Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝΟ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ


(Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη) 
Η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση φιλοξενούν πολυάριθμες μαρτυρίες σχετικά με την ύπαρξη και τη δράση των αγγέλων. Μετά από τη πτώση των πρωτοπλάστων άγγελοι φυλάσσουν το Παράδεισο, άγγελοι διδάσκουν στον Αδάμ τον τρόπο καλλιέργειας της γης, ενώ άγγελοι εμφανίζονται στον Αβραάμ, το Λωτ, κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο και σε πολλούς από τους προφήτες. Στο κείμενο της Καινής Διαθήκης οι άγγελοι μνημονεύονται σε πολλά χωρία, εκ των οποίων τα ενδεικτικότερα είναι κατά τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και καθ΄ όλη τη πορεία του Ιησού από τη Γέννηση μέχρι και την Ανάληψή του. 
Δημιουργία και σκοπός ύπαρξης των αγγέλων



Οι άγγελοι δημιουργήθηκαν πριν από τον υλικό κόσμο, αφού στο βιβλίο της Π.Δ. «Ιώβ» παρουσιάζεται ο Θεός να μιλά και να ομολογεί ότι μόλις δημιούργησε τα άστρα, όλοι οι άγγελοι τον ύμνησαν με δοξολογίες.
Ενώ και ο Μ. Βασίλειος αναφέρει ότι πριν τη δημιουργία του υλικού κόσμου υπήρχε υπέρχρονη και πρεσβύτερη κατάσταση, που είναι ο κόσμος των αγγέλων.
Ο τρόπος με τον οποίο δημιουργήθηκαν από το Θεό δεν μας είναι γνωστός. Ωστόσο μπορούμε να λάβουμε μία εικόνα γι΄ αυτόν μέσα από την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος λέγει ότι οι αγγελικές δυνάμεις δημιουργήθηκαν μόλις ο Θεός συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας τους. Δηλ. η απόφαση του Θεού να δημιουργήσει τον αγγελικό κόσμο, σήμανε ταυτόχρονα και τη δημιουργία του.
Ο σκοπός της δημιουργίας των αγγέλων δεν έχει να κάνει με κάποια ανάγκη του Θεού. Δεν είναι δυνατό ο υλικός ή ακόμη και αυτός ο πνευματικός κόσμος να μπορεί να προσφέρει κάτι επιπλέον στη δόξα του Θεού. Ο σκοπός της δημιουργίας των αγγέλων φανερώνεται από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος λέγει ότι ο Θεός τους έδωσε ύπαρξη και ζωή γι΄ αυτούς τους ίδιους, με κίνητρο την «εκστατική» του αγάπη και αγαθότητα και με σκοπό να συμμεριστούν ως λογικά όντα τη μακαριότητά του. Μετέχουν στη Θεία μακαριότητα και τρέφονται με τη διαρκή θέα του προσώπου του Θεού. Ωστόσο αυτή η συμμετοχή στη θεία μακαριότητα ωθεί τις αγγελικές δυνάμεις σε μία συνεχή ανοδική πορεία, σε μία πορεία προς τη πνευματική τελειότητα.
Φύση και Χαρακτηριστικά των αγγέλων



Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός προσπαθώντας να δώσει έναν ορισμό περί των αγγέλων λέγει ότι είναι φύσεις νοερές, αεικίνητες, αυτεξούσιες, ασώματες. Υπηρετούν το θεό και είναι κατά χάριν αθάνατες. Η φύση των αγγέλων είναι πνευματική. Επειδή όμως απολύτως άϋλος και ασώματος νοείται μόνο ο θεός, γι΄ αυτό το αγγελικό σώμα νοείται ως αιθέριο, πυροειδές, ταχύτατο και πολύ λεπτότερο από τη γνωστή μας ύλη.
