Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Η ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΛΩΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

 
(Δογματική). Οὐδείς ἴσως κλάδος τῆς Δογματικῆς ἐμφανίζει τόσα θεολογούμενα σημεῖα ὅσα ἡ ἀγγελολογία. Πράγματι, τό ἐκ τῆς θείας ἀποκαλύψεως δεδομένον εἰς τήν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας φῶς δέν εἶναι ἀρκετόν, ὅπως διαυγάση πολλάς ἐκ τῶν ὄψεων τοῦ περί τῶν ἐπουρανίων τούτων ὄντων θέματος. Αὗται, ἄν καί κεντρίζουν τήν εὐσεβῆ περιέργειαν μέ ἰδιαιτέραν δύναμιν, δέν ἐκπροσωποῦν στοιχεῖα τῆς πίστεως ἀπαραίτητα διά τήν σωτηρίαν καί πιθανῶς οὐδέποτε πρόκειται οὕτω νά γίνουν ἀντικείμενον γνώσεως βεβαίας ἐκ μέρους τῆς ἐπί γῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἁγία Γραφή ἀναφέρει πολλά περί τῶν ἀγγέλων, εἴτε γεγονότα, εἰς ἅ πρωταγωνιστοῦν ἤ μετέχουν οὗτοι, εἴτε ἀφορισμούς καί ὑπαινιγμούς περί τῆς προελεύσεως καί τῶν ἰδιοτήτων των. Ὄχι ὀλίγα, ἐπίσης, εἶναι τά ὅσα σχετικά προσκομίζει ἡ Παράδοσις, κυρίως διά τῆς πατερικῆς γραμματείας καί τῆς ἀσκητικῆς πράξεως. Παρά ταῦτα, ὀλίγα παραμένουν τά περί τῶν ἀγγέλων ἐξηκριβωμένα καί ἀναντιρρήτως παραδεκτά, ἐνῶ τά ὑπόλοιπα περιβάλλονται ἀπό τήν ἀχλύν τῆς ἀδηλότητος καί ἀποτελοῦν πεδίον μόνον τῶν εἰκασιῶν καί τῶν ὑποθέσεων, ἀκινδύνων ὡς ἐπί τό πολύ.

O ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΛΩΝ ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 
(Κ. Διαθήκη). Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ὁ περί ἀγγέλων λόγος εἶναι λίαν πυκνότερος εἰς τήν Καινήν ἀπό ὅ,τι εἰς τήν Π. Διαθήκην. Ἡ σάρκωσις τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἡ δι' αὐτοῦ δοθεῖσα εἰς τούς ἀνθρώπους χάρις καί ἀλήθεια (Ἰω. α´ 14,17), ἐπανασυνέδεσαν τελείως τό ἀνθρώπινον γένος καί τήν ὁρατήν κτίσιν μέ τόν πνευματικόν κόσμον. Οἱ πολῖται τοῦ κόσμου τούτου, τά ἄϋλα πνεύματα, ἦτο ἄρα ἑπόμενον, διά τοῦ Χριστοῦ, νά ἔλθουν εἰς συχνότερον καί εὐρύτερον συγχρωτισμόν μέ τούς ἀνθρώπους καί ἡ περί τῶν πνευμάτων τούτων διδασκαλία τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν νά διασαφηνισθῆ. Ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἔχει οὕτω μίαν παράλληλον συμπλησίασιν τῶν ἀγγέλων πρός τόν ὁρατόν κόσμον, τόσον εἰς γεγονότα, ὅσον καί εἰς ἀποκαλυπτικότητα.
Αὐτός ὁ Κύριος διακηρύσσει τήν ὕπαρξιν τῶν ἀγγέλων (Μάρκ. η´ 38, Λουκ. ιε´ 10, ιστ´ 22 κ.ἄ.), κατά δέ τά κορυφαῖα σημεῖα τοῦ βίου του ἐμφανίζονται οὗτοι ὡς λειτουργοί, ὑπηρέται καί συμπαραστάται τῆς θεανδρικῆς του φύσεως, αἰνοῦντες αὐτόν μαρτυροῦντες περί αὐτοῦ, διακονοῦντες αὐτῷ, ἐνισχύοντες τήν ἀνθρωπίνην φύσιν αὐτοῦ καί παρεμβαίνοντες ὡς δευτεραγωνισταί. Οὕτως, ὁ Γαβριήλ εὐαγγελίζεται τήν ἔλευσίν του (Λουκ. α´ 26 κ. ἑξ.), ὁ "ἄγγελος Κυρίου" ἐμφανίζεται εἰς τόν Ἰωσήφ (Ματθ. α´ 20 κ. ἑξ., β´ 13,19,20) καί εἰς τούς ποιμένας (Λουκ. β´ 8 κ. ἑξ.), στρατιά ὁλόκληρος δοξολογεῖ τόν Ὕψιστον ἐπί τῇ γεννήσει τοῦ Σωτῆρος (Λουκ. β´ 13,15), ἄλλοι διακονοῦν αὐτῷ εἰς τήν ἔρημον μετά τό πέρας τῶν πειρασμῶν (Ματθ. δ´ 11), ἕτερος ἐνισχύει αὐτόν εἰς τό ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, πρό τοῦ πάθους (Λουκ. κβ´ 43), ἐνῶ λεγεῶνες των θά παρίσταντο πρός ὑπεράσπισίν του κατά τήν σύλληψιν, ἄν τό ἐζήτει ἀπό τόν πατέρα του (Ματθ. κστ´ 53), δύο ἐξ αὐτῶν βεβαιοῦν τήν ἀνάστασίν του, τοῦ ἑνός ἤ ἑτέρου τρίτου ἀποκυλίσαντος τόν λίθον ἐκ τοῦ μνημείου (Ματθ. κη´ 2 κ. ἑξ., Μάρκ. ιστ´ 5 κ. ἑξ., Λουκ. κδ´ 44 κ. ἑξ. 23, Ἰω. κ´ 12,13), δύο δέ ἐπίσης ὁμιλοῦν εἰς τούς μαθητάς περί τῆς δευτέρας παρουσίας κατά τήν Ἀνάληψιν (Πράξ. α´ 10,11).
Ἡ ἀγγελική συμπαράστασις ἐπεκτείνεται καί εἰς τήν πρώτην Ἐκκλησίαν, ὅπου, ἰδιαιτέρως ὁ "ἄγγελος Κυρίου" τῆς Π. Διαθήκης εἶναι ὁ κατ' ἐξοχήν προστάτης, ὡς ἦτο καί διά τόν ἀρχαῖον Ἰσραήλ (Πράξ. ε´ 19,20, η´ 26, ι´ 3 κ. ἑξ., ιβ´ 7 κ. ἑξ., 23, κζ´ 23).
Ἡ περί τῆς φύσεως καί τοῦ ἔργου τῶν ἀγγέλων διδασκαλία τῆς Κ. Διαθήκης περιλαμβάνει τάς ἑξῆς κυρίας ἀληθείας: Οὗτοι εἶναι κατώτεροι τοῦ Χριστοῦ (Κολασ. Β´ 14 κ. ἑξ., Ἑβρ. α´ 14 κ. ἑξ.). Διακρίνονται εἰς τάξεις, ἐκ τῶν ὁποίων κατονομάζονται αἱ ἀρχαί, αἱ ἐξουσίαι, αἱ δυνάμεις, αἱ κυριότητες, οἱ θρόνοι, οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἀρχάγγελοι (Ἐφεσ. α´ 21, γ´ 10, στ´ 12, Κολασ. α´ 16, Α´ Θεσ. δ´ 16, Ἰούδα στίχ. 9 κ. ἀλ.). Εἶναι πνεύματα (Ἑβρ. α´ 14), ἀθάνατοι (Λουκ. κ´ 36), δέν διακρίνονται εἰς φῦλα (Ματθ. κβ´ 30) καί ὁ ἀριθμός των εἶναι μέγας (Ματθ. κε´ 31, κστ´ 53, Λουκ. β´ 13, Ἰούδα στίχ. 14, Ἀποκ. ε´ 11). Τό ἔργον των ἔγκειται εἰς τό νά δοξάζουν τόν Θεόν λειτουργικῶς (Λουκ. β´ 13) καί νά διαδραματίζουν βοηθητικόν μέρος εἰς τήν θείαν περί τό ἀνθρώπινον γένος οἰκονομίαν (Ἑβρ. α´ 14), ἤτοι νά προστατεύουν τούς δικαίους, νά "ἀποφέρουν" εἰς τόν οὐρανόν τάς ψυχάς των (Λουκ. ιστ´ 22) καί νά συνάξουν καί χωρίσουν τούς δικαίους καί τούς ἀδίκους κατά τήν ἡμέραν τῆς κρίσεως (Ματθ. ιγ´ 41,42,49,50, κδ´ 31, Μάρκ. ιγ´ 27, Α´ Θεσ. δ´ 15 κ. ἑξ.).

(Ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ).


