίληψη του περιβάλλοντος μέσω του σώματος.
2) Συναλλαγή με το περιβάλλον.
3) Υλική εμπειρία.
ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο το ΝΟΕΙΝ, όλοι οι κόσμοι είναι νοητικές συλλήψεις. Υπάρχει μόνο νοητική εμπειρία. Το Καθολικό Είναι αποτελεί καθαρή αντίληψη του ΕΙΝΑΙ. Το Νοητικό Πεδίο αποτελεί ατομική, νοητική σύλληψη του Καθολικού Είναι. Το Δυναμικό Πεδίο και το ενεργειακό-υλικό πεδίο είναι απλά διαστάσεις του Καθολικού Είναι και βρίσκονται στον ίδιο χώρο (δεν συγχέονται επειδή έχουν διαφορετική νοητική υφή, συχνότητα).
Στην πραγματικότητα το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ δεν αποχωρίζεται ποτέ από το ΕΙΝΑΙ, αλλά βυθίζεται σε μία υποκειμενική διαφοροποίηση και έχει εμπειρία άλλων τρόπων ύπαρξης σε διάφορες διαστάσεις του Καθολικού Είναι. Το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ που απορροφάται σε αυτές τις δραστηριότητες τις αντιλαμβάνεται σαν κάτι διαφορετικό και έχει την αντίληψη ότι ζει σε διαφορετικούς κόσμους.
Σε τελευταία ανάλυση λοιπόν η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ. Όλες οι συνειδησιακές καταστάσεις μέσα στους σχετικούς κόσμους, είναι όχι υποστατικές αλλά μόνο αντιληπτικές καταστάσεις. Έτσι λοιπόν μιλάμε για ΜΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, ή για «Συνείδηση σε Πλήρη Εγρήγορση» και συνείδηση μη-διακρίνουσα, ή για Συνείδηση Ελεύθερη, Φωτισμένη και συνείδηση περιορισμένη, κ.λπ., έχοντας πάντα υπ’ όψιν ότι μιλάμε για αντιληπτικές καταστάσεις.
Το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ σε οποιοδήποτε πεδίο ύπαρξης κι αν εκδηλώνεται, ταυτίζεται με το ΕΙΝΑΙ. Μπορεί να το αντιλαμβάνεται αυτό ή μπορεί να θεωρεί το ΕΙΝΑΙ ως το ΟΛΟΝ του οποίου είναι μέρος. Για να ανυψωθεί το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ ως το ΕΙΝΑΙ θα πρέπει να ξεπεράσει τις διάφορες νοητικές λειτουργίες που το βυθίζουν στην αυταπάτη μίας ξεχωριστής ζωής. Η πραγμάτωση σε κατώτερο πεδίο απελευθερώνει το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ από αυτό το πεδίο, αλλά η εξέλιξη συνεχίζεται στα ανώτερα πεδία μέχρι να φτάσει στο ΕΙΝΑΙ, στο Πεδίο του ΕΙΝΑΙ.
Η δραστηριότητα του ΝΟΕΙΝ (ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ) διαμορφώνεται σε τέσσερις κύριες λειτουργίες (κάθε μία από τις οποίες ολοκληρώνεται σε τρεις φάσεις). Μέσω αυτής της δραστηριότητας το ΝΟΕΙΝ, ο ΛΟΓΟΣ εξωτερικεύει το περιεχόμενό Του σε:
1) Καθαρή αντίληψη του Είναι (Εσωτερική Νόηση, Νοητικός Πυρήνας)
2) Νοητικό κόσμο (Εξωτερική Νόηση)
3) Αποκρυστάλλωση της αντίληψης του Είναι (Εξωτερικός Δυναμισμός )
4) Εξαντικειμενίκευση (υλοποίηση) του Είναι (Εξωτερική Ενέργεια – Υλοποίηση της Νόησης).
Έτσι το ΝΟΕΙΝ, ο ΛΟΓΟΣ, από την εσωτερική αντίληψη πορεύεται σε τέσσερις φάσεις στην υλοποίηση. Τα πεδία δραστηριότητας του ΛΟΓΟΥ γίνονται αντιληπτά ως πεδία εκδήλωσης, τόποι εμπειρίας, χώροι, κόσμοι, κ.λπ. Είναι πεδία φαινομένων (ή πιο σωστά αλληλεξαρτώμενων φαινομένων που ρέουν συνεχώς). Είναι λειτουργικά φαινόμενα και όχι σταθεροί κόσμοι από κάποια ουσία. Η αντίληψη της ουσίας είναι εσφαλμένη. (Καταχρηστικά μιλάμε για Ουσία: νοητική, αιθέρια ή υλική).
Το ΝΟΕΙΝ, ο ΛΟΓΟΣ, με την Δραστηριότητά Του δημιουργεί τρόπους αντίληψης της ύπαρξης, νοητές εκτάσεις, χώρους ύπαρξης, τόπους εμπειρίας. Η γνώση που θεμελιώνεται από το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ, το Υποκείμενο, όταν λειτουργεί μέσα σε αυτές τις καταστάσεις δεν είναι παρά μια προσδιορισμένη από την κατάσταση ερμηνεία της ύπαρξης: μια προσωρινή ερμηνεία και όχι απόλυτη αλήθεια. Σε κάθε κατάσταση η Συνείδηση έχει πλήρη ερμηνεία της ύπαρξης, αλλά όχι τελική.
«ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ» ονομάζουμε το σύνολο των συστηματικών γνώσεων (παράδοση) που αναφέρονται:
1) στο ΕΙΝΑΙ, που είναι Ενέργεια, ΝΟΕΙΝ, ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ, κι όχι κάποια ουσία, (αίτιο της Ύπαρξης).
2) στην δραστηριότητα και τους χώρους δραστηριότητας του ΝΟΕΙΝ.
3) στην ποικιλία των φαινομένων, υποκειμενικών και αντικειμενικών
4) και τον τελικό σκοπό της Ύπαρξης.
Όταν το ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ αντιλαμβάνεται πλήρως, τότε δεν υπάρχει παρά ΣΥΝΕΙΔΕΝΑΙ.
Όταν η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ (το Υποκείμενο, παγκόσμιο και ατομικό) δεν αντιλαμβάνεται τον Εαυτό Της αλλά βρίσκεται σε Δραστηριότητα, τότε περνά από διάφορα στάδια δραστηριότητας, απορρόφησης στην δραστηριότητα.
Όταν βρίσκεται στο Πρώτο Στάδιο της Δραστηριότητας Της, της λειτουργίας Της, της Εσωτερικής Νόησης, τότε δεν αντιλαμβάνεται τον Εαυτό Της αλλά απορροφάται στο νοητικό περιεχόμενό Της. Και ανάλογα με την φάση δραστηριότητας στην οποία βρίσκεται, υιοθετεί μια διαφορετική αντίληψη για την πραγματικότητα.
1) Η ύπαρξη είναι Κενότητα
2) Η Συνείδηση είναι άπειρη
3) Η Συνείδηση είναι Ευρύτερη ενός κέντρου και απλώνεται σε όλο τον χώρο
Όταν η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ βρίσκεται στο Δεύτερο Στάδιο της Δραστηριότητάς Της, της λειτουργίας Της, της Εξωτερικής Νόησης, ανάλογα με την φάση δραστηριότητας στην οποία βρίσκεται, υιοθετεί διαφορετική αντίληψη για την πραγματικότητα.
1) Όταν λειτουργεί ως καθαρή νόηση (ενορατική γνώση, αντίληψη) τότε θεωρεί ότι όλα είναι δημιουργήματα της Νόησης.
2) Όταν λειτουργεί ως Σκεπτοδιαδικασία θεωρεί ότι όλα είναι αντικείμενα της Νόησης.
3) Όταν λειτουργεί ως Αντίληψη θεωρεί ότι όλα είναι ανεξάρτητα της Νόησης.
Όταν η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ που δραστηριοποιείται στο Νοητικό Πεδίο χάνει, λόγω της απορρόφησή της στην δραστηριότητά της, την ικανότητα να διαπλάθει την νοητική δραστηριότητα και αντιμετωπίζει τα νοητικά αντικείμενα σαν ανεξάρτητα της δικής της δράσης φαινόμενα, τότε, στην προσπάθειά της να ελέγξει την πραγματικότητα, ενδυναμώνει τα νοητικά αντικείμενα, τα φορτίζει με ενέργεια. Η μετάβαση από το πεδίο δραστηριότητάς της στο άλλο ενώ είναι ομαλή σε παγκόσμια κλίμακα, τα όντα μεταβαίνουν από το ένα πεδίο στο άλλο με διαφορετικό τρόπο, με την «προβολή στο δυναμικό πεδίο» (υπάρχει δηλαδή μία ασυνέχεια στην εκδήλωση της συνείδησης).
Στο Δυναμικό Πεδίο η συνείδηση θεωρεί την πραγματικότητα ως δημιούργημα μία ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ που με πρότυπο νοητικό κόσμο θεμελιώνει, οργανώνει και συντηρεί τον δυναμικό κόσμο. Ο Δυναμικός Κόσμος λοιπόν θεωρείται ως αντανάκλαση του νοητικού. Ανάλογα με την φάση της δυναμικής δραστηριότητας στην οποία βρίσκεται η συνείδηση, μπορεί να ελέγχει τα δυναμικά αντικείμενα (να τα θεωρεί δημιουργήματά της), να τα θεωρεί σαν «αντικείμενα» ή σαν ανεξάρτητα φαινόμενα.
Ο Δυναμικός Κόσμος θεωρείται επίσης ως ο μέσος όρος που μεταφέρει το νοητικό πρότυπο στο υλικό πεδίο. Έτσι ο Δυναμικός Κόσμος, η Απόκρυφη Φύση, θεωρείται αιτία του υλικού κόσμου. Όλα αυτά, η δυναμική δραστηριότητα και η από αυτήν απορρέουσα εξαντικειμενίκευση, η υλοποίηση της ενέργειας, θεωρούνται δραστηριότητες, καταστάσεις, φαινόμενα. Δεν υπάρχει υλική ουσία.
Η συνείδηση σε αυτό το πεδίο προσπαθεί να ερμηνεύσει την προέλευση των κόσμων.
Σε αυτή την κατάσταση η ύπαρξη μελετάται στο κεφάλαιο «ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ- ΤΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΠΕΔΙΟ».
Όταν η Συνείδηση αντιλαμβάνεται μέσω της υλικής νόησης, θεωρεί είτε ότι είναι ταυτόσημη με το Απόλυτο, είτε ότι είναι σε σχέση με το Απόλυτο, και αντιλαμβάνεται ότι όλα είναι είτε δημιουργήματα της ενέργειας, είτε αντικείμενα, είτε ανεξάρτητα.
Σε αυτή την κατάσταση η ύπαρξη μελετάται στο κεφάλαιο «ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ-Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ».
Η ΑΤΟΜΙΚΗ ΥΠΑΡΞΗ
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ Είναι ΜΙΑ. Εντός της ΜΙΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ δημιουργείται ο Κοσμικός Λόγος, η νόηση, η αντίληψη, τα φαινόμενα. Όλα αυτά δεν είναι κάτι ξεχωριστό. Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ υπερβαίνει όλες τις καταστάσεις, δεν περικλείνεται ποτέ μέσα σε κάποια κατάσταση. Μπορεί όμως να λειτουργήσει μέσα στις διάφορες καταστάσεις.
1) Μπορεί να λειτουργεί μόνο στο ΕΙΝΑΙ,