Οι άγγελοι ως προς τη προαίρεση είναι ελεύθεροι και τρεπτοί, έχοντας δυνατότητα να προκόπτουν στο αγαθό, αλλά και να τρέπονται στο κακό. Οι νοερές δυνάμεις διαθέτουν σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά νου και λόγο, δίχως όμως «πνεύμα ζωοποιό» επειδή δεν έχουν σώμα. Γι΄ αυτό δεν συνάγουν τη θεία γνώση μέσα από τις αισθήσεις ή από αναλύσεις λογισμών, αλλά μένοντας καθαροί από κάθε υλικό στοιχείο συλλαμβάνουν τα νοητά νοερώς και αϋλως. Παρ΄ όλη τη καθαρότητα και απλότητα της αγγελικής φύσης, οι άγγελοι είναι δεκτικοί της κακίας. Έτσι μπορούν να επιλέξουν τη συνεχή προαγωγή στην άνωθεν Γνώση και τη κοινωνία της Αγάπης ή την άρνηση αυτής της Αγαθότητας. Αποτέλεσμα της ελευθερίας τους είναι και η πτώση του τάγματος του Εωσφόρου. Αυτό το αγγελικό τάγμα δεν αρκέστηκε στη θαυμαστή λαμπρότητά του, αρνήθηκε την ιεραρχημένη πρόοδο της θείας γνώσης και θέλησε τη πλήρη και άμεση εξομοίωσή του με το Θεό. Γι΄ αυτό το λόγο ηθελημένα δόθηκε στη κακία, στερήθηκε την αληθινή ζωή, την οποία μόνο του (το τάγμα των δαιμόνων) αρνήθηκε. Κατ΄ αυτό τον τρόπο έγιναν πνεύματα νεκρά αφού απέβαλαν την αληθινή ζωή και δεν αισθάνονται κόρο από την ορμή τους προς τη κακία προσθέτοντας με άθλιο τρόπο διαρκώς κακία επάνω στην ήδη υπάρχουσα.
Οι άγγελοι όμως που δεν ακολούθησαν τον Εωσφόρο στην αποστασία του, απέκτησαν το χάρισμα της τέλειας ατρεψίας και ακινησίας προς το κακό. Αυτό συνέβη με την ενανθρώπηση, τη σταυρική θυσία και την ανάσταση του Χριστού, αφού έμαθαν ότι ο δρόμος που οδηγεί στην ομοίωση με το Θεό δεν είναι η έπαρση, αλλά η ταπείνωση.
Η ακινησία των αγγέλων προς το κακό δεν σημαίνει ότι εξαφανίζεται το αυτεξούσιό τους, αλλά ότι εξαγιάζεται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Οι άγγελοι έχουν μεγαλύτερες και ανώτερες γνωστικές ικανότητες από τους ανθρώπους. Βέβαια δεν είναι ούτε παντογνώστες, ούτε παντοδύναμοι όπως ο Θεός.
Δεν προγνωρίζουν τα μέλλοντα, παρά μόνο αν τους τα αποκαλύψει ο Θεός, ούτε γνωρίζουν τι ακριβώς κρύβεται στη καρδιά κάθε ανθρώπου. Δεν γνωρίζουν πότε θα γίνει η συντέλεια του κόσμου και η Δευτέρα παρουσία του Χριστού. Η μετακίνησή τους γίνεται ταχύτατα, αλλά δεν είναι πανταχού παρόντες. Κάθε φορά βρίσκονται σε συγκεκριμένο τόπο, δίχως να γνωρίζουν το τι συμβαίνει αλλού.
Δεν έχουν φύλο, γιατί η φύση τους είναι πνευματική, ενώ δεν χρειάζονται τροφή για να ζήσουν, ή ανάπαυση για να ξεκουραστούν, αλλά ούτε πεθαίνουν και ούτε πολλαπλασιάζονται. Η αθανασία τους δεν πηγάζει από τη φύση τους, αλλά επειδή μετέχουν «κατά χάριν» στην αγιότητα του Θεού. 
Διάταξη των αγγέλων



Ο αριθμός των αγγελικών όντων είναι ανυπολόγιστος και απροσμέτρητος. Ο ίδιος ο Ιησούς ομιλεί στη Γεσθημανή για περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων, ενώ ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μαρτυρεί ότι είδε και άκουσε γύρω από το Θεϊκό θρόνο χορωδία από μυριάδες μυριάδων και χιλιάδες χιλιάδων αγγέλων.