                          
(Ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ). Ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ (μάλ ἄκ Γιαχβέ) ἤ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ (μάλ ἄκ Ἐλωχίμ) εἶναι τό ὄνομα, τό ὁποῖον ὡρισμένα βιβλικά ἐδάφια ἀποδίδουν εἰς ἐπουράνιον ὄν, συχνάκις ἀποστελλόμενον παρά τοῦ Θεοῦ πρός μετάδοσιν μηνύματός τινος εἰς τούς ἀνθρώπους, κατά τόν ροῦν τῆς ἱερᾶς ἱστορίας. Ὁ ἑβραϊκός ὅρος "μάλ ἄκ" σημαίνει κυριολεκτικῶς ἀγγελιαφόρος. Ἀπεδόθη ὅμως πρό πάντων εἰς τά πνευματικά ὄντα, τά ὁποῖα καλοῦμεν ἀγγέλους καί τά ὁποῖα περιβάλλουν τόν Θεόν καί ἀποστέλλονται παρ' αὐτοῦ μέ διαφόρους ἐντολάς μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Δέν θά ἦτο δυνατόν νά ἀρνηθῆ τις, μεταξύ τῶν ἀγγελιαφόρων τούτων τοῦ Θεοῦ καί τοῦ μάλ ἄκ Γιαχβέ ἤ μάλ ἄκ Ἐλωχίμ, μίαν ἀναλογίαν. Ὡρισμέναι ὅμως πλευραί αὐτῆς, τοὐλάχιστον διά τήν Π. Διαθήκην, ἀπαιτοῦν διευκρίνισιν. Τοῦτο ἀκριβῶς θά ἐπιχειρήσωμεν εἰς τό παρόν ἄρθρον.
Ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ ἤ τοῦ Ἐλωχίμ ἐμφανίζεται κυρίως εἰς τά προαιχμαλωσιακά κείμενα. Εἰς αὐτά, τό λειτούργημά του ὡς ἀγγελιαφόρου τοῦ Θεοῦ καθορίζεται σαφῶς. Ὁ Θεός τόν ἀποστέλλει διά νά προστατεύση ἤ νά ὁδηγήση τόν Ἰσραήλ (Ἔξ. ιδ´ 19, κγ´ 20, Ἀριθ. κ´ 26) ἤ διά νά πατάξη τούς ἐχθρούς του (Δ´ Βασ. ιθ´ 35). Ἐνίοτε ἐπίσης, ὁδηγεῖ καί προστατεύει ὡρισμένα ἐπί μέρους πρόσωπα, ὡς τόν ὑπηρέτην τοῦ Ἀβραάμ (γέν. κδ´ 7) καί τόν Ἰακώβ (Γέν. μη´ 16). Αὐτός πάλιν σταματᾶ εἰς τόν δρόμον τόν προφήτην Βαλαάμ (Ἀριθ. κβ´ 22). Συχνάκις ἀποστέλλεται μέ θεῖα προστάγματα καί μηνύματα (Γέν. ιστ´ 7-11, κβ´ 11-25, λα´ 11, Κριτ. β´ 1-4, στ´ 11-24, ιγ´ 3-33, Δ´ Βασ. α´ 3,15). Μίαν φοράν ἀποστέλλεται διά νά τιμωρήση τόν πταίσαντα Ἰσραήλ (Β´ Βασ. κδ´ 16=Α´ Παραλ. κα´ 16). Εἶναι εὐμενής ἔναντι τῶν πρός οὕς ἀποστέλλεται, ὑπερβάλλει τούς ἀνθρώπους εἰς ἰσχύν, γνῶσιν καί σοφίαν, εἶναι δέ δυνατόν νά ὑπολογίζη τις ἐπί τῆς βοηθείας του (Α´ Βασ. ιδ´ 17,20).
Τό ἑρμηνευτικόν καί θεολογικόν πρόβλημα τό ἀφορῶν εἰς τόν ἄγγελον τοῦ Γιαχβέ ἔγκειται εἰς τό ὅτι πολλά χωρία παρουσιάζουν τόν θεῖον τοῦτον ἀπεσταλμένον ὁμιλοῦντα καί ἐνεργοῦντα ὡς ἐάν ἦτο ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἐνῶ ἄλλα φαίνεται νά τόν διαστέλλουν σαφῶς ἀπό τόν Θεόν. Εἰς τήν πρώτην κατηγορίαν ἀνήκουν μαρτυρίαι ὡς τό Γέν. ιστ´ 7-13 (ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ ἐμφανίζεται εἰς τήν Ἄγαρ ἐν τῇ ἐρήμῳ, τῆς ἀγγέλλει τήν γέννησιν τοῦ Ἰσμαήλ καί τῆς ὑπόσχεται πολυαρίθμους ἀπογόνους), τό Γέν. κα´ 17 κ. ἑξ. (ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἀπευθύνεται πρός τήν Ἄγαρ ἐξ οὐρανοῦ καί τῆς λέγει· "εἰς ἔθνος μέγα ποιήσω αὐτό" - δηλαδή τό τέκνον σου), τά Γέν. κβ´ 11-12 καί 14-18 (ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ ἀκινητεῖ τήν χεῖρα τοῦ ἑτοίμου νά θυσιάση τόν υἱόν του πατριάρχου Ἀβραάμ καί τοῦ ἐπαναλαμβάνει τήν θείαν ἐπαγγελίαν), τό Γέν. λα´ 11-13 (ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ δηλοῖ ἐν ὀνείρω εἰς τόν Ἰακώβ: "ἐγώ εἰμι ὁ Θεός ὁ ὀφθείς σοι ἐν τόπω Θεοῦ [ἐν Βαιθήλ, δηλαδή], οὐ ἤλειψάς μοι ἐκεῖ στήλην καί ηὔξω μοι ἐκεῖ εὐχήν"), τό Ἔξ. γ´ 2-5 (ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ ἐμφανίζεται εἰς τόν Μωϋσῆν ἐν τῇ βάτῳ τῇ φλεγομένῃ, ἀλλά τοῦ ὁμιλεῖ αὐτός ὁ Θεός), τό Κριτ. β´ 1-4 (ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ ἐμφανίζεται εἰς τούς υἱούς Ἰσραήλ καί τούς λέγει: "ἀνεβίβασα ὑμᾶς ἐξ Αἰγύπτου"), τό Κριτ. στ´ 11-24 (ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ φανεροῦται εἰς τόν Γεδεών καί τοῦ δίδει σημεῖον), τό Κριτ. ιγ´ 2-23 (ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ φανεροῦται εἰς τόν Μανωέ, ὁ ὁποῖος, ἀναγνωρίσας αὐτόν, λέγει εἰς τήν σύζυγόν του: "θανάτω ἀποθανούμεθα, ὅτι Θεόν εἴδομεν"), τό Ὠσηέ ιβ´ 4-5 (ὁ προφήτης ταυτίζει πρός ἄγγελον τόν θεῖον ἀντίπαλον, μετά τοῦ ὁποίου, κατά τό Γέν. λβ´ 25-31, ἐπάλαισεν ὁ Ἰακώβ καθ' ὅλην τήν νύκτα ἐπί τῆς ὄχθης τοῦ Ἰαβώκ). Πρός αὐτά τά κείμενα δυνάμεθα ἐπίσης νά παραλληλίσωμεν τό Ἔξ. κγ´ 20-22, ἔνθα ὁ Γιαχβέ ὑπόσχεται εἰς τόν Ἰσραήλ νά τοῦ ἀποστείλη ἕνα ἄγγελον ("τόν ἄγγελόν μου", κατά τούς Ο´), διά νά τόν ὁδηγῆ, καί διευκρινίζει: "τό ὄνομά μου ἔστιν ἐπ' αὐτῷ". Τό ὄνομα, κατά τήν Βίβλον, εἶναι ἰσοδύναμον πρός τό πρόσωπον (Ἔξ. κ´ 24, Ἱερεμ. ιδ´ 9). Ἑπομένως, ὁ ἄγγελος οὗτος, ἐπί τοῦ ὁποίου εἶναι τό ὄνομα τοῦ Γιαχβέ, ἀσκεῖ ἐξουσίαν ἐπί τοῦ Ἰσραήλ ὁμοίαν ἐκείνης τοῦ Γιαχβέ. Ἡ φωνή του καί τά προστάγματά του εἶναι αὐτοῦ τοῦ Γιαχβέ. Ἄς σημειωθῆ, τέλος, ὅτι συσχετίζονται ἐπίσης ἐνίοτε πρός τά ἐδάφια ταῦτα τό Γέν. ιη´ (ἤ ἐνώπιον τοῦ Ἀβραάμ θεοφάνεια παρά τήν δρῦν τοῦ Μαμβρῆ καί ἡ μεσίτευσις τοῦ Ἀβραάμ ὑπέρ τῶν Σοδόμων) καί τό Γέν. κη´ 10-15 (ἐμφάνισις τοῦ Γιαχβέ εἰς τόν Ἰακώβ κατά τό ὅραμα τῆς κλίμακος, βλ. καί Γέν. λα´ 11-13).