2) ή στο ΕΙΝΑΙ και στον Κοσμικό Λόγο,
3) ή στο ΕΙΝΑΙ, στον Κοσμικό Λόγο και στην νόηση,
4) ή στο ΕΙΝΑΙ, στον Κοσμικό Λόγο, στην νόηση και στον δυναμισμό,
5) ή στο ΕΙΝΑΙ, στον Κοσμικό Λόγο, στην νόηση, στον δυναμισμό και στο φαινόμενο.
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ είναι πάντα έξω από όλα τα είδη των φαινομένων (Κοσμικός Λόγος νόηση, δυναμισμός, φαινόμενο). Όμως μία «συνείδηση» που επικεντρώνεται σε μια κατάσταση, μολονότι παραμένει έξω από αυτήν, απορροφάται και αντιλαμβάνεται να εισέρχεται στην κατάσταση και να την θεωρεί πραγματική. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείται η «ατομικότητα», το «εγώ». Κι έτσι προκύπτει η «πολλαπλότητα» των συνειδήσεων. Όμως όλες αυτές οι συνειδήσεις (κάθε μία συνείδηση) αναφέρονται ποιοτικά στο «ΟΛΟΝ» (όχι ποσοτικά).
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ είναι ΜΙΑ. Κάθε συνείδηση είναι Αυτή η ΜΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, αναφέρεται σε Αυτή την ΜΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ. Όταν η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ «απορροφάται» στις διάφορες σφαίρες εκδήλωσης βιώνει μια «ατομική» ύπαρξη. Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ μπορεί να λειτουργεί σε κάποιες ή σε όλες τις σφαίρες εκδήλωσης. Έτσι η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ έχει τέσσερις εκδηλώσεις, λειτουργίες, σώματα, κ.λπ.
Το ον στον υλικό κόσμο εκδηλώνεται ταυτόχρονα σε πέντε σφαίρες:
1) στην σφαίρα της ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ (ως ΕΙΝΑΙ),
2) στην σφαίρα του Κοσμικού Λόγου (ως παγκόσμια συνείδηση)
3) στην σφαίρα του νοητικού κόσμου (ως νόηση),
4) στην σφαίρα της αντίληψης (ως αντίληψη)
5) και τον κόσμο των φαινομένων (ως σώμα).
Το ον καθώς είναι περιορισμένο μέσα στο σώμα και στο κόσμο των φαινομένων, ενώ ΕΙΝΑΙ δεν έχει Πλήρη Αντίληψη του ΕΙΝΑΙ, ενώ είναι μία Παγκόσμια Ενότητα δεν έχει αντίληψη του γεγονότος, ενώ νοεί δεν μπορεί να αντιληφθεί πλήρως ολόκληρο τον νοητικό κόσμο και να δράσει εκεί, ενώ αντιλαμβάνεται δεν μπορεί να «επεκταθεί» σε όλο τον χώρο της αντίληψης. Είναι περιορισμένο μέσα στο σώμα και στην σωματική ζωή.
Όταν η συνείδηση αντιληφθεί τι συμβαίνει πραγματικά, ότι υπάρχει και λειτουργεί σε διάφορες σφαίρες εκδήλωσης, μπορεί να κατευθυνθεί όπου θέλει. Όταν το ον εξελίσσεται ξεπερνώντας τις κατώτερες καταστάσεις και αναδύεται προς το ΚΑΘΑΡΟ ΕΙΝΑΙ, αντιλαμβάνεται την ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, την ΠΗΓΗ, την ΑΡΧΗ. Όταν ο άνθρωπος εγκαταλείπει τον φαινομενικό κόσμο (με τον θάνατο) τότε οδεύει προς την σφαίρα ύπαρξης που είχε κατακτήσει περνώντας από κόσμο σε κόσμο σταδιακά. Όσα όντα είχαν παραμείνει παγιδευμένα στο κόσμο των φαινομένων μετά τον θάνατο περνούν μια μεταβατική περίοδο στους μεταφυσικούς χώρους μέχρι να ενσαρκωθούν ξανά και ξανά έως ότου μπορέσουν να ξεφύγουν.
Το ον έτσι κι αλλιώς υπάρχει πάντα στην σφαίρα του ΕΙΝΑΙ. ΕΙΝΑΙ για πάντα. Ούτε πέφτει σε κάποια άλλη κατάσταση, ούτε αναδύεται, ούτε τίποτα. Δεν πραγματοποιεί κάτι. Απλά αντιλαμβάνεται ότι όλα αυτά είναι καταστάσεις κι ότι απλά είχε απορροφηθεί σε αυτές τις καταστάσεις και μετά αντιλήφθηκε την Πραγματικότητα. Δεν πραγματοποιεί κάτι.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ
Το ΟΛΟΝ, η ΑΛΗΘΙΝΗ ΥΠΑΡΞΗ, το ΑΠΟΛΥΤΟ ΕΙΝΑΙ, το ΑΠΕΙΡΟ, το ΑΙΩΝΙΟ, δεν είναι ούτε Κοσμικός Λόγος, ούτε νοητική σύλληψη της Ύπαρξης, ούτε ενέργεια, ούτε ύλη. Αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό ως εσωτερική αντίληψη σε κάποιο πεδίο ύπαρξης αλλά άμεσα και ολοκληρωτικά μόνο σε όσα όντα ανήκουν σε Αυτό το Απόλυτο Πεδίο Ύπαρξης, στο Θείο, σε όσα όντα απορροφώνται στο Θείο. Αυτά τα όντα παύουν να διακρίνουν ανάμεσα σε μια ατομική ύπαρξη και στο Παν, γίνονται το Παν. Είναι η Υπέρτατη Εξέλιξη του Όντος.
Για να φτάσουν Εδώ τα όντα πρέπει να εξελιχθούν ολοκληρωτικά στον υλικό κόσμο, στον δυναμικό κόσμο, στον νοητικό κόσμο στο Κοσμικό Πεδίο και να Απορροφηθούν στο Απόλυτο. Όσο δεν βαδίζουν σε αυτή την πορεία όλα αυτά παραμένουν μια θεωρητική σύλληψη, μια θεωρία. Μόνο όσα όντα έχουν Εμπειρία γνωρίζουν την Αλήθεια. Η Αλήθεια ως Βίωμα δεν είναι ούτε παγκόσμια ύπαρξη, ούτε νοητική σύλληψη, ούτε δυναμισμός, ούτε κάτι που μπορείς να αγγίξεις. Η Αληθινή Ύπαρξη είναι Αιώνια. Αυτή αντικαθρεφτίζεται στον Κοσμικό Λόγο, αλλά μολονότι ο Λόγος είναι παγκόσμιος ανήκει στον σχετικό κόσμο. Δευτερευόντως αντικαθρεφτίζεται στην νόηση αλλά η νοητική σύλληψη της ύπαρξης δεν είναι παρά ένα είδωλο. Ο δυναμικός κόσμος δεν είναι παρά ο δυναμισμός της νοητικής σύλληψης, και ο υλικός κόσμος δεν είναι παρά η εξωτερική όψη του δυναμισμού..
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ
H ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ είναι η Ύστατη Πραγματικότητα, το Υπόβαθρο κάθε Ύπαρξης σε όλα τα Πεδία Ύπαρξης και κάθε Αντίληψης περί της Ύπαρξης (Ό,τι υπάρχει αναλύεται τελικά σε συνειδησιακό φαινόμενο). Ανεξάρτητα από το ποιο πεδίο ύπαρξης εκδηλώνεται η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ δομεί κάποια αντίληψη περί της Ύπαρξης. Ανάλογα με το πώς θεωρεί η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ τον Εαυτό της σε σχέση με το περιβάλλον ύπαρξης είναι Υποχρεωμένη μέσα από αυτή την αντίληψη να συνειδητοποιήσει την Ύστατη Πραγματικότητά Της, να αποδομήσει όλες τις αντιλήψεις Της, να τις ξεπεράσει για να αντιληφθεί το Βάθος της Ύπαρξής Της.
Τέτοιες αντιλήψεις περί της Ύπαρξης είναι όλες οι θρησκείες, όλα τα θρησκευτικά συστήματα, όσα έχουν δημιουργηθεί και όσα είναι δυνατόν ή πρόκειται να δημιουργηθούν. Εφ’ όσον η Ύστατη Πραγματικότητα, που τίθεται ως Αρχή κάθε αντίληψης, και που δημιουργεί την αντίληψη είναι η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, όλες οι θρησκείες μιλούν για αυτή την ΜΙΑ Πραγματικότητα, και όλες οι Πρακτικές που χρησιμοποιούν (Διαλογισμού, Προσευχής, κ.ά.) δεν έχουν άλλο στόχο από το να αποδομήσουν ακριβώς όλες τις σχετικές αντιλήψεις για να αναδυθεί η Πραγματικότητα.
Όλες αυτές οι αντιλήψεις είναι κατασκευές της ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ. Σε τελευταία ανάλυση λοιπόν δεν έχει σημασία ποια θρησκεία ακολουθούμε, αρκεί να πραγματώσουμε αυτό που η θρησκεία υποστηρίζει.
Οι Θρησκείες είναι προσπάθειες να μεταφερθεί σε λογικές περιγραφές μια Πραγματικότητα Υπερβατική.
Ό,τι για τις Θρησκείες αποτελεί Αποκάλυψη, Θεολογία, Θεωρία, Αντίληψη, (δηλαδή κάτι έξω από την ανθρώπινη εμπειρία), για τα όντα, στον υλικό ή στους άλλους κόσμους, που έχουν συνειδητοποιήσει την Αληθινή Τους Φύση, που έχουν Εμπειρία του Θείου μέσα τους, αποτελεί Βίωμα, Εμπειρία, Πραγματικότητα. Έχουν «ίδια» αντίληψη της Πραγματικότητας που οι Θρησκείες απλώς περιγράφουν, μιας Πραγματικότητας που παραμένει έξω από την σφαίρα εμπειρίας του απλού θρησκευόμενου.
Η ΙΕΡΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Η Απόλυτη Πραγματικότητα που ορίζεται με διάφορους τρόπους στις διάφορες θρησκείες είναι η Ύστατη Πραγματικότητα που Υποστηρίζει κάθε ύπαρξη, κάθε αντίληψη, κάθε βίωμα. Είναι η Καθαρή Ύπαρξη, η Υπέρτατη Πνευματική Κατάσταση, η Ολοκληρωμένη Αντίληψη, η Πληρότητα της Ζωής, κ.λπ.
Οι «οντότητες» που βιώνουν την Απόλυτη Πραγματικότητα, είτε στους μεταφυσικούς κόσμους, είτε στο υλικό πεδίο, ασχέτως από την θρησκεία που ακολουθούν, βιώνουν μια Κοινή Πραγματικότητα, και αυτό το γεγονός δημιουργεί αυτομάτως μια Κοινή Συνείδηση, μια Ιερή Κοινότητα… Αυτή η Ιερή Κοινότητα δεν έχει καμία σχέση με τις κοσμικές Εκκλησίες των διαφόρων θρησκευμάτων…
Η Απόλυτη Πραγματικότητα είναι Εμπειρία, Βίωμα. Όσοι έχουν αυτή την Εμπειρία Βιώνουν την Πραγματικότητα που Υπάρχει πίσω από όλες τις προσεγγίσεις, πέρα από όλες τις περιγραφές. Όλες οι θρησκείες μιλούν για την Ίδια Πραγματικότητα. Μονάχα όμως όσοι έχουν βιώσει την Απόλυτη Πραγματικότητα το Κατανοούν Αυτό…
Οι κοσμικές Εκκλησίες και οργανώσεις δημιουργούνται κατά μίμηση της Ιερής Κοινότητας των όντων που έχουν Εμπειρία του Θείου. Για τις κοσμικές εκκλησίες η Φώτιση, η Λύτρωση, η Σωτηρία, παραμένει Αίτημα. Για το όντα όμως της Ιερής Κοινότητας αποτελεί Συνεχές.
Πηγή: www.neoastro.gr

ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΩΝ - ΘΕΟΣ

stelios   
Αναρτήθηκε από:
Κατηγορία: Κείμενα
Πολλές παρανοήσεις σχετικά με τον Θεό έχουν δημιουργηθεί από διαφόρους ανθρώπους, που θέλησαν να ερμηνεύσουν λογικά την ύπαρξή Του. Οι άνθρωποι αυτοί δεν εμπιστεύτηκαν την αποκάλυψη που ο ίδιος ο Θεός έδωσε σε κάποιους άλλους, και θέλησαν να ερμηνεύσουν ιερά κείμενα ή να φιλοσοφήσουν για έννοιες, των οποίων δεν είχαν προσωπική εμπειρία. Ως αποτέλεσμα, οδηγήθηκαν σε παραλογισμούς και αιρέσεις.
Με μερικούς τέτοιους παραλογισμούς θα ασχοληθούμε εδώ, όχι σαν έχοντες την εμπειρία, αλλά επαναλαμβάνοντας τις θεόδοτες αποκαλύψεις τών ορθόδοξων Πατέρων.

Φυσικοί θεοί
Οι θεοί που ανά την ιστορία τους λάτρευαν τα έθνη, ήταν συνήθως “φυσικοί” θεοί. Ζούσαν και ενεργούσαν μόνο μέσα στο κτιστό (για εμάς τους Χριστιανούς) σύμπαν. Οι θεοί αυτοί εξαρτιόντουσαν από το χώρο και το χρόνο. Δεν ήταν άπειροι, αλλά πεπερασμένοι. Για παράδειγμα, η Αφροδίτη, θεά τών Αρχαίων Ελλήνων, πιστευόταν πως ήταν όμορφη, συνεπώς είχε σχήμα, και μάλιστα ανθρώπινο. Δεν ήταν παντογνώστες όλοι οι θεοί τους, παρά μόνο ο Δίας, ο οποίος όμως είχε αρχή,  είχε γεννηθεί εν χρόνω από τον Κρόνο. Έπρεπε όλοι τους να τρώνε αμβροσία, και να πίνουν νέκταρ. Είχαν, λοιπόν, φυσικές ανάγκες. Ένα άλλο παράδειγμα φυσικού θεού, σε έναν κατ’ απομίμησιν “χριστιανικό” χώρο, είναι ο θεός τής οργάνωσης που αυτοαποκαλείται: “Μάρτυρες τού Ιεχωβά”.  Αυτός, αν και υποστηρίζεται ότι έχει το όνομα και τις ιδιότητες τού Θεού τών Χριστιανών, ουσιαστικά είναι ένας θεός με εντελώς διαφορετικές ιδιότητες.
Για παράδειγμα, διαβάζουμε τα εξής στο βιβλίο αυτής τής οργάνωσης:  “Μπορείτε να ζείτε για πάντα στον παράδεισο στη γη” σελ. 36,37: “Όπως καταλαβαίνουμε, εκεί όπου υπάρχει νοημοσύνη, υπάρχει και διάνοια. Και ξέρουμε, ότι εκεί όπου υπάρχει διάνοια, υπάρχει εγκέφαλος σ’ ένα σώμα συγκεκριμένου σχήματος… Επειδή ο θεός είναι ένα πρόσωπο με πνευματικό σώμα, κάπου πρέπει να μένει… ζει σε ορισμένο τόπο στον ουρανό… Για να δημιουργήσει αυτά τα πράγματα, ο θεός δεν χρειάστηκε να είναι σωματικά παρών. Μπορεί να εξαποστείλει το πνεύμα του, την ενεργό δύναμή του, και να κάνει ό,τι θέλει, ακόμα  κι όταν βρίσκεται πολύ μακρυά”.
Για κάποιον που δεν ξέρει, ίσως αυτά τα παραπάνω φανούν με μια πρώτη ανάγνωση λογικά. Και αυτό, επειδή προσεγγίζουν τον Θεό  “από κάτω προς τα πάνω”, με βάση την ανθρώπινη υλιστική εμπειρία. Με λίγη σκέψη όμως φαίνεται καθαρά η ανοησία αυτών τών σκέψεων. Παρατηρούμε ότι ο θεός αυτής τής αίρεσης, εξαρτάται από το χώρο και το χρόνο για να υπάρξει. Ο θεός αυτός, τής εταιρίας Σκοπιά, περιορίζεται από το χώρο, επειδή “κάπου πρέπει να μένει” (!!!), σε συγκεκριμμένο τόπο, όπως τα υλικά πλάσματα. Χρειάζεται το χώρο για την ύπαρξή του, επειδή το σώμα του δεν είναι άπειρο, αλλά πεπερασμένου σχήματος. Είναι ένας θεός περιορισμένος σε συγκεκριμμένο όγκο. Ο ίδιος αυτός φανταστικός θεός περιορίζεται και στο χρόνο, επειδή σκέφτεται με έναν εγκέφαλο, όπως ο ανθρώπινος. Η σκέψη όπως την ξέρουμε από τα υλικά όντα (τα οποία επικαλείται ως παράδειγμα η Σκοπιά), απαιτεί την ύπαρξη τού χρόνου. Κάθε σκέψη αρχίζει με κάποια δεδομένα στο παρελθόν, τα επεξεργάζεται και τελειώνει σε κάποια μετέπειτα χρονική στιγμή με κάποιο συμπέρασμα. Είναι σαφές, ότι ένας θεός που η σκέψη του εξαρτάται από τη λειτουργία ενός εγκεφάλου στο χρόνο, έχει ανάγκη από το χρόνο για να υπάρξει. Ζει μέσα στο χρόνο, και με τη βοήθεια τού χρόνου σκέφτεται. Αν πάλι ο θεός τους χρειάζεται να σκέφτεται, δεν είναι παντογνώστης! Αν ο Θεός είναι παντογνώστης, δεν χρειάζεται να σκεφτεί τίποτα, γιατί όλα τα ξέρει!
Κατόπιν τών παρακάτω, εξάγεται ότι ο θεός τής Σκοπιάς δεν είναι η πρώτη ύπαρξη, αλλά υπήρχε πάντοτε μέσα στο χρόνο και το χώρο, μαζί με το χρόνο και το χώρο, άρα δεν μπορεί να είναι ο δημιουργός τού χρόνου και τού χώρου.