Όλοι αυτοί οι αναρίθμητοι άγγελοι είναι οργανωμένοι σε τάγματα ή αλλιώς σε τάξεις. Συγκεντρώνοντας τις αναφορές σε αυτό το θέμα του Προφήτη Ησαϊα, του προφήτη Ιεζεκιήλ, του αποστόλου Παύλου, του αγίου Διονυσίου του αρεοπαγίτη και του Οσίου Νικήτα Στηθάτου, μπορούμε να καταλήξουμε στα εξής:
Τα τάγματα των αγγέλων είναι εννέα, τα οποία ταξινομούνται σε τρεις τρίχορες ιεραρχίες ή ταξιαρχίες, κατά τον ακόλουθο τρόπο: Σεραφείμ, Χερουβείμ, Θρόνοι - Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες - Αρχές, Αρχάγγελοι, ʼγγελοι.
Ιδίωμα της πρώτης ιεραρχίας είναι η πύρινη σοφία και η γνώση των ουρανίων, ενώ έργο τους ο θεοπρεπής ύμνος του «γελ». Η δεύτερη ιεραρχία έχει ως ιδίωμα τη διευθέτηση των μεγάλων πραγμάτων και την διενέργεια των θαυμάτων, ενώ έργο τους είναι ο τρισάγιος ύμνος «ʼγιος, ʼγιος, ʼγιος». Τέλος ιδίωμα της τρίτης ιεραρχίας είναι να εκτελούν θείες υπηρεσίες και έργο τους αποτελεί ο ύμνος «Αλληλούϊα».
Πέρα από τα ονόματα των εννέα τάξεων, η Αγία Γραφή μας φανερώνει και τα προσωπικά ονόματα ορισμένων αγγέλων. Γνωρίζουμε το Γαβριήλ, που σημαίνει «ήρωας του Θεού», από την εμφάνισή του στο προφήτη Δανιήλ, στο προφήτη Ζαχαρία και στη Θεοτόκο. Γνωρίζουμε το Μιχαήλ, που σημαίνει «τις ως ο Θεός ημών», ενώ εμφανίζεται πολλές φορές στη Παλαιά Διαθήκη. Ο Ραφαήλ είναι ο τρίτος άγγελος που γνωρίζουμε, το όνομά του σημαίνει «ο Κύριος θεραπεύει» και εμφανίζεται στον Τωβίτ μεταφέροντας τις ανθρώπινες προσευχές στο θρόνο του Θεού. Τέλος γνωστός από την εβραϊκή παράδοση είναι και ο Ουριήλ.
Έργο των αγγέλων



Οι άγγελοι πραγματοποιούν τριπλό έργο. Πρώτα απ΄ όλα δοξολογούν ακατάπαυστα το Θεό. Αυτή η δοξολογία δεν τους έχει επιβληθεί ως εντολή, αλλά είναι τελείως αυθόρμητη, που ξεπηγάζει από τους ίδιους, όταν αντικρύζουν το κάλλος του Θεϊκού προσώπου και τα μεγαλεία της δημιουργίας του. Τη νύχτα των Χριστουγέννων π.χ. εμφανίσθηκε πλήθος στρατιάς ουρανίου που αινούσε το Θεό για το γεγονός της θείας ενσαρκώσεως.
Το δεύτερο έργο τους είναι η διακονία στη Θεία Οικονομία. Νιώθουν τόση αγάπη και ευγνωμοσύνη προς το Πλάστη τους και σφοδρή επιθυμία για τη δική τους πρόοδο, ώστε να διακονούν τα μυστήρια της Θείας Οικονομίας. Τα αγγελικά τάγματα μεταδίδουν ιεραρχικά το φωτισμό και τη γνώση το ένα στο άλλο. Τις αποκαλύψεις του Θεού τις διδάσκουν οι ανώτερες τάξεις στις κατώτερες και όταν επιτρέψει ο Θεός να αποκαλυφθεί κάποιο μυστήριο σε νου αγίου ανθρώπου, αυτό θα γίνει ιεραρχικά.