Ἀντιθέτως, ἡ δευτέρα κατηγορία ἐδαφίων ὑπογραμμίζει τήν διαστολήν μεταξύ τοῦ Γιαχβέ καί τοῦ ἀγγέλου του. Βλέπομεν τοῦτο εἰς τό Γέν. κδ´ 7 (αὐτός ὁ Γιαχβέ θά ἀποστείλη τόν ἄγγελόν του πρό τοῦ ὑπηρέτου τοῦ Ἀβραάμ εἰς Μεσοποταμίαν), εἰς τό Β´ Βασ. κδ´ 16 ("Κύριος... εἶπε τῷ ἀγγέλῳ τῷ διαφθείροντι ἐν τῷ λαῷ"), εἰς τό Ἀριθ. κ´ 16 ("καί ἀνεβοήσαμεν πρός Κύριον καί εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς ἡμῶν καί ἀποστείλας ἄγγελον ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου" ) καί εἰς τά Ἔξ. λβ´ 34 καί λγ´ 2. Εἰς τά δύο τελευταῖα ἐδάφια, ὁ λόγος εἶναι περί ἑνός ἀγγέλου, τόν ὁποῖον ὁ Γιαχβέ, μετά τό ἐπεισόδιον τοῦ χρυσοῦ μόσχου, διακηρύσσει ὅτι θά ἀποστείλη διά νά ὁδηγήση τόν Ἰσραήλ εἰς τήν Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας. Ὁ ἄγγελος οὗτος διαστέλλεται ἀπό τόν Γιαχβέ καί εἶναι μάλιστα κατώτερός του. Πράγματι, ὀφείλει νά ἀντικαταστήση τόν Γιαχβέ, ὁ ὁποῖος, τιμωρῶν τόν Ἰσραήλ διά τήν ἀποστασίαν του, ἀρνεῖται πλέον νά ὁδηγῆ αὐτοπροσώπως τόν λαόν του. Τέλος, εὑρίσκομεν τήν αὐτήν διαστολήν μεταξύ Γιαχβέ καί ἀγγέλου του εἰς τό Ἠσ. ξγ´ 9, ἐν τῇ μεταφράσει τῶν Ο´: "οὐ πρέσβυς οὐδέ ἄγγελος, ἀλλ' αὐτός Κύριος ἔσωσεν". Ὁ προφήτης ὑπαινίσσεται ἐδῶ τό ἔξ. λγ´ 14 καί ἀναμιμνήσκεται τῆς ἀναφερομένης ὑπό τῶν στίχων 12-15 τοῦ αὐτοῦ κεφαλαίου παραδόσεως, κατά τήν ὁποίαν ὁ Γιαχβέ ὑπεσχέθη εἰς τόν Μωϋσῆν νά ὁδηγήση αὐτοπροσώπως τόν Ἰσραήλ.
Οἱ πλεῖστοι τῶν ἀρχαίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντες ὑπ' ὄψιν τόν Φίλωνα τόν Ἀλεξανδρέα, ὁ ὁποῖος ἐταύτισε τόν ἄγγελον τοῦ Γιαχβέ μέ τόν Λόγον, ἐνόμισαν ὅτι ἀνεγνώρισαν εἰς αὐτό τό πρόσωπον θείαν ὑπόστασιν καί ὑπέθεσαν μίαν προσωπικήν φανέρωσιν τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, προοιμιαζομένην τήν ἐνανθρώπησίν του (Ἰουστῖνος, Πρός Τρύφ. 57-60, PG VI, 605-613, Εἰρηναῖος, Κατά Αἱρέσ.1. IV, V- VII, PG VII, 983-993, Κύριλλος Ἰεροσ., Κατηχ. XIV, 27, PG XXXIII, 861, Μ. Βασίλειος, Κατά Εὐνομ. 1. ΙΙ, 18, PG XXIX, 609-612). Ἀλλ' ὁ Αὐγουστῖνος, ἐκ θεολογικῶν δεδομένων ἐκτιθεμένων εἰς τό De Trinitate, 1. II, V, 1. III, PL XLII, 848-886, δέν βλέπει εἰς τάς ἐμφανίσεις τοῦ ἀγγέλου τοῦ Γιαχβέ, εἰμή κτιστήν ἀγγελικήν μορφήν, μεταδίδουσαν τούς λόγους τοῦ Θεοῦ (αὐτόθι 1. ΙΙΙ, XI ἤ 22 27, στήλ. 882-886. Ἠκολουθήθη δέ εἰς τήν ἄποψιν αὐτήν ὑπό τῶν δυτικῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ἰδίως ὑπό Γρηγορίου τοῦ Μεγάλου (Moral., 1, XXVII, I. PL LXXVI, 447 κ. ἑξ.) καί Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτου (Sum. Theol., Iα´, Q XLII, α´ 7).
Οἱ νεώτεροι ἐρευνηταί προσεπάθησαν ἐπίσης νά λύσουν τό πρόβλημα τοῦ ἀγγέλου τοῦ Γιαχβέ, βασιζόμενοι ὅμως κυρίως ἐπί τῆς ἑρμηνείας τοῦ κειμένου. Τρεῖς θεωρίαι διετυπώθηκαν πρός ἐξήγησιν τοῦ συνόλου τῶν ἀφορώντων εἰς τόν ἄγγελον τοῦ Γιαχβέ δεδομένων. Ἡ πρώτη ἐπανέρχεται εἰς τά συμπεράσματα τοῦ Αὐγουστίνου καί ὑποστηρίζει, ὅτι ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ εἶναι ἀγγελιαφόρος, πράγματι διάφορος τοῦ θεοῦ. Ἀναπτύσσεται, μέ παραλλαγάς, ἰδίως ὑπό τῶν J. Rybinsky (Der mal’ akh Jahwe, Paderborn 1930), F. Stier (Gott und sein Engel im A.T., Alttestamentliche abhandlungen, XII, 2, Münster W., 1934) κ.λπ. Οἱ θιασῶται τῆς θεωρίας ταύτης, ἐκτός τῶν χωρίων ὡς τό Γέν. κδ´ 7, Ἀριθ. κγ´ 31, Ἔξ. λγ´ 1-3, Δ´ Βασ. κδ´ 16 καί Ἠσ. ξγ´ 9 (κατά τούς Ο´), ἐπικαλοῦνται πρός στήριξιν τῆς θέσεώς των τήν ἔννοιαν τῆς λέξεως "μάλ ἄκ" καί ὑπογραμμίζουν, ὅτι ὁ ἀγγελιαφόρος εἶναι κατ' ἀνάγκην ἄλλος ἀπό τόν ἀποστέλλοντα. Πρέπει ὅμως νά παραδεχθῆ τις, ὅτι ἡ ἐν λόγω θεωρία δέν ἐξηγεῖ τήν συχνήν ταύτισιν τοῦ Γιαχβέ καί τοῦ ἀγγέλου του. Δυνάμεθα ἐπίσης νά διερωτηθῶμεν ἄν εἰς τό Γέν. κδ´ 7 πρόκειται πράγματι περί τοῦ ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος ἀλλαχοῦ ἀποκαλεῖται "μάλ ἄκ Γιαχβέ", καί ἄν εἰς τά Ἀριθ. κ´ 6, Ἔξ. λγ´ 1-3 καί 1-3 καί Ἠσ. ξγ´ 9 γίνεται λόγος πράγματι περί τοῦ αὐτοῦ μέ τόν τοῦ Ἔξ. κγ´ 20 κ.ἄ. ἀγγέλου.
Ἐπειδή λοιπόν τά χρησιμοποιούμενα πρός κατοχύρωσιν τῆς πρώτης θεωρίας ἐδάφια δέν εἶναι τόσον πειστικά, ὅσον φαίνονται, ἐδόθη ὁ λόγος εἰς μίαν ἄλλην θεωρίαν. Αὕτη ὑποστηρίζει τήν ταυτότητα Γιαχβέ καί ἀγγέλου του. Τήν διατύπωσίν της εὑρίσκομεν ἰδίως εἰς τούς A. B. Davindson (ἄρθρ. Angel, ἐν Hasting’ s, Bible Dictionary, I. σ. 93-97), J. Touzard (ἄρθρ. Ange de Yahveh, ἐν Dictionnaire de la Bible, Supplément, I, σ. 242-263), B. Stern (Der Engel des Auszugs, ἐν Biblica, 1939, σ. 286-237) κ.λπ. Κατά τούς συγγραφεῖς αὐτούς, μέ σπουδαίας ἀποχρώσεις ἀντιλήψεως, ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ εἶναι ἡ προσιτή εἰς τάς αἰσθήσεις φανέρωσις τοῦ ἀοράτου Θεοῦ. Καθ' ὅλας δηλαδή τάς ἐμφανίσεις τοῦ ἀγγέλου τοῦ Γιαχβέ, πρόκειται περί αὐτοῦ τούτου τοῦ Θεοῦ, φανερουμένου ὑπό ὁρατήν μορφήν ἤ, γενικῶς, διακρινομένου διά τῶν αἰσθήσεων. Οὕτως, ἐξηγεῖται διατί εἰς τά ἀρχαῖα κείμενα ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ ἐκφράζεται ὡς ὁ ἴδιος ὁ Θεός καί ὅσοι τόν βλέπουν διακηρύσσουν ὅτι εἶδον τόν Θεόν. Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τόν ὅρον "ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ", πρόκειται περί ἐκφράσεως μιᾶς ἀρχεγόνου εἰσέτι θεολογίας, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀκόμη ἱκανή νά διακρίνη μεταξύ αὐτῆς ταύτης τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ καί ὡρισμένων ἐξωτερικῶν φανερώσεών της.