Ο υπερφυσικός Θεός τών Χριστιανών
Αντιθέτως, οι Χριστιανοί δεν επιχειρούν να ερμηνεύσουν τον Θεό με βάση τις υλικές τους εμπειρίες, για εγκεφάλους και σώματα. Ξεκινούν “από πάνω προς τα κάτω”, δηλαδή με βάση τη δική Του αποκάλυψη, ως ένα ον ελεύθερο να αποκαλύπτεται σε όποιον Εκείνος θέλει, και στο βαθμό που  Εκείνος  θέλει. Δεν είναι δηλαδή ο Θεός ένα αντικείμενο μελέτης, που μπορούμε να το εξετάσουμε. Γνωρίζουμε γι’ Αυτόν, μόνο ό,τι Εκείνος μάς απεκάλυψε, και στο βαθμό που το απεκάλυψε, όσο μπορούμε να το κατανοήσουμε με τις φτωχές μας εμπειρίες, που είναι εντελώς ξένες προς τη δική Του υπέρλογη ύπαρξη.
Σε αντιπαράθεση, λοιπόν, με τα παραπάνω παραδείγματα τών εξωχριστιανικών θεών, θα τολμήσουμε τώρα μια περιληπτική προσέγγιση, ώστε να δούμε την ανωτερότητα τής δικής Του αποκάλυψης. Οι Χριστιανοί, γνωρίζουμε καλά από τη θεία αποκάλυψη τού Θεού προς την Εκκλησία, ότι ο Θεός δημιούργησε “τα πάντα” (Ψαλμός 33/λγ΄ 6 – Α΄ Κορ. 9. ους 8/η΄ 6). Μέσα στα “πάντα” όμως συμπεριλαμβάνεται ο χώρος και ο χρόνος. Αν ο Θεός ζούσε μέσα στο χώρο και στο χρόνο, όχι μόνο δεν θα ήταν η πρώτη αιτία τών πάντων, αλλά στην πραγματικότητα, θα ήταν  αποτέλεσμα τής ύπαρξης τού χώρου και τού χρόνου.
Ο Αυγουστίνος (354 – 430 μ.Χ.), ακολουθώντας στο σημείο αυτό την προ αυτού παράδοση τής Εκκλησίας, απέρριπτε την ιδέα ότι ο Θεός υπήρχε μέσα σε άπειρο χρόνο και κάποτε σκέφτηκε ή αποφάσισε να δημιουργήσει το σύμπαν. Έγραφε ότι “ο κόσμος και ο χρόνος, δημιουργήθηκαν την ίδια στιγμή. Ο κόσμος έγινε όχι σε κάποια στιγμή  τού χρόνου αλλά ταυτόχρονα με το χρόνο”.
Μόλις στον 20ό αιώνα οι επιστήμονες μπόρεσαν να βρουν στοιχεία για την ταυτόχρονη δημιουργία τού χρόνου, τού χώρου και τής ύλης.
Ίσως κάποιος εδώ να ρωτήσει: “Μα αν ο χρόνος είχε κάποτε μία αρχή, τι υπήρχε πριν από το χρόνο;”
Η ερώτηση αυτή όμως, δεν έχει κανένα νόημα. ΠΡΙΝ από το χρόνο, δεν υπήρχε “πριν”. Αυτή η ερώτηση  μοιάζει με το ερώτημα πολλών αθεϊστών που ρωτούν: “Αν ο Θεός έφτιαξε τα πάντα, τον Θεό ποιος τον έφτιαξε;”
Τα παραπάνω ερωτήματα, έχουν αξία μόνο όταν ασχολούνται με έναν  φυσικό θεό, που “ζει” στο χρόνο. Όταν όμως πρόκειται για τον Θεό τών Χριστιανών, που δεν είναι στο χώρο και στο χρόνο, είναι εντελώς άτοπα. Ο Θεός που έφτιαξε το χρόνο, δεν είναι δυνατόν να έχει αρχή. Για να δημιούργησε κάποιος τον  Θεό, πρέπει να είχε νόημα η λέξη: αρχή”, χωρίς την ύπαρξη τού χρόνου. Όμως λέξεις όπως  αρχή, τέλος, πριν, διάρκεια  κ.λπ, καθώς και όλα τα ρήματα που αναφέρονται σε χρόνους, δεν έχουν κανένα νόημα στην άχρονη κατάσταση τού Θεού.
Η Αγία Γραφή, ως μέρος τής αποκάλυψης τού Θεού σ’ εμάς, πολύ κατάλληλα ονομάζει τον ίδιο το Θεό: “αρχή”, εφόσον  απ’ Αυτόν απέκτησε έννοια η λέξη “αρχή”, και ο χρόνος ύπαρξη (Αποκάλυψις  κβ΄, 13). Με το να ρωτάει κάποιος: “Ποιος έφτιαξε το Θεό (φυσικά πριν φτιάξει Αυτός το χρόνο)”, είναι σαν να ρωτάει: “Ποιος έγραψε κάτι, πριν ανακαλυφθεί το γράψιμο;”
“Μα αν ο Θεός έφτιαξε το χώρο και το χρόνο, τότε πού βρισκόταν και πού βρίσκεται τώρα;”
Σε τέτοια ερωτήματα εντελώς άγνωστα και ακατανόητα για τις υλικές εμπειρίες μας, η καλύτερη απάντηση είναι: “Δεν γνωρίζουμε”. Ό,τι κι αν λέγαμε, θα μοιάζαμε με έναν εκ γεννετής τυφλό, που προσπαθεί να περιγράψει το κόκκινο χρώμα σε κάποιον όμοιό του, χωρίς να το έχει δει ο ίδιος ποτέ. Αν τολμήσουμε να δώσουμε μια απάντηση με βάση την περιορισμένη ανθρώπινη εμπειρία μας, πιθανότατα θα καταντήσουμε σε κάποια βλάσφημη και υποβιβαστική για τον Θεό περιγραφή, σαν αυτή τής εταιρίας Σκοπιά που αναφέραμε πριν. Η Αγία Γραφή απαντάει απλά: “Ο Θεός είναι στους ουρανούς”, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό (Α΄ Βασιλέων  η΄, 43). (Δες επίσης τη μελέτη τής ιδίας σειράς με θέμα: “Όυρανός και γη στην Αγία Γραφή”). Ένα είναι βέβαιο:  Πως ακόμα κι αν είχαμε την άμεση αποκάλυψη τού Θεού, ακόμα κι αν βλέπαμε “τους ουρανούς” όπως ο απόστολος Παύλος, πάλι δεν θα υπήρχε τρόπος να περιγράψουμε αυτά που είδαμε και θα λέγαμε απλώς όπως ο απόστολος Παύλος: “Είναι πράγματα ανέκφραστα” (Β΄ Κορ. ιβ’, 2 – 4).
Η “από πάνω προς τα κάτω” ερμηνεία τών Χριστιανών, δέχεται τη θεία αποκάλυψη σε ανθρώπινο κατανοητό λόγο και δεν τον ερμηνεύει με βάση την ανθρώπινη εμπειρία, αλλά εξετάζει πρώτα “τι αρμόζει” στον Θεό, για να αποφανθεί τι σημαίνουν τα αποκαλυμμένα λόγια. Όταν για παράδειγμα η Αγία Γραφή μας λέει πως ο Θεός “κάθεται σ’ έναν ψηλό θρόνο” (Ησαϊας  ς΄,  1)  ή ότι έχει “άσπρα μαλλιά” (Δανιήλ ζ΄, 9) ή ότι εκπέμπει φως (Αποκάλυψις κβ΄,  5) ή ότι  “μοιάζει με πολύτιμο λίθο” (Αποκάλυψις  δ΄, 2), δεν  σημαίνει ότι κουράζεται και χρειάζεται να καθήσει, ούτε ότι έχει ένα κεφάλι και φοράει κορώνα, ούτε ότι είναι γέρος, ούτε ότι φωσφορίζει, ούτε ότι μοιάζει με κάτι υλικό. Αντίστοιχα, όταν παρουσιάζεται ως “αγάπη” (Α΄ Ιω. δ΄, 16), ο Χριστιανός ερμηνευτής καταλαβαίνει πως αυτός είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να παρουσιαστεί η ανωτερότητα τής καλοσύνης και τής αγάπης Του.
Ο Θεός δεν είναι άνθρωπος, δεν είναι καν ύλη. Ολόκληρος ο υλικός κόσμος, είναι δικό Του δημιούργημα. Μαθαίνουμε στην Αγία Γραφή, πως κανείς και τίποτα και δεν τού μοιάζει (Ησαϊας μς΄ 4,5,9,10.  με΄ 6,7). Επειδή λοιπόν είναι αδύνατον να περιγράψουμε κάποιον που δεν είδαμε,  πολύ δε περισσότερο κάποιον που δεν μοιάζει με τίποτα απ’ όσα ξέρουμε, είναι σωστότερο να μιλάμε γι’ Αυτόν με προσοχή.
Συνήθως, για το Θεό έχουμε την αποκάλυψη τού ¨Τι είναι” και “Ποιος είναι”, αλλά όχι τού “Πώς είναι”.
Ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός είπε στους μαθητές Του: “Αν σας είπα τα επίγεια και δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε τα επουράνια αν σας τα πω;” (Ιω. γ΄, 12)Έτσι η χριστιανική θεολογία προτιμάει να λέει όχι τι είναι ο Θεός, αλλά τι ΔΕΝ είναι!
Ο Θεός, λοιπόν, δεν περιορίζεται στο χώρο και στο χρόνο. Είναι παντού και υπάρχει πάντοτε! Δεν έχει κανενός είδους σώμα, το οποίο θα χρειαζόταν χώρο. Δεν σκέφτεται, γιατί τα ξέρει όλα. Δεν μοιάζει με τίποτα απ’ όσα ξέρουμε. Είναι ο Δημιουργός τού χώρου, τού χρόνου  και κάθε άλλου υπαρκτού. Είναι ο μόνος αληθινός Θεός, στον οποίο μόνο ανήκει η λατρεία μας.
Πηγή: www.neoastro.gr

Παιδεία Θεού

stelios  
Αναρτήθηκε από:
Κατηγορία: Κείμενα
Παιδεία Θεού είναι οι ελεύσεις και οι αποκρύψεις της Χάριτος και όλη η γνώση περί του Θεού και της αιωνίου ζωής που προσφέρεται στον άνθρωπο ο οποίος δέχεται τις ελεύσεις και τις αποκρύψεις της Ακτίστου Χάριτος. Η παιδεία του Θεού είναι ένα μυστήριο, αφού ό,τι γίνεται και ενεργείται μέσα στην Εκκλησία είναι μυστήριο. Στηριζόμαστε στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων που είναι «οι πείρα μεμυημένοι» και έχουν δεχτεί την αποκάλυψη του Θεού πάνω σε αυτές τις πραγματικότητες.
Για την παιδεία του Θεού υπάρχουν πολλά χωρία μέσα στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Δεν έχουμε πρόθεση να τα αναλύσουμε διεξοδικά. Απλώς και μόνον αναφερόμαστε στην προς Εβραίους επιστολή του αποστόλου Παύλου. Εισαγωγικά μπορούμε να πούμε ότι οι εξ Εβραίων Χριστιανοί προς τους οποίους απευθύνεται ο απόστολος Παύλος, δέχτησαν την χάρη του Χριστού και αμέσως μετά αντιμετώπισαν διωγμούς εκ μέρους των συμπατριωτών τους. Και επειδή είχαν κλονιστεί, γι’ αυτό συγγράφει την επιστολή αυτή ο  Παύλος, τονίζοντας μερικές αλήθειες μεταξύ των οποίων ότι ο διωγμός και γενικά ο πειρασμός είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τα παιδιά του Θεού. Σε αυτό το μυστήριο της παιδείας αναφέρεται όλο το ΙΒ’ κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής.
Ο ιερός Θεοφύλακτος, αναλύοντας το περιεχόμενο του πειρασμού πού αντιμετώπιζαν οι εξ Εβραίων Χριστιανοί, αλλά και το σκοπό της συγγραφής της επιστολής από τον απόστολο Παύλο, παρατηρεί:
«Αναγκαίως λοιπόν γράφει ο Παύλος εις τους εν Ιερουσαλήμ Εβραίους, δια να τους παρηγορήση όπου ήταν λελυπημένοι και πολλά κατειργασμένοι και αποκαμωμένοι από τας θλίψεις και κακώσεις, που επροξένησαν εις αυτούς οι ομογενείς των άπιστοι Εβραίοι, ωσάν όπου τότε οι Εβραίοι είχον εξουσίαν εις τα Ιεροσόλυμα να κρίνουν και να φυλακώνουν και να κακοποιούν εκείνους που ήθελαν. Και τούτο θέλοντας να φανερώση ο Παύλος έλεγεν «τάς παρειμένας χείρας και τα παραλελυμένα γόνατα ανορθώσατε» (Έβρ. ιβ’ 12).
Επειδή οι Εβραίοι ούτοι, αγκαλά και ήτον πιστοί, ηξεύροντες όμως ότι οι Προπάτορες των Εβραίων ογλίγωρα απελάμβανον τα αγαθά, δια τούτο πολλά ελυπούντο, διατί και αυτοί δεν ελάμβανον άνεσιν και παρηγορίαν εις τας θλίψεις των ως εκείνοι, όθεν και πολλά λέγει εις αυτούς ο μακάριος Απόστολος περί πίστεως εν τη επιστολή ταύτη, και περί των παλαιών Αγίων και Δικαίων, αποδεικνύων, ότι και αυτοί ακόμη δεν έλαβον τα αγαθά οπού ήλπιζον, κατασκευάζοντας με τούτο δύο τινά, ένα μεν, ότι πρέπει και οι Χριστιανοί να υποφέρουν ανδρείως όλα τα δεινά οπού ακολουθούν εις αυτούς, και άλλο δε, ότι πρέπει να ελπίζουν την αμοιβήν, δια όλα τα κακά όπου πάσχουν, επειδή ο Κύριος δεν θέλει παραβλέψει τους απ’ αιώνος Αγίους αυτού, ώστε τότε, λέγει, και εσείς θέλετε απολαύσετε μαζί με αυτούς τα αγαθά». [ Νικόδημου Αγιορείτου: Ερμηνεία εις τας ΙΔ' Επιστολάς του Παύλου, τόμος Γ σελ. 261].
Αλλά ο πειρασμός αυτός δεν ήταν μόνον εξωτερικός, αλλά και εσωτερικός. Οι πρώτοι δηλαδή Χριστιανοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα της άρσεως της Χάριτος του Θεού από την καρδιά τους και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την εγκατάλειψη αυτή του Θεού. Ήταν εντελώς αδύνατοι να ερμηνεύσουν το φαινόμενο αυτό της πνευματικής ζωής, της συμμετοχής δηλαδή στον Σταυρό του Χριστού. Σε αυτόν το σκοπό αποβλέπει ο των εθνών απόστολος Παύλος. Μπορούμε να πούμε ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία των αγίων μας, σε αυτήν κυρίως την παιδεία αναφέρεται ο Απόστολος. Γιατί ο Θεός εργάζεται κατά τρόπον ακατανόητο για την ανθρώπινη λογική.
Στη συνέχεια θα αναφερθούν λόγια από την πείρα των αγίων Πατέρων γύρω από την παιδεία του Θεού, το μυστήριο της πνευματικής ζωής. Είναι απαραίτητη αύτη η ανάλυση, γιατί πολλοί σύγχρονοι Χριστιανοί υποφέρουν από την κατάσταση αυτή και συγχρόνως δεν μπορούν να δώσουν καμιά ερμηνεία και έτσι πέφτουν σε απόγνωση και απελπισία.