Το τρίτο έργο των αγγελικών δυνάμεων αφορά τη σωτηρία των ανθρώπων. Με αυτό επιφορτίσθηκαν μετά την δημιουργία του ανθρώπου και το επιτελούν με ιδιαίτερη προθυμία και χαρά, αφού κάθε φορά που μετανοεί ένας άνθρωπος για τις αμαρτίες του, πανηγυρίζουν και χαίρονται στον ουρανό.
Στο αρχαιότατο έργο «ποιμήν» του Ερμά, γίνεται λόγος για τον προσωπικό φύλακα άγγελο κάθε ανθρώπου. Αυτός μάλιστα είναι τρυφερός, σεμνός, πράος, διδάσκει στην ανθρώπινη καρδιά τη δικαιοσύνη και το δρόμο προς το αγαθό. Και άλλοι πατέρες της εκκλησίας μας διδάσκουν ότι απαραίτητη προϋπόθεση παραμονής του φύλακα αγγέλου δίπλα στον άνθρωπο, είναι ο άγιος βίος, διαφορετικά απομακρύνεται εξ΄ αιτίας των πονηρών και αμαρτωλών έργων. Ο άγγελος αυτός παρηγορεί στις θλίψεις, βοηθά στους πόνους, συμπάσχει με τον άνθρωπο, τον οδηγεί στη μετάνοια και τον προστατεύει από ορατούς και αόρατους εχθρούς.
Εκτός όμως από το φύλακα άγγελο του κάθε ανθρώπου, υπάρχουν και οι φύλακες άγγελοι των εθνών, των πόλεων και των κατά τόπους εκκλησιών. Στη Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Δευτερονομίου ο Θεός διαμοιράζει τα έθνη και τοποθετεί τα όρια των εθνών σύμφωνα με τον αριθμό των αγγέλων του. Έπειτα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρατηρεί ότι ο Θεός έχει εγκαταστήσει σε κάθε πόλη στρατόπεδα αγγέλων που αναχαιτίζουν τις επιθέσεις των δαιμόνων. Ενώ τέλος ο άγιος Ιππόλυτος είναι ιδιαίτερα σαφής, όταν παρομοιάζει την εκκλησία με πλοίο που έχει ναύτες τους αγγέλους. 
Τιμή των αγγέλων



Η ορθόδοξη εκκλησία τιμούσε πάντοτε τους αγγέλους. Η δε τιμητική τους προσκύνηση διακηρύχθηκε επίσημα από τη Ζ΄ οικουμενική σύνοδο σε αντιδιαστολή προς τη λατρεία που αφορά μόνο το πρόσωπο του Θεού.
Στον εβδομαδιαίο λειτουργικό κύκλο των ακολουθιών, η Δευτέρα αφιερώνεται στις αγγελικές δυνάμεις. Δύο παρακλητικοί κανόνες αφορούν το φύλακα άγγελο και τις επουράνιες Δυνάμεις.
Ο ετήσιος λειτουργικός κύκλος σηματοδοτείται από έξι εορτές αφιερωμένες στον αγγελικό κόσμο, με κυρίαρχη εκείνη της 8ης Νοεμβρίου, κατά την οποία εορτάζεται η σύναξη των αγγέλων υπό τον αρχάγγελο Μιχαήλ ως αντίσταση κατά της αποστασίας του Εωσφόρου.
Αλλά η κατεξοχήν τιμή των αγγέλων γίνεται στη Θεία Λειτουργία. Εκεί, ο λαός του Θεού στη γη και οι στρατιές του ουρανού με ένα στόμα, σε μία κοινή λειτουργική σύναξη προσφέρουν στο Θεό δοξολογία. Μαζί με τους ιερείς συνέρχονται στο θυσιαστήριο και συλλειτουργούν τη θεϊκή αγαθότητα. Μαζί κυκλώνουν την αγία Τράπεζα και τα τίμια δώρα, διά χειρός αγγέλου αναφέρονται εις οσμήν ευωδίας πνευματικής στο υπερουράνιο και νοερό θυσιαστήριο.