Νεώτεροί τινες ἐρευνηταί, ὡς ὁ π. Lagrange (L’ Ange de Jahvé, ἐν Revue Biblique, 1903, σ. 212-223), ὁ G. Von Rad (Angelos ἐν Theologisches Wörterbuch zum A.T., I, σ. 72 κ. ἑξ.), καί νεώτερα ὑπομνήματα εἰς τήν Γένεσιν καί τούς Κριτάς προτείνουν τρίτην θεωρίαν, κατά τήν ὁποίαν τό πρόσωπον καί ὁ ὅρος τοῦ ἀγγέλου τοῦ Γιαχβέ ἤ τοῦ Ἐλωχίμ εἰσήχθησαν "a posteriori" εἰς τάς περί τῶν θεοφανειῶν διηγήσεις, αἱ ὁποῖαι ἀρχικῶς ὡμίλουν μόνον περί Γιαχβέ καί Ἐλωχίμ. Κατά τούς θιασώτας τῆς ἐκδοχῆς ταύτης, αἱ θεοφάνειαι παρίσταντο εἰς τάς ἀρχαίας διηγήσεις ὡς ἐμφανίσεις τοῦ Θεοῦ προσιταί εἰς τάς αἰσθήσεις, ἀργότερον δέ, πρός προσαρμογήν τῶν ἀρχαίων διηγήσεων εἰς τάς ἀπαιτήσεις μιᾶς θεολογίας μᾶλλον ἐξειλιγμένης καί πρός ἀντιμετώπισιν τῶν ἀνθρωπομορφισμῶν, οἱ ὁποῖοι δεν ἐνηρμονίζοντο εἰς τήν περί ὑπεροχῆς τοῦ Θεοῦ ἰδέαν, διεμόρφωσαν τάς θεοφανικάς περιγραφάς διά τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄγγελον τοῦ Γιαχβέ ἤ τοῦ Ἐλωχίμ. Αἱ διορθώσεις αὐταί ἔγιναν μέ ἐλαφροτάτην ἀλλαγήν τοῦ κειμένου, πρᾶγμα ὅπερ ἐξηγεῖ τάς συχνάς ἐναλλαγάς μεταξύ Γιαχβέ καί τοῦ ἀγγέλου του: ὁ ἄγγελος ἐμφανίζεται, ἀλλ' ὁ Θεός ὁμιλεῖ κ.λπ.
Τό προτέρημα τῆς τρίτης θεωρίας εἶναι ἀκριβῶς τό ὅτι προσπαθεῖ νά δώση μίαν ἐξήγησιν εἰς αὐτήν τήν ἐπί πολλῶν ἐδαφίων ἐναλλαγήν μεταξύ Γιαχβέ καί τοῦ ἀγγέλου του. Δυστυχῶς ὅμως ἡ ἐν λόγω ὑπόθεσις δέν στηρίζεται εἰς ὅ,τι γνωρίζομεν ἐκ τῆς ἱστορίας τοῦ βιβλικοῦ κειμένου καί εἰς τάς σχετικάς μαρτυρίας. Δέν λαμβάνει ἐπίσης ὑπ' ὄψιν τό γεγονός, ὅτι δέν διωρθώθησαν κατά τήν αὐτήν ἔννοιαν ἄλλαι ἀρχαῖαι διηγήσεις σχετικαί πρός θεοφανείας, ὡς αἱ Γέν. ιη´, Ἔξ. κδ´ 9-11 κ.λπ.
Ἀναφέρομεν, διά νά εἴμεθα πλήρεις, τήν ἐπί τοῦ θεολογικοῦ πεδίου διατυπωθεῖσαν εἰκασίαν ὑπό τοῦ νεωτέρου ὀρθοδόξου συγγραφέως πρωθιερέως Σεργίου Μπουλγκακώφ εἰς τήν ἀγγελολογικήν πραγματείαν του "Ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ" (ρωσιστί), Παρίσιοι 1929, σ. 181-193. Κατά τόν π. Μπουλγκακώφ, ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ εἶναι κτιστή ἀγγελική μορφή, ἀλλ' ὁ ἴδιος ὁ Θεός φανεροῦται διά τοῦ προσώπου της. Τό γεγονός ὅτι οἱ ἄγγελοι εἶναι οἱ μηνύτορες τοῦ Θεοῦ, σημαίνει ὄχι μόνον ὅτι μεταδίδουν τούς λόγους του, ἀλλά καί ὅτι ἐκδηλώνουν τήν παρουσίαν του, χρησιμοποιούμενοι ὡς ἐνδιάμεσοι κατά τήν προσωπικήν ἀποκάλυψιν τῶν θείων ὑποστάσεων. Οὕτως, ὁ π. Μπουλγκακώφ χαρακτηρίζει τάς ἐμφανίσεις τοῦ ἀγγέλου τοῦ Γιαχβέ ὡς "θεοφανικάς ἀγγελοφανείας", τάς ὁποίας ἀνατοποθετεῖ εἰς τά γενικά πλαίσια τῆς διδασκαλίας περί τῆς φύσεως καί τοῦ ἔργου τῶν ἀγγέλων, ὡς ταῦτα ὥρισε καί κατέστησεν ἡ δημιουργική θέλησις τοῦ Θεοῦ.
Ὀφείλομεν, πάντως, νά προσθέσωμεν ὅτι, καθ' ὅ μέτρον προχωρεῖ ἡ παλαιοδιαθηκική ἀποκάλυψις, αἱ ἀναφερόμεναι εἰς τάς ἐμφανίσεις τοῦ ἀγγέλου τοῦ Γιαχβέ μαρτυρίαι καθίστανται ἀραιότεραι. Εἰς τάς προφητικάς βίβλους, ἐξαιρέσει τῆς τοῦ Ζαχαρίου, ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ δέν μνημονεύεται. Ἡ ἔκφρασις "μάλ ἄκ Γιαχβέ", εἴτε εἰς τόν ἑνικόν (Ἀγγ. α´ 3, Μαλ. β´ 7), εἴτε εἰς τόν πληθυντικόν (Ἠσ. μδ´ 26), σημαίνει εἰς τά κείμενα αὐτά ἀνθρώπους διαγγελεῖς: προφήτας (βλ. καί Β´ Παράλ. λστ´ 15), καί ἱερεῖς (βλ. καί Σοφ. Σειρ. ε´ 15). Εἰς τόν Ζαχαρίαν, χρησιμεύει πρός δήλωσιν ἰδιαιτέρου τινός ἀγγέλου, ἀλλ' ὁ ἄγγελος οὗτος διαστέλλεται σαφέστατα ἀπό τόν Θεόν. Οὕτως, εἰς τά μεταγενέστερα βιβλία τῆς Π. Διαθήκης, ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ δέν ἔχει πλέον τόν ρόλον, τόν ὁποῖον τοῦ ἀποδίδουν τά ἀρχέγονα κείμενα. Μετά τήν αἰχμαλωσίαν, διαστέλλεται σαφέστατα ἀπό τόν Γιαχβέ καί παρουσιάζεται πάντοτε ὡς ἁπλοῦς μηνύτωρ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐκτελεστής τῶν προσταγμάτων του.

Γ´. Ἰδιαίτεραι κατηγορίαι τῶν ἀγγέλων.

 
Ἡ Π. Διαθήκη εἶναι ὡσαύτως ἀσαφής καί εἰς τήν διδασκαλίαν της περί τῶν ἰδιαιτέρων κατηγοριῶν τῶν ἀγγέλων, εἰδικώτερον δέ εἰς ὅ,τι ἀναφέρει περί τῶν μυστηριωδῶν ἐκείνων ὄντων, τά ὁποῖα εἶναι τά χερουβίμ καί τά σεραφείμ.
Τά χερουβίμ: Ὁ ὅρος οὗτος, υἱοθετηθείς παρά τῆς χριστιανικῆς ὀνοματολογίας, εἶναι ὁ πληθυντικός τῆς ἑβραϊκῆς λέξεως "χερούβ". Ἡ λέξις αὐτή πιθανόν εἶναι δάνειον ἐκ τοῦ ἀκκαδικοῦ "χαριβού", μία τῶν μορφῶν τοῦ ὁποίου σημαίνει τόν λατρεύοντα τήν θεότητα πιστόν καί ἐπίσης, τόν θεόν ἤ τήν θεάν, οἱ ὁποῖοι μεσιτεύουν (P. Dhorme καί L. H. Vincent, Les chérubins, ἐν Revue Biblique 1926, σ. 328-358 καί 481-495). Τό προσευχόμενον "χαριβού" (ἤ "χαρουβού") εἶναι θεῖον ὄν, τό ὁποῖον ἐνθυμίζει τούς θέσιν φρουρῶν ἐπέχοντας πρό τῆς θύρας τῶν βαβυλωνιακῶν ναῶν ἤ ἀνακτόρων πτερωτούς ταύρους ("λαμασού", θηλυκόν: "λαμαστού").
Τά χερουβίμ ἀναφέρονται ὀνομαστί τό πρῶτον εἰς τό Γέν. γ´ 24, ὅπου λέγεται ὅτι ὁ Θεός "ἔταξε τά χερουβίμ καί τήν φλογίνην ρομφαίαν τήν στρεφομένην φυλάσσειν τήν ὁδόν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς", κλείσας οὕτω τόν Παράδεισον. Ὁ ρόλος των ὡς φυλάκων ἤ προστατῶν ὑπογραμμίζεται ἐπίσης εἰς τό Ἰεζ. κη´ 14 καί 16. Οὐδεμία περιγραφή των γίνεται, ἀλλ' εἶναι λίαν πιθανόν, ὅτι παριστῶντο ὑπό μορφήν ἀνθρωπίνην, ἀκριβῶς ὡς συνέβαινε μέ τάς δεομένας θεότητας καί τούς πτερωτούς ταύρους τῶν Βαβυλωνίων. Κάτι τό παρόμοιον θά πρέπει νά ἦσαν τά δύο πτερωτά χερουβίμ, τά κατεσκευασμένα ἐξ ἐπιχρύσου ξύλου ἐλαίας, τά ὁποῖα, ἐν τῷ ναῷ τοῦ Σολομῶντος, ἦσαν τοποθετημένα εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου, μέ τάς τεταμένας πτέρυγάς των, ἐσχημάτιζον ἕν εἶδος σκέπης ὑπέρ τήν κιβωτόν τῆς Διαθήκης (Γ´ Βασ. στ´ 23-28 καί Β´ Παραλ. Γ´ 10-13). Τό αὐτό δύναται νά λεχθῆ καί διά τά "χρυσοτορευτά" καί μέ τεταμένας τάς πτέρυγας χερουβίμ, τά ὁποῖα, κατά τό Ἔξ. κε´, ἦσαν τοποθετημένα ἐπί τοῦ καλύμματος τῆς ἱερᾶς κιβωτοῦ, ὡς καί διά τά ὑφαντά χερουβίμ, τά ἐπί τῶν "αὐλαιῶν" τῆς Σκηνῆς (Ἔξ. κστ´ 1, λα´, λστ´ 8,35) ἤ ἐκεῖνα τῶν ὁποίων αἱ μορφαί ἦσαν "ἐγκεκολαμμέναι" εἰς τάς ἐπενδύσεις τῶν τοίχων καί τάς θύρας τοῦ σολομωντείου ναοῦ (Γ´ Βασ. στ´ 32,35). Τά χερουβίμ αὐτά φαίνεται ὅτι ἦσαν οἱ φύλακες τῆς κιβωτοῦ καί παραλλήλως τά ὁρατά σύμβολα τῆς παρουσίας τοῦ Γιαχβέ, ὁ ὁποῖος, κατά τά Ἔξ. κε´ 22 καί Ἀριθ. ζ´ 89, ἐλάλει εἰς τόν Μωϋσῆν "ἀναμέσον τῶν δύο χερουβίμ, ἄνωθεν τοῦ ἱλαστηρίου, ὅ ἐστιν ἐπί τῆς κιβωτοῦ τοῦ μαρτυρίου".