Στα έργα των αγίων Πατέρων η πνευματική ζωή παρουσιάζεται ότι έχει πολλά στάδια. Κυρίως τα διακρίνουν σε τρία, την κάθαρση της καρδιάς, το φωτισμό του νου και τη θέωση. Ο άγιος Μάξιμος τα ονομάζει «πρακτική φιλοσοφία», «φυσική θεωρία» και «μυστική θεολογία». Αυτή η διαίρεση ξεκινά από τον Αριστοτέλη και συνεχίζεται στους αγίους Πατέρας με άλλο όμως περιεχόμενο. Ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου αναπτύσσοντας την «μέθοδο της θρησκευτικής εμπειρίας», περιγράφει τη διάκριση των τριών φάσεων στον θρησκευτικό βίο [Παναγιώτου Χρήστου: Το Μυστήριο του Θεού, Πατριαρχ. Ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 156 κ.έ.]. Ο Αριστοτέλης διαιρεί τις φάσεις του θρησκευτικού βίου στην ηθική, τη φυσική και τη θεολογία. «Ο Ωριγένης κατά την προσφιλή του μεταφορική μέθοδο λέγει ότι ο Χριστιανός αποκτά τον Χριστόν δια μεν της πρακτικής ως οικοδεσπότη, δια της φυσικής ως Βασιλέα και δια της θεολογίας ως Θεό». [ ένθ. άνωτ. σελ. 157]
Οι βαθμίδες της πνευματικής ζωής είναι τρεις, σύμφωνα με το λόγο του Χριστού «εγώ ειμί η οδός (ηθική) και η αλήθεια (φυσική) και η ζωή (θεολογία)» (Ίω. 14, 6). Ο Ευάγριος ορίζει τον Χριστιανισμό ως «δόγμα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εκ πρακτικής και φυσικής και θεολογικής συνεστώς».
Η ίδια διάκριση παρατηρείται στον άγιο Διάδοχο τον Φωτικής, στον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο (πού χώρισε τα κεφάλαια του σε πρακτικά, γνωστικά, θεολογικά) και ακόμη στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, πού χρησιμοποίησε την ίδια διάκριση στα κεφάλαια του (ηθικά, φυσικά, θεολογικά). Για τη λεπτομερέστερη κατανόηση αυτών των βαθμίδων της πνευματικής ζωής μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξη στο μνημονευθέν βιβλίο του καθηγητού Παναγιώτου Χρήστου.
Μελετώντας όμως τα έργα των αγίων Πατέρων και κυρίως των λεγομένων νηπτικών, συναντούμε και μία άλλη διαβάθμιση της πνευματικής ζωής. Αυτή η διαβάθμιση είναι βαθύτερη χωρίς να καταργεί τα προηγούμενα στάδια της πνευματικής ζωής. Γιατί πράγματι, σύμφωνα με την εμπειρία πολλών αγίων Πατέρων, η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο, γίνεται με την ενέργεια της Χάριτος του Θεού και με τον πόνο από την στέρηση της Χάριτος μέχρι της εκ νέου ελεύσεώς της.
Έτσι μπορούμε, σύμφωνα με αυτά, να διακρίνουμε την πνευματική ζωή σε τρία στάδια.
Στην έλευση της Χάριτος, στην απόκρυψή της από τον άνθρωπο και στην εκ νέου έλευση της στην καρδιά του ανθρώπου. Αυτήν τη βαθιά πείρα την εκφράζουν στα έργα τους οι θεοφόροι Πατέρες και θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να την παρουσιάσουμε, όσο βεβαίως είναι δυνατόν.
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος στις πνευματικές του ομιλίες αναφέρεται σε αυτό το γεγονός. Γράφει:
«Ο ακούων λόγον έρχεται εις κατάνυξιν και μετά τούτο, υποστελλούσης της χάριτος κατ’ οικονομίαν πρός το συμφέρον τω ανθρώπω, εισέρχεται εις γυμνασίαν και παιδείαν πολέμου και ποιεί πάλην και αγώνα προς τον σατανάν και μετά πολλού δρόμου και αγώνος αποφέρεται τα νικητήρια και γίνεται χριστιανός». [Μακαρίου Αιγυπτίου: Όμιλίαι Πνευματικοί, έκδ. Σχοινά, σελ. 127.]
Αυτή η παρατήρηση είναι αξιοσημείωτη. Γιατί φανερώνει αυτό πού ελέχθη προηγουμένως ότι δηλαδή η παιδεία είναι ο πόλεμος στον καιρό της άρσεως της Χάριτος και ακόμα δείχνει καθαρά ότι τα στάδια της πνευματικής ζωής ταυτίζονται με την έλευση, την υποστολή και την εκ νέου έλευση της Χάριτος του Θεού.
Μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ο άνθρωπος γίνεται Χριστιανός όχι με την κατάνυξη πού θα δημιουργηθεί από την έλευση της Χάριτος, αλλά από τον αγώνα πού θα ακολουθήσει. Τότε αποκτά, όπως θα λεχθεί πιο κάτω, πείρα και γνώση Θεού.
Την ίδια εμπειρία εκφράζει και ο Γέροντας Σιλουανός σύμφωνα με τα γραφόμενα από τον βιογράφο του Σωφρόνιο:
«Είχε έμπειρη γνώση της πνευματικής πορείας ο Γέροντας. Έδειχνε τρία ουσιώδη στάδια της: πρώτο, τη λήψη της χάρης, δεύτερο, την άρση της και τρίτο, την επιστροφή της χάρης, την ξανα-απόκτησή της με αγώνα ταπεινώσεως. Πολλοί έλαβαν τη χάρη, κι όχι μόνο από όσους μένουν στην Εκκλησία, αλλά κι από όσους βρίσκονται έξω απ’ αυτήν -γιατί δεν υπάρχει προσωποληψία στον Κύριο-, αλλά κανένας δεν διεφύλαξε την πρώτη χάρη και μόνο λίγοι την ξαναπέκτησαν. Όποιος αγνοεί την περίοδο του δεύτερου ερχομού της χάρης, όποιος δεν πέρασε τον αγώνα για την επιστροφή της, αυτός ουσιαστικά έχει μια λειψή πνευματική πείρα. Ο Γέροντας Σιλουανός ήταν πλούσιος, όχι μόνον από την προσωπική του εσωτερική πείρα, αλλά ήταν και θεωρητικά καλά καταρτισμένος στην ασκητική γραμματεία των Πατέρων της Εκκλησίας και με τη δωρεά του Θεού δεν ήταν μόνο πιστός στην παράδοση της Εκκλησίας, αλλά επαναλήφθηκε στον ίδιο η πείρα των μεγάλων Πατέρων». [Άρχιμ. Σωφρονίου: Γέροντας Σιλουανός, Εκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου-Έσσεξ Αγγλίας 1978, σελ. 192.]
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα αυτά τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής.
Πρώτη έλευση της Χάριτος
Από τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βλέπουμε καθαρά το γεγονός ότι ο Θεός εμφανίζεται με διαφόρους τρόπους στους Προφήτες.
«Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις έπ’ εσχάτων των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Εβρ. α’ 1)
Συνάπτει με τον κάθε άνθρωπο προσωπική διαθήκη. Δεν θέλει να έχουμε γνώσεις για Αυτόν από τις μαρτυρίες άλλων, αλλά ο Ίδιος εμφανίζεται και δίδει τη δική Του γνώση, και ο άνθρωπος αποκτά δική του προσωπική μαρτυρία περί του Θεού. Αυτή η πρώτη προσωπική γνωριμία με τον Θεό γίνεται σε περίοδο πού δεν περιμένει ο άνθρωπος ή ακόμα ύστερα από οδυνηρή αναζήτηση. Μπορεί ακόμα να συμβεί σε άνθρωπο πού τον πολεμάει. Αυτό το βλέπουμε στην περίπτωση του αποστόλου Παύλου, πού βλέπει τον Θεό, ο ίδιος ο Χριστός εμφανίζεται και συνάπτει προσωπική διαθήκη μαζί του, την στιγμή πού εκείνος πορεύεται για να Τον πολεμήσει.
Αυτή η προσωπική Έλευση της Χάριτος είναι  ιερή κατάσταση. Η ψυχή του ανθρώπου, έστω και αμυδρώς, γνωρίζει τον Θεό ως Πρόσωπο. Καταλαβαίνει με την καρδιά του, τον νου του, όπως λέγουν οι άγιοι Πατέρες, ότι ο Θεός δεν είναι αφηρημένη κατάσταση, ούτε απρόσωπη δύναμη ή μεγάλη αξία, αλλά είναι Πρόσωπο. Στον Μωυσή, όταν αποκαλύφθηκε του είπε: «Εγώ ειμί ο Ων» (Έξοδος γ’ 14). Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύοντας αυτήν την εμφάνιση και φανέρωση του Θεού, λέγει ότι του είπε: «Εγώ ειμί ο Ων» και όχι εγώ ειμί η ουσία, ώστε να αντιληφθούμε ότι εκ του όντος η ουσία και όχι ο ων εκ της ουσίας. Το βαθύτερο είναι του θείου Είναι δεν είναι η ουσία του Θεού αλλά ο Ων, δηλαδή ο Πατήρ πού γεννά προαιωνίως τον Υιό και εκπορεύει το Πανάγιο Πνεύμα.
Η πρώτη αυτή έλευση της Χάριτος του Θεού, που τη γεύεται καθένας διαφορετικά, είναι ζωή γεμάτη από καρδιακά βιώματα και ζωή μυστικής ευωχίας. Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής γράφει πως «η Χάρις την αρχήν εν αισθήσει πολλή την ψυχήν τω οικείω είωθε περιαυγάζειν φωτί» [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: Αγ. Διαδόχου Φωτικής, Τα εκατόν «Γνωστικά Κεφάλαια», 1977, σελ. 152.]
Σε άλλο σημείο γράφει ο ίδιος:
«Γεύει μεν ούν το άγιον Πνεύμα εν αρχαίς της προκοπής, είπερ θερμώς ερασθώμεν της αρετής τον Θεού, την ψυχήν εν πάση αισθήσει και πληροφορία της γλυκύτητος τον Θεού, ίνα έχη ειδέναι ο νους εν ακριβεί επιγνώσει το τέλειον έπαθλον των φιλόθεων πόνων» [ ενθ. άνωτ. κεφ. 90, σελ. 205.]
Με αυτή την πρώτη περίοδο της ελεύσεως του Θεού λαμβάνουμε ένα κεφάλαιο της νέας ζωής, ένα κεφάλαιο της Χάριτος. Μας ελκύει ο Θεός προς τον Εαυτό του, ώστε μετά από αγώνες και θυσίες πολλές να Τον οικειοποιηθούμε. Για αυτόν τον πόνο και τον αγώνα θα αναφερθούμε πιο κάτω. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η νέα περίοδος της κλήσεως από τον Θεό είναι περίοδος γλυκύτητας, ευφροσύνης πνευματικής, περίοδος, όπως σημειώθηκε, καρδιακών βιωμάτων. Σε αυτά τα γεγονότα και ειδικότερα στο ερώτημα τι προηγείται πρώτα, η Χάρη ή ο πειρασμός, αναφέρεται και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος:
« Ερώ: Τι ούν λοιπόν, πρώτον ο πειρασμός, και τότε το χάρισμα· ή το χάρισμα, πρώτον, και ούτως οπίσω αυτού ο πειρασμός;
Απόκ: Ουκ έρχεται ο πειρασμός, ει μη πρώτον δέξεται η ψυχή εν τω κρυπτώ μέγεθος υπέρ το μέτρον αυτής, και το πνεύμα της χάριτος, όπερ εδέξατο πρώτον. Και μαρτυρεί περί τούτον ο πειρασμός του Κυρίου, ομοίως και οι πειρασμοί των Αποστόλων. Ου γαρ παρεχωρήθησαν εισελθείν εις πειρασμούς, έως αν εδέξαντο τον παράκλητον. Οι γαρ κοινωνούντες τοις αγαθοίς, αρμόζει αυτοίς υπομείναι τους πειρασμούς αυτών, ότι μετά τον αγαθόν η θλίψις αυτών. Ούτω γαρ ήρεσε τω σοφώ Θεώ εν πάσι ποιείν. Και ει τούτο ούτω, τουτέστιν η χάρις προ του πειρασμού, άλλ’ όμως πάντων προηγήσατο η αίσθησις των πειρασμών της αισθήσεως της χάριτος, δια την δοκιμήν της ελευθερίας. Ουδέποτε γαρ η χάρις προλαμβάνει εις τίνα, προ του γεύσασθαι των πειρασμών. Προηγείται μεν ουν η χάρις εν τω νοΐ, εν δε τη αισθήσει βραδύνει».[Ισαάκ του Σύρου, Ασκητικά, δκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 192-193]