Ωστόσο, εκείνοι που τιμούν ιδιαίτερα τους αγγέλους είναι οι μοναχοί. Μέσα από την διαρκή προσευχή τους, την υπεράνθρωπη άσκησή τους, αγωνίζονται να ομοιάσουν στους αγγέλους και να αναπληρώσουν το εκπεσόν τάγμα των δαιμόνων. Γι΄ αυτό και η ακολουθία της μοναχικής κουράς φέρει το όνομα: «Ακολουθία του μεγάλου και αγγελικού Σχήματος».

Το άκτιστο θείο φως και οι τρόποι θεωρίας του Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου,

Το άκτιστο θείο φως και οι τρόποι θεωρίας του
Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου,
Ιδρυτού της Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου
Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης (1866-1938),
Αθήνα 1988, δ΄ εκδ. σελ. 195-200
Ο Θεός, όντας φως στο οποίο «σκοτία οὐκ ἔστιν οὐδεμία», εμφανίζεται πάντοτε στο φως και ως φως.
Το άκτιστο φως είναι ως προς την φύση του θεία ενέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό από το φυσικό φως. Κατά τη θέα του επικρατεί προπαντός η αίσθηση του ζωντανού Θεού, που απορροφά ολόκληρο τον άνθρωπο· άϋλη αίσθηση του ʼϋλου· αίσθηση νοερή και όχι λογική· αίσθηση μ' εξουσιαστική δύναμη που αρπάζει τον άνθρωπο σ' άλλο κόσμο, αλλά τόσο γαλήνια, που αυτός δεν αντιλαμβάνεται την στιγμή που του συνέβηκε αυτό και δεν ξέρει αν ο ίδιος βρίσκεται στο σώμα ή εκτός του σώματος. Αποκτά τότε συνείδηση του εαυτού του τόσο ενεργητική και βαθειά , όσο ποτέ άλλοτε στην συνηθισμένη ζωή, και συγχρόνως λησμονεί τον εαυτό του και τον κόσμο, πλημμυρισμένος από τη γλύκα της αγάπης του Θεού. Βλέπει με το πνεύμα τον Αόρατο, Τον αναπνέει, βρίσκεται όλος κοντά Του.
Μ' αυτήν την υπέρλογη αίσθηση του ζωντανού Θεού που ξεχειλίζει τα πάντα συνενώνεται θέα φωτός, αλλά φωτός διαφορετικού στη φύση του από το φυσικό φως. Ο ίδιος ο άνθρωπος μένει τότε στο φως κι εξομειώνεται με το φως που βλέπει, πνευματοποιείται απ' αυτό και δεν βλέπει και δεν αισθάνεται ούτε την δική του υλικότητα ούτε την υλικότητα του κόσμου.
Η όραση έρχεται με ακατάληπτο τρόπο. Σε ώρα που δεν προσμένεται· δεν έρχεται ούτε απ' έξω ούτε από μέσα, αλλ' αγκαλιάζει με ανέκφραστο τρόπο το πνεύμα του ανθρώπου, εισάγοντάς τον στον κόσμο του θείου φωτός. Και δεν μπορεί να πη αν βρέθηκε σ' έκσταση, δηλαδή αν η ψυχή του ήταν έξω από το σώμα, γιατί δεν αντιλαμβάνεται ούτε την επιστροφή στο σώμα. Δεν υπάρχει, λοιπόν, τίποτε το παθολογικό σ' αυτό το φαινόμενο.
Ο Θεός ενεργεί, ο άνθρωπος δέχεται. Και τότε δεν ξέρει ούτε διάστημα ούτε χρόνο ούτε γέννηση ούτε θάνατο ούτε φύλλο ούτε ηλικία ούτε κοινωνική ή ιεραρχική θέση ούτε άλλες συνθήκες και σχέσεις του κόσμου τούτου. Ήλθε ο Κύριος, η άναρχη Ζωή και το Φως της ζωής να επισκεφθή με έλεος τη μετανοούσα ψυχή.