Ἄλλα ἐδάφια ὁμιλοῦν περί τῶν χερουβίμ μᾶλλον ὡς χρησιμευόντων εἰς τόν Γιαχβέ δίκην θρόνου (Α´ Βασ. δ´ 4, Β´ Βασ. στ´ 2, Δ´ Βασ. ιθ´ 15, Ἠσ. λζ´ 16, Ψαλμ. σθ´ [π´] 2, κη´ [κθ´] 1, Δαν. γ´ 55) ἤ ὑποζυγίου (Ψαλμ. ιζ´ [ιη´] 15, Β´ Βασ. κα´ 11. Πρβλ. Ἠσ. ιθ´ 1 καί Ψαλμ. ργ´ [ρδ´] 3). Εἰς τήν αὐτήν τάξιν ἰδεῶν ἔχουν τήν θέσιν των καί τά ὁράματα τοῦ Ἰεζεκιήλ (α´ 4 κ. ἑξ., θ´ 3, ι´, ια´ 22). Τά χερουβίμ περιγράφονται ἐκεῖ ὡς σχηματίζοντα τό ἄρμα ἤ τόν κινητόν θρόνον, ἐπί τοῦ ὁποίου ἡ δόξα τοῦ Γιαχβέ καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἤ ἀναβαίνει πάλιν. Εἰς τά ὁράματα τοῦ Ἰεζεκιήλ τά χερουβίμ ἔχουν "ὁμοίωμα ἀνθρώπου ἐπ' αὐτοῖς" (α´ 5). Ἐν τούτοις, ἔχουν τέσσαρα πρόσωπα, ἤτοι πρόσωπον ἀνθρώπου, λέοντος, ταύρου καί ἀετοῦ (α´ 10), τέσσαρας πτέρυγας καί χεῖρας ἀνθρωπίνας ὑπό τάς πτέρυγας, σκέλη δέ ὀρθά μέ ὁπλάς ταύρων. Ἡ λάμψις των εἶναι ὡς ἡ τῆς ἀστραπῆς (α´ 13) καί τό πνεῦμα των κινεῖ τούς τροχούς τοῦ ἅρματος (α´ 15-21). Εἶναι πολύ δύσκολον νά ἀναπαρασταθῆ ἀκριβῶς τό θέαμα τῶν χερουβίμ, τό ὁποῖον περιγράφει ὁ Ἰεζεκιήλ. Πάντως, ἐκ τῶν ὅσων λέγει, εἶναι ὄντα μικτά, ἀποτελούμενα ἀπό μέλη διαφόρων ζώων, ὡς καί οἱ πτερωτοί φύλακες τῶν ἀσσυροβαβυλωνιακῶν ναῶν καί ἀνακτόρων.
Δυνάμεθα, λοιπόν, νά συμπεράνωμεν, ὅτι ὁπωσδήποτε ὁ Ἰσραήλ ἐδανείσθη τό ὄνομα τῶν χερουβίμ καί τήν πλαστικήν των μορφήν ἐκ Βαβυλῶνος. Ἀλλά καί ἐδῶ, ὡς καί ἀλλαχοῦ, μετεμόρφωσε τά ἐννοίας. Τό "χαριβί" τῶν Βαβυλωνίων καί τῶν ἄλλων λαῶν τῆς ἀρχαίας Ἀνατολῆς εἶναι θεότητες δευτέρας τάξεως καί δύνανται νά ἀνήκουν εἴτε εἰς τό ἄρρεν εἴτε εἰς τό θῆλυ γένος. Τά χερουβίμ εἶναι ἄνευ φύλου καί ὑπηρετοῦν τόν μόνον Θεόν. Φανερώνουν τήν ἀόρατον παρουσίαν του καί συμβολίζουν τήν ἐνέργειάν του, δεικνύοντα τήν θείαν ὑπεροχήν καί παντοδυναμίαν.
Τά σεραφείμ: Ταῦτα, ὡς ἐπουράνια ὄντα σχηματίζοντα τήν Αὐλήν τοῦ Γιαχβέ, δέν μνημονεύονται παρά τῆς Π. Διαθήκης, εἰμή εἰς τό Ἠσ. στ´ 2-6. Πολλά ἔτυμα προετάθησαν πρός ἐξήγησιν τῆς ἑβραϊκῆς ταύτης λέξως. Συνηθέστερον, αὕτη ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ρήματος "σαράφ", καίω. Συνεσχετίσθη ὅμως ἐπίσης καί μέ τήν αἰγυπτιακήν λέξιν "σερέφ", τήν σημαίνουσαν τούς πτερωτούς κύνας, οἱ ὁποῖοι φυλάσσουν τήν εἴσοδον ὡρισμένων τάφων. Ἐγένετο ἐπίσης συσχέτισις καί μέ μίαν ρηματικήν ρίζαν, ἡ ὁποία εἰς τήν ἀραβικήν σημαίνει τό εἶναι τινα εὐγενῆ. Πρέπει, ὅμως, ὡσαύτως νά σημειωθῆ ὅτι ἡ λέξις "σαράφ", ἑνικός τοῦ σεραφείμ, χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπίθετον παρά τό οὐσιαστικόν "ναχάς", ὄφις, εἰς τά Ἀριθ. κα´ 6-9 καί Δευτερ. η´ 15, ὅπου σημαίνει τούς πυρίνους ὄφεις, τούς ὁποίους ὁ Θεός ἀπέστειλε πρός τιμωρίαν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ὅταν οὗτοι ἔδειξαν ἀνυπομονησίαν καί ὡμίλησαν κατ' αὐτοῦ καί κατά τοῦ Μωϋσέως ἐν τῇ ἐρήμῳ. Οἱ ὄφεις οὗτοι ἐχαρακτηρίσθησαν, φαίνεται, πύρινοι ἐξ αἰτίας τοῦ ἰδιαιτέρου ἄλγους, τό ὁποῖον προεκάλουν τά δήγματά των. Ἄς ὑπενθυμίσωμεν, τέλος, ὅτι ἡ λέξις "σαράφ" σημαίνει ἐπίσης τόν χαλκοῦν ὄφιν, τόν ὁποῖον ἐτοποθέτησεν ὁ Μωϋσῆς ἐπί ἑνός κάμακος (Ἀριθ. κα´ 8), ὡς καί ἕνα μυθικόν ὄφιν, καρπόν τῆς λαϊκῆς φαντασίας, περί τοῦ ὁποίου γίνεται μνεία εἰς τό Ἠσ. ιδ´ 29 καί λ´ 6.
Διά νά ἐπανέλθωμεν εἰς τήν διήγησιν τοῦ στ´ κεφ. τοῦ Ἠσαΐου, τά σεραφείμ παριστάνονται ἐκεῖ ὡς ὄντα περικυκλοῦντα τόν θρόνον τοῦ Γιαχβέ, ὅμοια μέ τούς ἀγγέλους τοῦ Γ´ Βασ. κβ´ 19. Διακηρύσσουν τήν ἁγιότητα τοῦ Γιαχβέ καί εἶναι ἐπίσης ἐπιφορτισμένα μέ τήν ἀπομάκρυνσιν τῶν βεβήλων καί τήν ἐξάγνισιν ἐκείνων, τούς ὁποίους ὁ Γιαχβέ καλεῖ νά τόν πλησιάσουν (στ´ 4), φαίνεται νά προέρχεται ἀπό τήν ἀναπνοήν των, πρᾶγμα ὅπερ ἐπιτρέπει τήν εἰκασίαν ὅτι εἶναι ἐμπύρου πράγματι φύσεως, ἐξ ἧς καί τό ὄνομά των. Ἡ αὐτή διήγησις διευκρινίζει, ὅτι ἔχουν χεῖρας, πόδας, ἀνθρωπίνην φωνήν καί τρία ζεύγη πτερύγων. Διετυπώθη ἡ ὑπόθεσις, ἐπειδή τό ὄνομά των σημαίνει ἐνίοτε ὄφεις, ὅτι εἶχον σῶμα ὄφεως καί ἦσαν, κατ' ἀκολουθίαν, μικτά ὄντα, ὡς τά χερουβίμ τῶν ὁραμάτων τοῦ Ἰεζεκιήλ. Ἀλλά τό συμπέρασμα τοῦτο δέν εὐσταθεῖ, διότι ἡ λέξις "σαράφ" σημαίνει πύρινος καί προσιδιάσθη εἰς ὡρισμένους ὄφεις ἐξ αἰτίας τοῦ ἀποτελέσματος, ὅπερ προκαλεῖται ἐκ τοῦ δήγματός των. Τά σεραφείμ εἶναι λοιπόν ἐπουράνια ὄντα, τῶν ὁποίων κύριον λειτούργημα εἶναι ἡ διακήρυξις τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ καί ὁ συμβολισμός τῆς ὑπεροχῆς του.