Την πασχάλεια αυτή ατμόσφαιρα ζουν πολλοί. Ας αρκεσθούμε σε μια έγγραφη μαρτυρία, για την κατάσταση πού ζούσε ο μακάριος Γέροντας Σιλουανός μετά την εμφάνιση του Χριστού σε αυτόν.
«Τη στιγμή της Επιφάνειας του Θεού ολόκληρη η ύπαρξή του πληροφορήθηκε πώς του συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες του. Χάθηκαν οι φλόγες του άδη πού βρυχόταν γύρω του, έπαψε η κόλαση πού δοκίμαζε μισό χρόνο. Τώρα του δόθηκε να ζήση την ιδιαίτερη χαρά και την μεγάλη ανάπαυση της ειρηνεύσεως με τον Θεό. Στην ψυχή του κυριαρχούσε το νέο γλυκύ αίσθημα της αγάπης για τον Θεό και τους ανθρώπους, για κάθε άνθρωπο. Έπαψε η προσευχή της μετάνοιας, έφυγε εκείνη η αβάστακτη πύρινη αναζήτηση της αφέσεως, πού δεν άφηνε τον ύπνο να έρθη στα βλέφαρα του. Άραγε αυτό σήμαινε πώς τώρα μπορούσε να παραδοθή ήσυχα στον ύπνο; Όχι βέβαια.
Τον πρώτο καιρό μετά την επιφάνεια η ψυχή του Συμεών, πού γνώρισε την ανάστασή της και είδε το φως της αληθινής και αιώνιας υπάρξεως, έζησε σε ένα πασχαλινό πανηγύρι. Όλα ήταν ωραία: ο κόσμος μεγαλειώδης, οι άνθρωποι ευχάριστοι, η φύση ανείπωτα όμορφη, το σώμα άλλαξε κι έγινε ανάλαφρο, προστέθηκαν δυνάμεις, ο λόγος του Θεού έδινε χαρά στην ψυχή, οι ολονύκτιες αγρυπνίες στην εκκλησία και κυρίως οι προσευχές στο κελί έγιναν γλυκείες. Ξέχειλη από χαρά η ψυχή σπλαχνιζόταν τους ανθρώπους και δεόταν για όλο τον κόσμο». [Αρχιμ. Σωφρονίου, ένθ. ανωτ. σελ. 33-34.]
Είναι αδύνατον να περιγραφή αυτή η κατάσταση με λόγια. Η βίωση της Ακτίστου Χάριτος δεν μπορεί να περικλεισθή σε κτιστά ρήματα. Μόνον ο αναγεννημένος, ο μεμυημένος με την πείρα, μπορεί να αντιληφθεί αυτήν την πραγματικότητα. Την εποχή αυτή όλα είναι καινούργια. Αισθάνεται την παρουσία του Θεού σαν προσωπική παρουσία, θεωρεί τους λόγους των όντων σε όλη την δημιουργία. Όλα είναι καθαρά. Τα πουλιά, τα δένδρα αποκτούν   άλλη διάσταση. Όλα τα βλέπει κάτω από το αιώνιο, κάτω από την ενέργεια της Ακτίστου Χάριτος και του Ακτίστου Φωτός. Παύουν να τον απασχολούν τα κοινά προβλήματα της καθημερινότητας. Δεν ενδιαφέρεται για τη γνώμη πού οι άλλοι έχουν για αυτόν. Περιφρονεί κάθε ταλαιπωρία. Μοναδική απασχόληση η προσευχή και η κοινωνία με τον Θεό. Είναι μια ζωή ερωτικής αναφοράς. Και αυτός ο έρωτας γεννήθηκε από την έλευση της Χάριτος.
«Μακάριος όστις τοιούτον προς Θεόν εκτήσατο πόθον, οίον μανικός εραστής προς την εαυτόν ερωμένην κέκτηται… Τούτω τις τω βέλει τρωθείς, έλεγε περί εαυτού (όπερ θαυμάζω), ως «εγώ καθεύδω» δια την χρείαν της φύσεως, «η δέ καρδία μου γρηγορεί», δια το πλήθος του έρωτος». [Κλίμαξ Ιωάννου του Σιναΐτου, έκδ.«Αστήρ», Παπαδημητρίου 1970, Λόγος Λ', ε και ζ σελ. 168.]
Τα πάθη δεν ενεργούν. Ο άνθρωπος «πάσχει την θέωσιν».
Ένας εκλεκτός φίλος μοναχός, πού ασκείται στον ιερόν Άθωνα, μας λέει τα γνωρίσματα της Χάριτος. Γνώριζα ότι είχε πολλές ευλογημένες εμπειρίες. Με αγάπη πολλή ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου και έτσι καταγράφω εδώ την περιγραφή πού κάνει γι’ αυτήν την πρώτη έλευση της θείας Χάριτος.
«Από την αρχή της μοναχικής μου ζωής ζούσα μια ήσυχη, καλή ζωή. Οι ακολουθίες στο Μοναστήρι και η μυστηριακή ζωή με θέρμαιναν, με ανέπαυαν. Αυτό μέχρι την ώρα πού γεννήθηκε μέσα μου κάτι άλλο, μέχρι την ώρα πού αναπτύχθηκε η εσωτερική ζωή. Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα κάψιμο εσωτερικό, ένα κάψιμο θείας αγάπης. Η φυσική και καλή ζωή πού ζούσα μέχρι τότε, φαινόταν τώρα πολύ σκοτεινή, χωρίς νόημα και περιεχόμενο. Άρχισα να βρίσκω το χώρο της καρδιάς, το κέντρο της υπάρξεως, τον ευλογημένο εκείνο χώρο πού ανακαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και μέσα στον όποιο αποκαλύπτεται ο Ίδιος ο Θεός.
Αυτή η καρδιά είναι το πρόσωπο, γιατί πρόσωπο είναι «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος εν τω αφθάρτω του πνεύματος… ο εστίν ενώπιον του Θεού πολυτελές» (Α’ Πέτρου γ’ 4). Μέχρι τότε διάβαζα αυτά στα βιβλία, τώρα τα έβλεπα στην πραγματικότητα. Ένοιωθα αυτό πού λέγει ο αββάς Παμβώ «ει έχεις καρδίαν δύνασαι σωθήναι», αυτό πού λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος εν καρδία» και ο απόστολος Παύλος «ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών». Η καρδιά πού είναι τα άγια των αγίων «της μυστικής ενώσεως Θεού και ανθρώπου, αυτής της ενυποστάτου δι’ Αγίου Πνεύματος ελλάμψεως» ανακαλύφθηκε. Αισθανόμουν την καρδιά σαν Ναό μέσα στον οποίο λειτουργούσε ο αληθινός Ιερεύς της θείας Χάριτος. Παράλληλα με τον κτύπο του σαρκικού οργάνου της καρδίας, ακουγόταν και ένας άλλος κτύπος βαθύτερος και γρηγορότερος. Αυτός ο κτύπος συντονιζόταν με την ευχή του Ιησού. Ή μάλλον η ίδια η καρδιά έλεγε την ευχή. Όλη αύτη η κατάσταση συνδεόταν με μερικά χαρακτηριστικά.
Αναπτύχθηκε μια ερωτική κοινωνία με τον Θεό. Τότε καταλάβαινα γιατί οι Πατέρες ονόμαζαν τον Θεό έρωτα. «Ο Θεός έρως εστί και εραστόν» (Μάξιμος ο Ομολογητής) και «ο εμός έρως εσταύρωται» (αγ. Ιγνάτιος Θεοφόρος). Κάθε μέρα αισθανόμουν την περίπτυξη του Θεού. Αυτή η αγάπη εκείνο τον καιρό με είχε τρελάνει. Ό Θεός βιωνόταν ως ελεήμων, ως γλύκα και γλυκασμός. Άναψε μέσα στην καρδιά μου το ευλογημένο πυρ, πού έκαιγε τα πάθη και δημιουργούσε ανέκφραστη πνευματική ηδονή.
Αναζητούσα ησυχία, σκοτάδι, ηρεμία εξωτερική. Τα μικρά κελιά, οι τρύπες των βράχων, ο ανοιχτός ορίζοντας της φύσεως, τα σκοτεινά μέρη με δέχονταν σαν φιλοξενούμενο. Τη νύχτα έβγαινα στις ερημιές του Άθωνα. Μαγεία! Ευλογία! Μέθη! Στη μοναξιά και στην πολυκοσμία, στην έρημο και στα κοινόβια ζούσα την παρουσία του Θεού, την θεία περίπτυξη. Αναπτύχθηκαν τότε άλλες αισθήσεις, αισθήσεις πνευματικές, η νοερά αίσθηση, η νοερά δράση και ακοή. Όλος ο νους ήταν συγκεντρωμένος μέσα στο βάθος της καρδιάς και άκουγε εν ακορέστω γλυκασμώ την ευχή πού λεγόταν μέσα εκεί. Όλος ο εσωτερικός κόσμος ενοποιημένος. Όλα έδειχναν ότι γεννήθηκε ένας καινούργιος άνθρωπος, ένας καινούργιος κόσμος και μια καινή ζωή. Μια θερμότητα έκαιγε τα πάντα. «Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν ως ελάλει ημίν εν τη οδώ…;» Η αίσθηση των μαθητών αυτών υπήρξε δική μου βίωση. Αισθανόμουν καλά τον λόγο του Χριστού: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη;» Και τον λόγον ότι ο Θεός «πυρ εστί καταναλίσκον». Άλλοτε αυτή η θέρμη και αυτή η φωτιά μετατρεπόταν σε πληγή βαθιά. Αισθανόμουν ότι αυτή η θερμότητα αναγεννούσε την ύπαρξή μου, πρώτα την ψυχή και μετά επεκτεινόταν και στο σώμα. Η αίσθηση ότι τώρα γεννήθηκα σε άλλον κόσμο ήταν διαρκής. Χοροπηδούσα σαν μικρό παιδί. Ακόμα υπήρξαν μερικές φορές πού ένοιωσα και τη σάρκα μου σαν μικρού παιδιού, πού μόλις βγήκε από την μήτρα της μάνας του.
Αυτό δημιουργούσε βαθύτατη ειρήνη λογισμών. Ο νους καθοριζόμενος διαρκώς απέβαλε όλα τα ξένα στοιχεία, τα οποία σαν λέπια τον εκάλυπταν. Γινόταν έτσι ελαφρός και πάντοτε εύρισκε καταφύγιο στην καρδιά. Εκεί παρέμεινε και ευφραινόταν πνευματικά. Εκεί μερικές φορές άκουγε και τη φωνή του Θεού, πού ήταν πολύ συνταρακτική και δημιουργούσε πηγές δακρύων. Η γνωριμία με τον Θεό ήταν προσωπική. Η γνώση του Θεού πραγματικό γεγονός.
Μερικές φορές βυθιζόμουν σε βαθιά μετάνοια. Ο νους μπαίνοντας στην καρδιά εν Χάριτι έβλεπε το σκοτάδι, τη βρομιά της ψυχής και όλη η ύπαρξη ξεχυνόταν σε καυτά δάκρυα. Έκλαιγε η καρδιά. Τα δάκρυα της καρδιάς ξεχύνονταν επάνω της και την ξέπλεναν από την αμαρτία. Παράλληλα άνοιγαν και τα μάτια και γίνονταν πηγές δακρύων. Άλλοτε έκλαιγε μόνον η καρδιά και άλλοτε και το σώμα. Θρήνος βαθύς από την αποκάλυψη της ασωτίας…  Κλάμα πολύ, αλλά όχι με απελπισία. Ήταν συνδεδεμένο με την αίσθηση της αγάπης του Θεού.
Εκείνο τον καιρό όλα ήταν ωραία. Η λέξη ωραία δεν έχει σχέση με την αισθητική, αλλά με την οντολογική πραγματικότητα. Έβλεπα τους λόγους των όντων σε όλη τη Δημιουργία. Και αυτό προξενούσε άρρητη ευφροσύνη. Όλα εξέφραζαν την αγάπη του Θεού. Η ανάγνωση της Γραφής έτρεφε την καρδιά. Οι λέξεις δεν πήγαιναν στη λογική, αλλά εισχωρούσαν στην καρδιά και τη ζωογονούσαν. Όπως το μωρό ρουφά το γάλα από το μαστό της μάνας του και τρέφεται, έτσι αισθανόταν η καρδιά που τρεφόταν από το λόγο του Θεού. Γινόταν μετάγγιση αίματος. Τα βιβλία των Πατέρων τα διάβαζα με άλλο πρίσμα. Γνωστά κείμενα τότε τα έβλεπα διαφορετικά. Σαν να είχα αποκτήσει καινούργια μάτια και σαν να είχα μάθει καινούργια γλώσσα. Αισθανόμουν συγγενής πνευματικά με τους Πατέρες. Όμως τις πιο πολλές φορές δεν ήθελα να διαβάζω ούτε ακόμα και βιβλία πατερικά. Σαν να σταματούσαν την προσωπική επικοινωνία με τον εράσμιο Νυμφίο, σαν να διέκοπταν τη ζωντανή επικοινωνία με τον Δημιουργό του Παντός.
Τα πάθη δεν ενεργούσαν τότε. Ένιωθα όχι ηθικές αναστολές  αλλά την αναγέννησή μου. Ήμουν τόσο μεθυσμένος, ώστε δεν με ενδιέφερε απολύτως τίποτε. Υπήρχε μέσα μου μια ακατάσχετη αναζήτηση και επιθυμία να μη με αγαπούν οι άνθρωποι και μάλιστα να με περιφρονούν. Αφού είχα την αγάπη του Θεού, δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο. Ζούσα μια ερωτική ζωή, ζωή δακρύων… Η μόνη απασχόληση εγώ και ο Θεός. Αποζητούσα τη μοναξιά πού ήταν κοινωνία. «Ενώπιος Ενωπίω», «πρόσωπον προς Πρόσωπον». Αλλά και όταν ευρισκόμουν σε πολυκοσμία, η εσωτερική φωνή ήταν ισχυρότερη. Και όταν κατά την διάρκεια ακολουθίας ο Γέροντας με έβαζε να ψάλλω, εγώ συγχρόνως άκουγα και αυτήν την εσωτερική φωνή της καρδιάς να επαναλαμβάνει την ευχή πού έγινε το εντρύφημά μου.
Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέρα-νύχτα έλεγα την ευχή. Και την ώρα πού κοιμόμουν η καρδιά προσευχόταν. Την άκουγα καθαρά να αδολεσχεί με τον Θεό.
Όποιος θέλει να διαπιστώσει αν υπάρχει Θεός, ας δοκιμάσει. Θα συνάντησει έναν ζωντανό Θεό! Η Χάρη του Θεού με αξίωσε εμένα το έκτρωμα όλου του κόσμου να αποκτήσω μια μικρή σταγόνα γνώσεως Θεού».