Το Θείο Φως θεωρείται άσχετα από συνθήκες, και στο σκοτάδι της νύχτας και στο φως της ημέρας. Η ευδοκία του Θεού κατεβαίνει μερικές φορές με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρήται η αντίληψη και του σώματος και του γύρω κόσμου. Τότε ο άνθρωπος μπορεί να μένη με τα μάτια ανοιχτά και να βλέπη ταυτόχρονα δύο φώτα, και το φυσικό φως και το Θείο φως. Αυτήν την όραση οι ʼγιοι Πατέρες την ονομάζουν όραση με τους φυσικούς οφθαλμούς. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η πράξη της οράσεως του Θείου φωτός είναι ανάλογη σ' όλα με τη συνήθη ψυχοφυσιολογική πορεία της φυσικής οράσεως. Δεν σημαίνει δηλαδή πως το Θείο φως είναι όμοιο με το φυσικό, το οποίο- ανεξάρτητα από το ποια επιστημονική θεωρία για το φως δεχόμαστε- προκαλεί τη γνωστή διέγερση του οπτικού νεύρου και στη συνέχεια περνά στην ψυχολογική διαδικασία της οράσεως. Το Θείο φως είναι διαφορετικό στη φύση του, είναι φως νοερό, φως πνευματικό, φως αγάπης, φως ζωής.
Εικόνα του Θείου φωτός στο φυσικό κόσμο είναι το φυσικό φως. Η θέα των γύρω μας αντικειμένων είναι δυνατή, μόνον όταν υπάρχη φως, κι αν το φως είναι αμυδρό, το μάτι μόλις που διακρίνει τα αντικείμενα· αν είναι αφθονότερο, βλέπει καθαρότερα· τέλος η όραση φτάνει στην πληρότητά της στο πλήρες ηλιακό φως. Παρομοίως και στον πνευματικό κόσμο κάθε αληθινή όραση είναι δυνατή μόνο στο Θείο φως, κι όχι αλλιώς. Αυτό το φως παρέχεται στον άνθρωπο σε διαφορετικό μέτρο. Κι η πίστη είναι φως, αλλ' ανεπαρκές. Κι η ελπίδα είναι φως, αλλ' ακόμη ατελές. Κι η αγάπη είναι φως, αλλά τέλειο πια.
Το άκτιστο φως φωτίζει, σαν τον ήλιο, τον πνευματικό κόσμο κι αποκαλύπτει στον άνθρωπο τις πνευματικές οδούς, που είναι αθέατες μ' άλλον τρόπο. Χωρίς αυτό το φως δεν μπορεί ο άνθρωπος ούτε να εννοήση ούτε πολύ περισσότερο να εκπληρώση τις εντολές του Χριστού, γιατί μένει στο σκοτάδι. Το άκτιστο φως φέρει μέσα του την αιώνια ζωή και την πνοή της Θείας αγάπης. Μάλλον το ίδιο είναι η αιώνια ζωή και η Θεία αγάπη.
Όποιος δεν είδε με δύναμη και πληροφορία το άκτιστο φως, αυτός δεν γεύτηκε ακόμη την αληθινή θεωρία. Κι όποιος, πριν από την όραση του άκτιστου φωτός, απλώνεται μ' αυθάδεια «με το νου του» στη θεωρία των μυστηρίων του πνεύματος, αυτός όχι μόνο δεν πετυχαίνει τον σκοπό του, αλλά φράζει και τον δρόμο ακόμα προς αυτά μπροστά του. Θα δη μόνο τα προσωπεία της αλήθειας, που τα φαντάζεται ο ίδιος ή του προσφέρουν απατηλές δαιμονικές δυνάμεις.
Η πραγματική θεωρία έρχεται άνωθεν, με ηρεμία. Η υπαρξιακή θεωρία δεν είναι σαν την αφηρημένη, τη διανοητική. Είναι ποιοτικά διαφορετική, είναι το φως της ζωής που δίνεται από την ευδοκία του Θεού κι η οργανική οδός προς αυτό είναι όχι η διανόηση, αλλ' η μετάνοια.
Το Θείο φως είναι η αιώνια ζωή, η βασιλεία του Θεού, η άκτιστη ενέργεια της Θεότητας. Δεν περιλαμβάνεται φυσικώς μέσα στον άνθρωπο, γιατί είναι άλλης φύσης από τη δική μας κτιστή φύση· γι' αυτό δεν μπορεί να ξετυλιχτεί μέσα μας μ' οποιαδήποτε ασκητικά μέσα, αλλ' έρχεται αποκλειστικά σαν δώρο του Ενός Αγαθού.