Β´. Φύσις καί προέλευσις τῶν ἀγγέλων.

 
Ἡ κτιστή φύσις τῶν ἀγγέλων: Ἡ Π. Διαθήκη δέν ἀσχολεῖται μέ τό ζήτημα τῆς προελεύσεως καί τῆς φύσεως τῶν ἀγγέλων. Δέν ὁμιλεῖ, εἰμή διά τό ἔργον των. Ἀλλά, παρουσιάζουσα αὐτούς ὡς ἀγγελιαφόρους τοῦ Θεοῦ ἤ περιγράφουσα τούτους ὡς σχηματίζοντας τήν Αὐλήν καί τήν στρατιάν του, ἐπαναλαμβάνουσα ὅτι τόν ὑμνοῦν (Ψαλμ. κη´ [κθ´] 1,2, ρβ´ [ργ´] 20-21, ρμη´ 1-2, Ἰώβ λη´ 7), ὑπογραμμίζει τήν πλήρη ἐξάρτησιν καί ὑποτέλειάν των ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Παρά τό ὅτι ἀνήκουν εἰς τόν θεῖον κόσμον (ὅπερ δεικνύουν τά ὀνόματά των ὡς υἱῶν τοῦ Θεοῦ, υἱῶν τοῦ Ὑψίστου, ἁγίων), εἶναι ἀπείρως κατώτεροι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καί εἰς αὐτούς εὑρίσκει σφάλματα (Ἰώβ δ´ 18, ιε´ 15, Σοφ. Σειρ. μβ´ 17) νά διασαφηνίζη, ὅτι ὁ Θεός δίδει εἰς τά στρατεύματά του τήν δύναμιν, ἐπιτρέπων εἰς αὐτά νά ὑπάρχουν ἐνώπιόν του. Ἐξ ὅλων τούτων τῶν μαρτυριῶν προκύπτει, ὅτι, κατά τήν Π. Διαθήκην, οἱ ἄγγελοι εἶναι κτίσματα τοῦ Θεοῦ, παρ' ὅλον ὅτι οὐδέν χωρίον βεβαιώνει τοῦτο ρητῶς, οὔτε διευκρινίζει πότε οὗτοι ἐκτίσθησαν. Ἐπί τοῦ τελευταίου σημείου τοῦ Ἰώβ λη´ 7 λέγει ἁπλῶς, ὅτι οἱ ἄγγελοι ὑπῆρχον πρό τῆς Γῆς.
Ἡ σχέσις τῶν ἀγγέλων πρός τά ἄστρα: Τό ἀνωτέρω χωρίον, ὡς καί τό Ψαλμ. ρμη´ 1-5 (πρβλ. Ἰησ. Ν. ε´ 14, Γ´ Βασ. κβ´ 19), πιθανώτατα δέ καί τά Ἠσ. κδ´ 21, μ´ 26, με´ 12,21, Ἱερεμ. λγ´ 22, Νεεμ. θ´ 6, Ψαλμ. λβ´ [λγ´] 22 φαίνεται νά συνδέουν τούς ἀγγέλους πρός τά ἄστρα. Τοῦτο ἀποτελεῖ ἔνδειξιν, ὅτι κατ' ἀρχάς οἱ Ἑβραῖοι δέν διέστελλον σαφῶς τούς ἀγγέλους, ἀπό τά ἄστρα. Ἤ, ἀπεναντίας, εἶναι μία ἀπόδειξις, ὅτι οἱ μονοθεϊσταί Ἑβραῖοι ἔθεσαν ἀποφασιστικῶς εἰς τήν τάξιν τῶν κτισμάτων ἤ τῶν ὑπηρετῶν τοῦ Θεοῦ τά παρά τῶν Βαβυλωνίων καί λοιπῶν λαῶν τῆς ἀρχαίας Ἀνατολῆς λατρευόμενα ὡς θεότητας ἄστρα; Τό ζήτημα συζητεῖται ἀκόμη ὑπό τῶν συγχρόνων εἰδικῶν ἐρευνητῶν (βλ. W. Eichrodt, Theologie des A. T., Leipzig 1933-35, ΙΙ, σ. 104).
Ἡ πνευματικότης τῶν ἀγγέλων: Ἡ Π. Διαθήκη θεωρεῖ τούς ἀγγέλους ὡς πνευματικά ὄντα, παρ' ὅλον ὅτι εἰς τάς πλείστας τῶν περιπτώσεων ἐμφανίζονται οὗτοι ὡς ἄνθρωποι (Γέν. ιη´ 19, Κριτ. ι´ 11, Ἰησ. Ν. ε´ 13, Ἰεζ. θ´ 3, Δαν. β´ 21, ι´ 5, Τωβ. ε´ 5 κ. ἑξ.). Δέν εἶναι ποτέ πτερωτοί, ἐκτός τῆς περιπτώσεως τῶν χερουβίμ καί τῶν σεραφείμ, ἀλλά κινοῦνται ταχέως εἰς τόν ἀέρα (Δαν. θ´ 21, ιδ´ 35,38). Ἐνίοτε ἡ ὄψις των εἶναι φοβερά (Κριτ. ιγ´ 6, Δαν. η´ 17, ι´ 7). Τό πρόσωπόν των εἶναι φωτεινόν, τά δέ ἐνδύματά των ἐκθαμβωτικά (Δαν. ι´ 5,6, Β´ Μακ. γ´ 25,26). Εἰς τάς ἀρχαίας διηγήσεις οἱ ἄγγελοι ἐνίοτε μετέχουν εἰς τά γεύματα τῶν ἀνθρώπων (Γέν. ιη´ 19. Πρβλ. Ψαλμ. οζ´ [οη´] 25). Ἀλλ' ἤδη τό Κριτ. ιγ´ 15-16 διευκρινίζει, ὅτι οἱ ἄγγελοι δέν τρώγουν καί τό Τωβ. ιβ´ 19 ὑπογραμμίζει, ὅτι φαινομενικῶς μοιράζονται μέ τούς ἀνθρώπους τάς γηΐνας τροφάς καί ὅτι, εἰς τήν πραγματικότητα, τρέφονται μέ ἀόρατον τροφήν. Παρ' ὅλον ὅτι ὡρισμένα ἐδάφια, ἐξαρτώμενα ἐκ τοῦ μεταγενεστέρου ἰουδαϊσμοῦ καί ἑρμηνεύοντα τό Γέν. στ´ 1-4, παραδέχονται ὅτι πρόκειται ἐκεῖ περί συζεύξεων τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἀγγέλων μέ θνητάς γυναῖκας (βλ. ἐν προκειμένω C. Robert, Les fils de Dieu et les filles des hommes, ἐν Revue Biblique 1895, σ. 340-374 καί 525-552. H. Junker, Die Biblische Uhrgeschichte, Bonn 1932. Τοῦ αὐτοῦ, Zur Erklärung von Gen. 6, 1-4, ἐν Biblica 1935, σ. 205-212. P. Joüon, Les unions entre les fils de Dieu et les filles des hommes, ἐν Revue des Sciences Religieuses 1939, σ. 108-112. G. E. Closen, Die Sünde der Söhne Gottes, Ein Beitrag der Theologie Genesis, Rome 1937. G. Philips, De spiritualitate Angelorum et matrimonio Filiorum Dei, ἐν Revue Ecclésiastique de Liège 31 [1940], σ. 290-300), τά αὐτά, ἐν τούτοις, κείμενα δέν θέτουν ἐν ἀμφιβόλω τήν παραδοσιακήν ἀντίληψιν περί τῆς πνευματικῆς φύσεως τῶν ἀγγέλων (βλ. λ.χ. Ἐνώχ ιε´ 6,7. Πρβλ. Μάρκ. ιβ´ 25, Ματθ. κβ´ 30).