Μακαρίζω και ζηλεύω αυτόν τον εκλεκτό φίλο μου. Και τον θεωρώ σαν την μεγαλύτερη ευεργεσία του Θεού σε μένα.
Αντιγράφοντας αυτά, θυμάμαι τους λόγους των Πατέρων για τον θειο ΄Ερωτα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει:
«Ου γαρ έστιν ουκ εστίν ουδέν, ο μη νικά πόθος, όταν δε και Θεού πόθος ή, πάντων εστίν υψηλότερος, και ούτε πυρ, ον σίδηρος, ου πενία, ουκ αρρώστια, ου θάνατος, ουκ άλλο τι των τοιούτων φανείται δεινόν τω τοιούτον κεκτημένω έρωτα, αλλά πάντων καταγελάσας, προς τον ουρανόν πτήσεται και των εκεί διατριβόντων ουδέν έλαττον διακείσεται, ουδέν έτερον ορών, ουκ ουρανόν, ου γήν, ου θάλατταν, αλλά προς ένα κάλλος τεταμένος το της δόξης εκείνης… ερασθώμεν τοίνυν τούτον τον έρωτα (τούτον γαρ ίσον ουδέν)… τούτων γαρ απάντων μείζον, το τον Χριστόν ερωμένον έχειν και εραστήν». [Νικόδημου Αγιορείτου: Νέα Κλίμαξ, έκδ. Σχοινά, Βόλος 1956, σελ. 36-37.]
Τα ίδια λέγει και ο Μ. Βασίλειος: «Μακάριοι οι του αληθινού κάλλους φιλοθεάμονες, οιονεί γαρ προσδεθέντες αυτώ δια της αγάπης, και τον επουράνιον και μακαριστόν ερώντες έρωτα, επιλανθάνονται μεν οικείων και φίλων, επιλανθάνονται δε οίκου και περιουσίας απάσης, εκλαθόμενοι δε και της σωματικής εις το εσθίειν και πίνειν ανάγκης, μόνω τω θείω και καθαρώ προστετήκασιν έρωτι». [ ενθ. άνωτ. σελ. 39.]
Πηγή: www.neoastro.gr

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος: Περί Λογισμών Βλασφημίας



Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος: Περί Λογισμών Βλασφημίας
ΛΟΓΟΣ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Περὶ λογισμῶν βλασφημίας
ΑΠΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΔΗ ρίζα καὶ φοβερὴ μητέρα -ἐννοῶ τὴν μολυσμένη ὑπερηφάνεια- ἀκούσαμε προηγουμένως ὅτι προέρχεται ἕνας πολὺ φοβερὸς ἀπόγονος, δηλαδὴ ἡ ἀνέκφραστη βλασφημία. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ τὴν φέρωμε στὴν μέση, διότι δὲν εἶναι τυχαῖος ἐχθρός, ἀλλὰ ἐχθρὸς καὶ ἀντίπαλος φοβερώτερος ἀπὸ κάθε ἄλλον. Τὸ δὲ χειρότερο εἶναι, ὅτι δὲν μπορεῖς εὔκολα νὰ τὴν ἐκφράσης καὶ νὰ τὴν ἐξομολογηθῆς ἢ νὰ τὴν στηλιτεύσης ἐνώπιον πνευματικοῦ ἰατροῦ. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ πολλὲς φορὲς αὐτὴ ἡ ἀνόσιος ἔφερε πολλούς σε ἀπόγνωσι καὶ ἀπελπισία καὶ κατέστρεψε κάθε τους ἐλπίδα, ὅπως τὸ σαράκι τὸ ξύλο.
2. Αὐτὴ λοιπόν, αὐτὴ ἡ παμμίαρη βλασφημία εὐχαριστεῖται πολλὲς φορὲς κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἁγίων συνάξεων καὶ ἀκόμη τὴν φρικτὴ ὥρα τῆς τελέσεως τῶν Μυστηρίων νὰ ὑβρίζη τὸν Κύριον καὶ τὰ τελούμενα ἅγια μυστήρια. Ἀπὸ αὐτὸ ἀντιλαμβανόμεθα πλήρως ὅτι δὲν τὰ πρόφερε τὰ ἀνείπωτα καὶ ἀσεβῆ καὶ ἀκατανόητα ἐκεῖνα λόγια ἡ ἰδική μας ψυχή, ἀλλὰ ὁ ἀντίθεος δαίμων, ὁ ὁποῖος ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, διότι καὶ ἐκεῖ σκέφθηκε νὰ βλασφημήση τὸν Κύριον.
Διότι ἂν ἦταν ἰδικά μου τὰ ἄσεμνα καὶ ἀπρεπῆ ἐκεῖνα λόγια, πῶς δέχομαι τὸ δῶρο τῆς Θείας Κοινωνίας καὶ τὸ προσκυνῶ; Πῶς μπορῶ νὰ ὑβρίζω καὶ νὰ δοξολογῶ συγχρόνως;
3. Πολλοὺς πολλὲς φορὲς ὁ ἀπατεὼν δαίμων τῆς βλασφημίας τοὺς ὡδήγησε σὲ παραφροσύνη.
Διότι κανεὶς ἄλλος λογισμὸς δὲν εἶναι τόσο δύσκολος στὴν ἐξαγόρευσί του ὅσο αὐτός. Γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορὲς σὲ πολλοὺς ἐγήρασε μέσα τους. Καὶ ὡς γνωστὸν τίποτε δὲν ἰσχυροποιεῖ τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς λογισμοὺς ἐναντίον μας, ὅσο τὸ νὰ τοὺς τρέφωμε καὶ νὰ τοὺς ἀποκρύπτωμε μέσα στὴν καρδιά μας ἀνεξομολόγητους.
4. Κανεὶς ἂς μὴ θεωρῆ τὸν ἑαυτόν του αἴτιο γιὰ τοὺς λογισμοὺς τῆς βλασφημίας. Ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶναι καρδιογνώστης, γνωρίζει καλὰ ὅτι δὲν εἶναι ἰδικά μας αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ λόγια καὶ οἱ σκέψεις, ἀλλὰ τῶν ἐχθρῶν μας.
5. Ἡ μέθη εἶναι αἰτία στὸ νὰ σκοντάφτη κάποιος. Ὁμοίως καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι αἰτία τῶν ἀπρεπῶν λογισμῶν. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐσκόνταψε εἶναι ἀναίτιος γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ θὰ τιμωρηθῆ πάντως, διότι ἐμέθυσε.
6. Ὅταν ἐσταθήκαμε νὰ προσευχηθοῦμε, ξεσηκώθηκαν ἐναντίον μας οἱ ἀκάθαρτοι ἐκεῖνοι καὶ ἀνείπωτοι λογισμοί. Καὶ μόλις ἐτελειώσαμε τὴν προσευχή, ἔφυγαν ἀμέσως. Διότι δὲν συνηθίζουν νὰ μάχωνται ἐκείνους ποὺ δὲν τοὺς μάχονται.
7. Ὄχι μόνο τὸν Θεὸν καὶ τὰ θεῖα ὁ ἄθεος αὐτὸς δαίμων βλασφημεῖ, ἀλλὰ καὶ προφέρει μέσα στὸν νοῦ μας μερικὰ αἰσχρότατα καὶ ἄπρεπα λόγια, γιὰ νὰ ἐγκαταλείψωμε τὴν προσευχὴ ἢ γιὰ νὰ πέσωμε σὲ ἀπόγνωσι. Ἔτσι πολλοὺς τοὺς ἐμπόδισε ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ πολλοὺς τοὺς ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὰ Μυστήρια.
Σὲ μερικοὺς κατέτηξε τὰ σώματα ἀπὸ τὴν λύπη. Ἄλλους ὁ πονηρὸς αὐτὸς καὶ ἀπάνθρωπος τύραννος τοὺς ἐδάμασε μὲ τὴν νηστεία καὶ δὲν τοὺς ἐπέτρεψε τὴν παραμικρὴ ἀνακούφισι.
Καὶ κατώρθωσε νὰ πείση ὄχι μόνο τους κοσμικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς μοναχούς, ὅτι δὲν τοὺς ἀπολείπεται πλέον καμμία ἐλπίδα σωτηρίας καὶ ὅτι εἶναι ἐλεεινότεροι ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀπίστους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς εἰδωλολάτρες ἀκόμη.
8. Ὅποιος ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς βλασφημίας καὶ θέλει νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπ᾿ αὐτό, ἂς ἐννοήση καλὰ ὅτι αἰτία αὐτῶν τῶν λογισμῶν δὲν εἶναι ἡ ἰδική του ψυχή, ἀλλὰ ὁ ἀκάθαρτος δαίμων, ποὺ εἶπε κάποτε πρὸς τὸν Κύριον: «Ταῦτα πάντα σοὶ δώσω, ἐὰν πεσῶν προσκυνήσῃς μοι» (Ματθ. δ´ 9).
Γιὰ τοῦτο καὶ ἐμεῖς ἂς τὸν περιφρονοῦμε καὶ ἂς μὴ ὑπολογίζωμε καθόλου τὰ λεγόμενά του καὶ ἂς τοῦ λέγωμε: «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ. Κύριον τὸν Θεόν μου προσκυνήσω καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσω» (πρβλ. Ματθ. δ´ 10)· «σοῦ δὲ ἐπιστρέψει ὁ πόνος καὶ ὁ λόγος ἐπὶ τὴν κεφαλήν σου, καὶ ἐπὶ τὴν κορυφήν σου ἡ βλασφημία σου καταβήσεται» (πρβλ. Ψαλμ. ζ´ 17) ἐν τῷ νῦν αἰώνι καὶ ἐν τῷ μέλλοντι».
9. Ὅποιος προσπαθεῖ νὰ παλαίψῃ ἐναντίον τοῦ δαίμονος τῆς βλασφημίας μὲ διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν προηγούμενο τρόπο, ὁμοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ συλλάβη τὴν ἀστραπὴ μὲ τὰ χέρια του. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συλλάβη ἢ νὰ ἀντειπῆ ἢ νὰ παλαίψῃ ἐναντίον ἐκείνου ποὺ ἐπέρχεται στὴν καρδιὰ ξαφνικὰ σὰν ἄνεμος, ποὺ εἶναι τὰ λόγια του γρηγορώτερα ἀπὸ τὴν ριπὴ τοῦ ὀφθαλμοῦ, καὶ ποὺ ἀμέσως γίνεται ἄφαντος;
10. Ὅλοι οἱ ἐχθροὶ ἵστανται ἀπέναντί μας καὶ μάχονται καὶ ἀργοῦν κάπως καὶ δίνουν καιρὸ στὸν ἀνταγωνιστή τους. Αὐτὸς ὅμως ὄχι! Ἀλλὰ μόλις φάνηκε ἔφυγε, καὶ μόλις ὡμίλησε ἀνεχώρησε.
11. Πολλὲς φορὲς τοῦτος ὁ δαίμων συνηθίζει νὰ εἰσχωρῆ στὸν νοῦ τῶν πιὸ ἁπλῶν καὶ πιὸ ἀκεραίων, διότι αὐτοὶ θορυβοῦνται καὶ ταράσσονται ὑπερβολικά, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ σ᾿ αὐτούς, ἔχομε τὴν γνώμη, ὅτι ὁ πόλεμος ὀφείλεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν φθόνο τῶν δαιμόνων καὶ ὄχι στὴν οἴησι.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Ο πνευματικός αγών

 



Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ
ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ δέν γνωρίζουν τί θά πεῖ πνευματικός ἀγώνας. Νομίζουν ὅτι ὅλα ἀρχίζουν καί τελειώνουν με τήν τήρηση μερικῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, συνήθως προσαρμοσμένες στίς δικές τους προσωπικές ἐπιλογές. Μέ ἐπιπολαιότητα ἀμβλύνουν τό περιεχόμενό τους σύμφωνα μέ τίς ἀπαιτήσεις τῆς σύγχρονης ἐποχῆς, ἡ ὁποία ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, δέν ἔχει χριστιανικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται προφανῶς γιά κατ᾽ ὄνομα χριστιανούς, πού ποτέ δέν θέλησαν νά τηρήσουν μέ συνέπεια τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀρνούμενοι κάθε συμβιβασμό μέ τόν ἁμαρτωλό κόσμο. Καί ἐδῶ βρίσκεται τό μεγάλο ποιμαντικό πρόβλημα, τό ὁποῖο πρέπει νά ἀπασχολεῖ τούς κληρικούς. Κανένας, βέβαια, δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ὅτι ἡ ἐπιτυχία εἶναι εὔκολη καί γρήγορη ὑπόθεση.

Οἱ κληρικοί πρέπει νά διδάσκουν καί νά παραδειγματίζουν τους ἀνθρώπους καί ἀπό ἐκεῖ καί πέρα χρειάζεται ἡ δική τους ἀποδοχή και ἐπιθυμία νά ἀκολουθήσουν τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ὑπάρχει και ἕνα εὔλογο ἐρώτημα, στό ὁποῖο πρέπει νά ἀπαντήσουμε. Ἐπιτελοῦν ἆραγε τό ἔργο τους ὅλοι οἱ κληρικοί; Διδάσκουν τόν καθαρό λόγο τοῦ Θεοῦ; Δίνουν τό παράδειγμα στούς ἀνθρώπους; Ἡ πραγματικότητα μᾶς ἀναγκάζει νά ποῦμε «ὄχι». Χωρίς νά λείπουν οἱ φωτεινές ἐξαιρέσεις, οἱ κληρικοί εἶναι κακοί ἐπαγγελματίες καί ἀγωνίζονται νά βγάλουν τό ψωμί τους. Δέν τούς ἐνδιαφέρει πολύ, ἐάν τά λόγια καί οἱ πράξεις τους σκανδαλίζουν καί ἀπομακρύνουν τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν Ἐκκλησία! Εἶναι ἀπαιτητικοί ὑπάλληλοι, πού συνεχῶς μιλοῦν για δικαιώματα καί ἔχουν ξεχάσει ὁριστικά τίς ὑποχρεώσεις καί τά καθήκοντά τους. Συμβαίνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο, πού ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος, ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δέν ἔχουν δικαιώματα, ἀλλά μόνο ὑποχρεώσεις πρός τούς ἀδελφούς τους.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος παρομοίαζε τόν πνευματικό ἀγώνα μέ την καλλιέργεια ἑνός κήπου. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τά λόγια του: «Τί εἶναι ὁ πνευματικός ἀγώνας; Νά, ἡ ψυχή εἶναι ἕνας κῆπος, χωρισμένος σε δύο μέρη. Στόν μισό φυτρώνουν ἀγκάθια καί στόν ἄλλο μισό λουλούδια. Καί ἔχουμε μιά δεξαμενή μέ νερό, μέ δύο βρύσες καί δύο αὐλάκια. Ἡ μιά κατευθύνει νερό στά ἀγκάθια καί ἡ ἄλλη στά λουλούδια. Κάθε φορά μία βρύση μπορῶ ν᾽ ἀνοίξω. Ἀφήνω ἀπότιστα τά ἀγκάθια καί μαραίνονται, ποτίζω τά λουλούδια καί ἀνθίζουν».
Μακάρι κάποτε οἱ χριστιανοί νά ἐκτιμήσουν τήν ἀναγκαιότητα τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα καί νά ἀποδεχτοῦν ὅτι ἡ σωτηρία τους εἶναι ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα. Ὁ μή ἀγωνιζόμενος δέν πρόκειται νά ἀξιωθεῖ τῆς εἰσόδου στόν Παράδεισο. Ἀλλά καί στήν παροῦσα ζωή θά ἀντιμετωπίζει ποικίλες δυσκολίες καί δέν θά εἶναι σέ θέση νά τίς ξεπερνάει χωρίς νά τόν βυθίζουν στήν ἀπογοήτευση καί δυστυχία.

Ορθόδοξος Τύπος,11/10/2013
ΑΚΤΙΝΕΣ

ΣΧΟΛΙΟ : Δέν υπάρχει ενορία. Τό νόημα τής σημερινής ζωής είναι η εύκολη εργασία. Καί ο ιερεύς είναι μιά εύκολη εργασία. 
Σήμερα δέν έχουμε νά πληρώσουμε τούς τόκους. Αυτό είναι τό πνευματικό πρόβλημα. Μάς δίνει ο Κύριος τό κεφάλαιο καί δέν αποδίδουμε τούς τόκους, διότι νομίζουμε ότι τό κεφάλαιο είναι δικό μας! 
Όταν έλθει η στιγμή τής κρίσεως καί θά πρέπει νά τού αποδώσουμε καί τό κεφάλαιο, τί θά απομείνει; 
Μερικοί δέν καταθέτουν τό κεφάλαιο κάν στήν εκκλησία, αλλά σέ πυραμίδες επιτηδείων πού υπόσχονται μεγάλο κέρδος.
ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙ-ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ. ΟΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΙ. ΔΙΟΤΙ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΙ! ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ!
Αμέθυστος