Τό ζήτημα τῆς πτώσεως τῶν ἀγγέλων: Παρά τό ὅτι ἡ Π. Διαθήκη γνωρίζει τήν ὕπαρξιν δαιμόνων καί παρουσιάζει τόν Σατανᾶν (Ἰώβ α´ 6-12, β´ 1-7, Ζαχ. 1-7 ), ὡς τόν ἀντιστρατευόμενον εἰς τό θεῖον σχέδιον καί προσπαθοῦντα νά καταστρέψη τάς σχέσεις Θεοῦ καί ἀνθρώπων, οἱ ἱεροί συγγραφεῖς δέν ἔθεσαν εἰς ἑαυτούς τό πρόβλημα τῆς προελεύσεως τῶν πνευμάτων τοῦ κακοῦ καί δέν ἐσκέφθησαν νά ἀναζητήσουν τήν ἐξήγησιν αὐτῆς εἰς γεγονότα ἀναφερόμενα εἰς τόν κόσμον τῶν ἀγγέλων. Εἶναι ἀληθές, ὅτι εἰς τήν χριστιανικήν γραμματείαν ἑρμηνεύεται ἐνίοτε τό Ἠσ. ιδ´ 12 ὡς ὑπαινιγμός εἰς τήν πτῶσιν τοῦ πρώτου ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε νά ἐξισωθῆ μέ τόν Θεόν, καί ὅτι ἡ μετάφρασις "Licifer" τῆς Βουλγάτας, ἡ ἀντιστοιχοῦσα εἰς τάς λέξεις "λαμπρόν ἄστρον, υἱός τῆς αὐγῆς", κατέστη ἕν τῶν ὀνομάτων, τά ὁποῖα ἀποδίδονται εἰς τόν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων (Ἑωσφόρος, κατά τούς Ο´). Ὀφείλομεν, ἐν τούτοις, νά ἀναγνωρίσωμεν ὅτι τό γράμμα τοῦ Ἠσ. ιδ´ 12 δέν ὁμιλεῖ, εἰμή διά τήν πτῶσιν τοῦ βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος, ὡς συμβαίνει καί μέ τό Ἰεζ. κη´ 16-17, τό ὁποῖον ἐπίσης ἐξελήφθη ἐνίοτε κατά παρόμοιον τρόπον, ἐνῶ δέν ἀναφέρεται εἰμή εἰς τήν πτῶσιν τοῦ βασιλέως τῆς Τύρου. Οὕτω, πρέπει νά ἀναμείνῃ τις τά ἰουδαϊκά ἀπόκρυφα, διά νά ἴδη ἐμφανιζομένην τήν ἰδέαν, καθ' ἥν οἱ δαίμονες εἶναι πεπτωκότες ἄγγελοι, μέ συχνόν ὑπαινιγμόν εἰς τό Γέν. στ´ 1-4, ὡς ἔνδειξιν πιθανήν τῆς αἰτίας τῆς πτώσεώς των. Ὅπως καί νά ἔχη τό πρᾶγμα, μόνον μέ τήν Κ. Διαθήκην ἡ δαιμονολογία τίθεται εἰς πλήρη σχέσιν πρός τήν ἀγγελολογίαν, ἡ δέ τελευταία διασαφηνίζεται εἰς πολλά σημεῖα, τά ὁποῖα παρέμειναν σκοτεινά ὑπό τόν ἀρχαῖον Νόμον. 

Α´. Ἡ ἐξέλιξις τῆς παλαιοδιαθηκικῆς ἀγγελολογίας.

 
Ἡ περί τῶν ἀγγέλων ἀποκάλυψις εἶναι κατά τρόπον λίαν αἰσθητόν προοδευτική κατά τόν ροῦν τῆς παλαιοδιαθηκικῆς ἱστορίας. Δυνάμεθα οὕτω νά ἐξετάσωμεν διαδοχικῶς τήν ἀγγελολογίαν αὐτήν πρό καί μετά τήν αἰχμαλωσίαν.
1) Πρό τῆς αἰχμαλωσίας. Εἰς τά προαιχμαλωσιακά κείμενα οἱ ἄγγελοι μνημονεύονται πολύ ἀραιά. Ἐμφανίζονται ἰδίως καθ' ὁμίλους (Γέν. λβ´ 2,3, κη´ 12, ιθ´ 1, Γ´ Βασ. κβ´ 19-23, Ἠσ. στ´ 2-4).
Δραστηριότης καί λειτουργήματα τῶν ἀγγέλων: Ἐκτός τοῦ Γέν. στ´ 1-4, τό ὁποῖον περιέχει ἀπόσπασμα ἀρχαιοτάτου κειμένου καί τοῦ ὁποίου ἡ σημασία εἶναι σκοτεινή, οἱ ἄγγελοι παρουσιάζονται ὡς ἀποτελοῦντες τήν Αὐλήν ἤ τήν στρατιάν τοῦ Γιαχβέ, μερικοί δέ ἐξ αὐτῶν εἶναι δυνατόν νά ἀποστέλλωνται περιστατικῶς εἰς τούς ἀνθρώπους μέ ὡρισμένην ἀνάθεσιν (Γέν. ιθ´ 1 κ. ἑξ., Ἰησ. Ν. στ´ 14, Γ´ Βασ. κβ´ 19-23). Ὁ ρόλος των εἶναι δυσδιάκριτος. Οὐδείς τῶν ἀγγέλων φαίνεται νά ἔχη λειτούργημα, τό ὁποῖον νά ἐπιτρέπη νά τόν διακρίνωμεν σαφῶς ἀπό τούς λοιπούς, ἐξαιρουμένων, ἴσως, τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς στρατιᾶς τοῦ Γιαχβέ (Ἰησ. Ν. στ´ 14) καί μυστηριώδους τινός προσώπου ἀποκαλουμένου "Ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ" ἤ "Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ".
Ἱεραρχία τῶν ἀγγέλων: Ἐκτός τοῦ Ἰησ. Ν. στ´ 14, ἔνθα ὁ λόγος περί ἀρχηγοῦ τινός τῆς στρατιᾶς τοῦ Γιαχβέ, τά προαιχμαλωσιακά κείμενα δέν φαίνεται νά ὁμιλοῦν περί ἱεραρχίας εἰς τόν κόσμον τῶν ἀγγέλων. Ἀναφέρουν ρητῶς τά χερουβίμ (Γέν. γ´ 24) καί τά σεραφείμ (Ἠσ. στ´ 2). Πρόκειται, ὅμως, περί ἱεραρχικῆς των διακρίσεως; Εἶναι ἕν σημεῖον, ἐπί τοῦ ὁποίου θά ἐπανέλθωμεν.
2) Μετά τήν αἰχμαλωσίαν. Μετά τήν αἰχμαλωσίαν, τά λειτουργήματα τῶν ἀγγέλων διακριβοῦνται, διαστέλλονται καί ἱεραρχοῦνται. Οὕτως, ὁ Ἰεζεκιήλ διακρίνει εἰς ἕν τῶν ὁραμάτων του ἄγγελόν τινά, ὁ ὁποῖος φαίνεται νά ἐκτελῆ χρέη γραφέως (θ´ 2). Ὁ Ζαχαρίας γνωρίζει ἀγγέλους ἀποστελλομένους παρά τοῦ Θεοῦ ὡς περιοδευτάς πρός ἐπιθεώρησιν ὅλης τῆς γῆς (α´ 8-17), ὡς καί ἀγγέλους μεσιτεύοντας ὑπέρ τῆς Ἰερουσαλήμ καί πάσης τῆς Ἰουδαίας (α´ 12). Ἄγγελοι ἐπίσης μεταδίδουν εἰς τόν προφήτην τούς θείους λόγους παρηγορίας (α´ 14, ιδ´). Γενικῶς, διά τόν Ζαχαρίαν, ὁ Θεός κυβερνᾶ τόν κόσμον μέσω τῶν ἀγγέλων. Ὁ προφήτης ἀναφέρει ὅλως ἰδιαιτέρως τόν ἄγγελον τοῦ Γιαχβέ, τόν ὁποῖον παρουσιάζει, κατ' ἀντίθεσιν πρός πολυάριθμα προαιχμαλωσιακά χωρία (βλ. ἑπόμ. ἄρθρον), ὡς ἄγγελον ὅμοιον πρός τούς λοιπούς, σαφῶς διαστελλόμενον ἀπό τόν Θεόν. Κατά τόν Ζαχαρίαν, ὁ ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ ἔχει ὑπό τάς διαταγάς του ἀγγέλους (α´ 8, β´ 7,8, γ´ 4). Μεταδίδει εἰς τόν προφήτην, ὡς καί εἰς τόν ἀρχιερέα, τά προστάγματα τοῦ Θεοῦ (α´ 14, γ´ 6 κ. ἑξ.). Μεσιτεύει ὑπέρ τοῦ λαοῦ καί ἀσκεῖ τήν δικαιοσύνην ἐν ὀνόματι τοῦ Γιαχβέ (γ´ 1,2). Ἐξαγνίζει τόν κατηγορούμενον ἀπό τήν ἀνομίαν του (γ´ 4). Τέλος, εἰς τό βιβλίον τοῦ Ζαχαρίου, οἱ ἄγγελοι, ἐπιφορτισμένοι ἀπό τόν Θεόν μέ τήν διακυβέρνησιν τοῦ κόσμου, καλοῦνται ἐκ τούτου ἀκριβῶς καί εἰς τό νά καταστήσουν ἀνάγλυφον τήν θείαν ὑπεροχήν.
Ὁ Δανιήλ γνωρίζει τούς προστάτας τῶν λαῶν ἀγγέλους. Εἶναι, πρῶτον, ὁ ἄγγελος Μιχαήλ, ὁ προστάτης τοῦ Ἰσραήλ (ι´ 13,21). Οὗτος εἶναι "εἷς τῶν ἀρχόντων τῶν πρώτων", κατά δέ τήν συντέλειαν θά ἀναλάβη τήν ὑπεράσπισιν τοῦ περιουσίου λαοῦ (ιβ´ 1). Εἶναι κατόπιν ὁ ἄρχων, δηλαδή ὁ ἄγγελος τοῦ βασιλείου τῆς Περσίας, ὡς καί ὁ τῶν Ἑλλήνων (ι´ 13,20. Πρβλ. Δευτερ. λβ´ 8 εἰς τό κείμενον τῶν Ο´ καί Σοφ. Σειρ. ιζ´ 18). Δυνάμεθα νά ὁμιλήσωμεν μετά βεβαιότητος περί ταυτότητος τῶν ἀρχόντων τούτων τῶν ἐθνῶν πρός τούς "ἀγρυπνοῦντας", περί τῶν ὁποίων τό αὐτό βιβλίον ὁμιλεῖ εἰς τά δ´ 10,14,20 καί, ἴσως, πρός τούς ἑπτά ὀφθαλμούς τοῦ Γιαχβέ τούς μνημονευομένους παρά τοῦ Ζαχαρίου (δ´ 10), οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ δι' ὧν ὁ Θεός κυβερνᾶ τόν κόσμον ἄγγελοι.
Ἐξ ἄλλου, τά μεταιχμαλωσιακά κείμενα ὁμιλοῦν ὅλως ἰδιαιτέρως περί ἀγγέλων σαφῶς ἀποστελλομένων παρά τοῦ Θεοῦ διά νά βοηθήσουν ἤ προστατεύσουν τοῦτον ἤ ἐκεῖνον τόν πιστόν εἰδικῶς. Τοιαῦτα χωρία εἶναι τά Ψαλμ. η´ [3 α´] 11,12, Ψαλμ. λγ´ [λδ´] 8, Δαν. στ´ 23, Ἰουδίθ ιγ´ 20, Τωβ. ε´ 17,22, ιβ´ 12,15 (πρβλ. Γέν. κδ´ 7,40, μη´ 16, Γ´ Βασ. ιθ´ 5,7). Τά ἐδάφια αὐτά παρουσιάζουν ἐπίσης τούς ἀγγέλους μεσιτεύοντας ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων παρά τῷ Θεῷ. Πρέπει νά σημειωθῆ ἐπίσης, ὅτι, ὡς καί πρό τῆς αἰχμαλωσίας (Ἔξ. ιβ´ 23, Δ´ Βασ. ιθ´ 35), οἱ ἄγγελοι ἐμφανίζονται ὡσαύτως καί ὡς ἐκτελεσταί τῶν θείων ἀποφάσεων τιμωρίας (Α´ Παραλ. κα´ 12, 16,27. Πρβλ. Β´ Βασ. κδ´ 15-17, Ἰεζ. θ´ 9-13, Ψαλμ. λδ´ [λε´] 5), πρᾶγμα, ὅπερ ἐπιτρέπει εἰς τόν ποιητήν τοῦ οζ´ (οη´) Ψαλμοῦ νά ὁμιλῆ περί ἀγγέλων "πονηρῶν", δηλαδή ἀγγέλων φερόνων δεινά, τούς ὁποίους ὁ Θεός, ἐν τῇ ὀργῇ του, ἐξαπολύει κατά τῶν ἐχθρῶν του ἤ κατά τῶν ἀσεβῶν.
Συγχρόνως πρός τόν βαθμιαῖον καθορισμόν τῶν ἀγγελικῶν λειτουργημάτων, ἀποσαφηνίζεται καί ἡ ὕπαρξις μιᾶς ἐπουρανίου ἱεραρχίας. Κατά τόν Ζαχαρίαν, ὁ ἄγγελος ὁ ἀποκαλούμενος "ἄγγελος τοῦ Γιαχβέ" ἔχει ἀγγέλους ὑπό τάς διαταγάς του (α´ 8, β´ 7,8, γ´ 4). Τό βιβλίον τοῦ Δανιήλ κατονομάζει τούς ἀνωτέρους τόν βαθμόν ἀγγέλους (ι´ 21). Ἡ προσωπικότης των διευκρινίζεται καί αὐτή καί ἐκ τοῦ αὐτοῦ βιβλίου δέχονται πλέον ἴδια ὀνόματα: ὁ Μιχαήλ (Μικά ἔλ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὡς θεός, ι´ 13,21), ὁ Γαβριήλ (Γαβρί ἔλ, ὁ ἀνήρ, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, η´ 16, θ´ 21). Τό βιβλίον τοῦ Τωβίτ μᾶς παρουσιάζει τόν Ραφαήλ (Ραφά ἔλ, ὁ Θεός ἰᾶται), περί τοῦ ὁποίου ἀναφέρει, ὅτι εἶναι ἕν ἐκ τῶν ἑπτά πνευμάτων, τῶν "προσαναφερόντων τάς προσευχάς τῶν ἁγίων καί εἰσπορευομένων ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ ἁγίου", δηλαδή τοῦ Θεοῦ (ιβ´ 15). Τά ἀπόκρυφα βιβλία παρέχουν ἄλλα ὀνόματα ἀγγέλων.
Τέλος, ἄλλα χωρία πληροφοροῦν, ὅτι ὁ ἀριθμός τῶν ἀγγέλων εἶναι ἀνυπολόγιστος (Δαν. ζ´ 7, Ψαλμ. ξζ´ [ξη´] 18).

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝΟ

       

Ἄγγελος (Π. Διαθήκη). Τά βιβλία τῆς Π. Διαθήκης ἀναφέρουν ἐπουράνια ὄντα, ζῶντα εἰς τό περιβάλλον τοῦ Θεοῦ, ἀποτελοῦντα τρόπον τινά τήν Αὐλήν του καί ἐκτελοῦντα τά προστάγματά του παρά τοῖς ἀνθρώποις.
Ὀ ν ό μ α τ α τ ῶ ν ἀ γ γ έ λ ω ν. Τά ὄντα αὐτά σημαίνονται διά πολλῶν καί διαφόρων ὀνομάτων. Εἶναι, κατά τό ἑβραϊκόν πρωτότυπον κείμενον:
1) "Υἱοί τοῦ Θεοῦ", μπενέ ἐλωχίμ (Γέν. στ´ 14, Ἰώβ α´ 6, β´ 1, λη´ 7) ἤ μπενέ ἐλίμ, ἄλλως ὄντα ἀνήκοντα εἰς τόν θεῖον κόσμον, διότι ἡ λέξις "υἱοί" ἐδῶ, ὅπως καί εἰς ἄλλα σημεῖα τῆς Βίβλου (Νεεμ. γ´ 88, Ψαλμ. οα´ [οβ´] 4 κ.λπ.), χρησιμοποιεῖται ὄχι ὑπό τήν κυριολεκτικήν ἔννοιαν, ἀλλά διά νά ἐκφράση τό ἀνῆκον εἰς μίαν συγκεκριμένην τάξιν ἤ χορείαν. Οἱ Ο´ μετέφρασαν κατά γράμμα αὐτήν τήν ἔκφρασιν εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Γέν. στ´ 1-4.
2) Ἡ αὐτή ἰδέα τοῦ ἀνήκοντος εἰς τήν ὑπερφυσικήν τάξιν ἐκφράζεται καί διά τῶν λοιπῶν κάτωθι ὀνομάτων: "Ἅγιοι" εἰς Ψαλ. πη´ [πθ´] 6, 8, Ἰώβ ιε´ 15, Ζαχ. ιδ´ 5, Δαν. δ´ 14. "Υἱοί τοῦ ὑψίστου" εἰς Ψαλμ. πα´ [πβ´]. "Ἰσχυροί" (ἀββιρίμ) εἰς Ψαλμ. οζ´ (οη´) 25. "Ὑπέρτατοι" (ρανίμ) εἰς Ἰώβ κα´ 22.
3) Μιά ἄλλη κατηγορία ὀνομάτων ἀφορᾶ εἰς τήν δραστηριότητα τῶν ἐπουρανίων τούτων ὄντων: "Δυνατοί ἰσχύϊ (γιββορίμ), Ψαλμ. ρβ´ [ργ´] 20, Ἰωήλ δ´ 11. "Ἀγρυπνοῦντες", εἰς Δαν. δ´ 10,20 καί, τέλος, μάλ' ἄκ, ὅπερ, κατά γράμμα, σημαίνει "ἀγγελιαφόρος" καί χρησιμοποιεῖται ἐνίοτε καί δι' ἀγγελιαφόρους ἀνθρώπους (Γεν. λβ´ 4, Ἀριθ. κ´ 14 κ.λπ.), ἀλλ' ὡς σημαῖνον τήν συνηθεστέραν δραστηριότητα τῶν ὑπηρετῶν τούτων τοῦ Θεοῦ, κατέστη τό πλέον ἐν χρήσει ὄνομά των. Οἱ Ο´ τό ἀπέδωσαν ἀκριβολόγως διά τοῦ "ἄγγελος", τό ὁποῖον ἔγινεν εἰς τήν λατινικήν Βίβλον angelus καί ἐπεραιώθη ἐκεῖθεν ὑπό τήν μορφήν αὐτήν εἰς ὅλας τάς νέας γλώσσας.
4) Διά νά σημάνουν τό σύνολον τῶν ἀγγέλων, τά παλαιοδιαθηκικά κείμενα ὁμιλοῦν περί τῆς "στρατιᾶς τοῦ Γιαχβέ" (Ἰησ. Ν. στ´ 14, Γ´ Βασ. κβ´ 19, Β´ Παραλ. ιη´ 18, Ψαλμ. ρμη´ 2) τῆς "ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ" (Ψαλμ. πα´ [πβ´] 1) ἤ περί τῆς "ἐκκλησίας τῶν ἁγίων" (Ψαλμ. πη´ [πθ´] 6,8).
5) Τέλος, ὡρισμένα ὀνόματα ἀφοροῦν εἰς ἰδιαιτέρας κατηγορίας τῶν ὄντων τούτων: τά "χερουβίμ" (Γέν. γ´ 24) καί τά "σεραφείμ" (Ἠσ. στ´ 2,6).