Ρωτήσαμε τον Γέροντα: με ποιο τρόπο μπορεί να το αντιληφθή αυτό ο άνθρωπος με την πείρα του; Ο μακαριστός Γέροντας εβεβαίωνε πως όταν ο Θεός εμφανίζεται σε μέγα φως, τότε ο άνθρωπος δεν αμφιβάλλει καθόλου ότι αυτός που φανερώθηκε είναι ο Κύριος, ο Δημιουργός, ο Παντοκράτορας. Όποιος όμως αξιώθηκε να έχη αμυδρή ακόμη θεωρία του φωτός, δεν μπορεί ν' αντιληφθή σαφώς πως το φως που θεωρεί είναι διαφορετικό στην υφή του από την ψυχή του· έτσι γι' αυτόν η οδός για βεβαιότερη επίγνωση, μπορεί να είναι η πλήρης εμπιστοσύνη στην πείρα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας που αξιώθηκαν αυτή την θεωρία ή η περαιτέρω επανάληψη των επισκέψεων και των άρσεων της χάρης, που θα τον διδάξουν να διακρίνη την άκτιστη θεία ενέργεια από τη φυσική ενέργεια του ανθρώπου.
Όταν η προσευχή του ανθρώπου περνά για πρώτη φορά στην όραση του Θείου φωτός, τότε το θεώμενο και βιούμενο είναι τόσο νέο και καταπληκτικό γι' αυτόν, που δεν μπορεί να εννοήση τίποτε. Αισθάνεται πως πλάτυναν ανείπωτα τα όρια της υπάρξεώς του, πως το φως που φανερώθηκε τον πέρασε από τον θάνατο στη ζωή, αλλ' από το μεγαλείο του συμβάντος μένει σ' απορία και έκπληξη, και μόνο μετά από επανειλημμένες επισκέψεις εννοεί το δώρο που του χορήγησε ο Θεός.
Η ψυχή κατά την όραση και μετά απ' αυτήν είναι γεμάτη από βαθειά ειρήνη και από την γλυκύτητα της αγάπης του Θεού. Εξαφανίζεται απ' αυτήν κάθε επιθυμία δόξας, πλούτου, οποιασδήποτε γήϊνης ευτυχίας, ακόμη κι αυτής της ίδιας της ζωής. Όλα αυτά θεωρούνται «σκύβαλα» και η επιθυμία της την σύρει προς το ζωντανό άπειρο, το Χριστό, στον οποίο δεν υπάρχει ούτε αρχή ούτε τέλος ούτε σκοτάδι ούτε θάνατος.
Από τους δύο αυτούς τρόπους θεωρίας του Θείου φωτός που περιγράψαμε, ο Γέροντας προτιμούσε εκείνον κατά τον οποίον «ο κόσμος λησμονείται παντελώς», όταν δηλαδή την ώρα της προσευχής το πνεύμα του ανθρώπου βγαίνη έξω από τις εικόνες του κόσμου και εισέρχεται στη σφαίρα του ατελείωτου φωτός, γιατί μια τέτοια όραση παρέχει μεγαλύτερη γνώση για τα μυστήρια του «μέλλοντος αιώνος». Στην κατάσταση αυτής της οράσεως η ψυχή αισθάνεται ενεργώς την κοινωνία στη Θεία ζωή και δοκιμάζει υπαρξιακώς μια τέτοια έλευση του Θεού, για την οποία είναι αδύνατο να μιλήση η ανθρώπινη γλώσσα. Όταν η όραση αυτή τελειώση, για λόγους άγνωστους στον άνθρωπο κι ανεξάρτητα από την θέλησή του, όπως κι άρχισε ανεξάρτητα, τότε επιστρέφει σιγά-σιγά η ψυχή στην αντίληψη του γύρω κόσμου και στην γλυκειά χαρά της αγάπης του Θεού προστίθεται μια λεπτή λύπη, γιατί θα βλέπη και πάλι το φως του φυσικού τούτου ήλιου.
Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Αλλ' ερωτάται: τι είναι σ' αυτόν η εικόνα του Θεού; Ή αλλιώς: σε τι έγκειται αυτή η εικόνα; Στο σώμα; Στην ψυχική ή στην ψυχοφυσική σύσταση του ανθρώπου; Στο τριαδικό των ψυχικών του δυνάμεων και εκδηλώσεων;... Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Μερικές διαθλάσεις και ανταύγειες της εικόνας του Θεού δεν αποκλείονται σ' όλα όσα απαριθμήσαμε, αλλά το πιο ουσιαστικό είναι η μορφή της υπάρξεως. Το κτιστό ον κοινωνεί κατά τη δωρεά της ευδοκίας με την άκτιστη άναρχη Ύπαρξη...Πώς είναι δυνατόν αυτό; Είναι τόσο ανεξήγητο όσο ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο είναι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου « εκ του μηδενός». Κι όμως είναι τέτοια η ευδοκία του ουράνιου πατέρα, ώστε ο κτισθείς «κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωση » είναι προικισμένος με την ικανότητα να δεχθή την θέωση , να γίνη κοινωνός δηλαδή της θείας ζωής, να λάβη το θείο τρόπο υπάρξεως, να γίνη Θεός κατά χάρη.
Τη θέωση ο άνθρωπος την επιδέχεται, δηλαδή ο Θεός είναι η ενεργούσα αρχή στην πράξη της θεώσεως κι ο άνθρωπος η προσλαμβάνουσα. Η πρόσληψη όμως αυτή δεν είναι καθαρά παθητική και η πράξη της θεώσεως δεν μπορεί να τελεσθή αλλιώς παρά με τη συμφωνία και την συνεργασία του ίδιου του ανθρώπου. Στην αντίθετη περίπτωση χάνεται και η ίδια η δυνατότητα της θεώσεως. Σ' αυτό έγκειται η ουσιώδης διαφορά της αρχικής πράξεως της δημιουργίας από το ακόλουθο στάδιό της. Της θεώσεως της λογικής κτίσεως.
Αν είναι απερινόητο το μέγα μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου γενικώς, το μυστήριο της δημιουργίας αιωνίων θεών είναι ακόμη περισσότερο απείρως πιο μεγαλειώδες. Αν όλη η ζωή γύρω μας είναι θαύμα που μας καταπλήσσει με το μεγαλείο του, η συνείδηση του Θείου θαύματος, μέσα στον άνθρωπο που εισέρχεται στον κόσμο του Ακτίστου φωτός, αποκτά ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη και βάθος.
Για κάθε άνθρωπο που θ' αναλογισθή το γεγονός της υπάρξεώς του, αυτό θα είναι αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού. Έτυχε να συναντήσωμε ανθρώπους που μπαίνοντας στη νοερή σφαίρα, που προσιδιάζει φυσικά στον άνθρωπο, εκπλήσσονταν από το φωτόμορφο κάλλος της. Όταν όμως ο άνθρωπος με τη Θεία ενέργεια εισάγεται στον κόσμο του ακτίστου φωτός, τότε το « θάμβος Θεού» φτάνει να γίνη τελείως ανέκφραστο και δεν βρίσκει πια λόγια ούτε τρόπους ούτε στεναγμούς ευγνωμοσύνης.

Το κίνητρο της ενανθρωπήσεως Γεωργίου Φλωρόφσκυ

Το κίνητρο της ενανθρωπήσεως
Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Aρτος Ζωής, Β΄ εκδ. Αθήνα 1989, σελ. 33-42, μτφρ. Σταμ. Χατζησταματίου
«Ἐγώ εἰμί τό ἄλφα καίι τό ὦ» (ʼποκ. 1, 8)
1. Το χριστιανικό μήνυμα ήταν από την πρώτη του αρχή το μήνυμα της Σωτηρίας. Γι' αυτό και ο Κύριος μας εμφανιζόταν κατά κύριο λόγο σαν ο Σωτήρας που λυτρώνει το λαό Του από τα δεσμά της αμαρτίας και της φθοράς. Το ίδιο το γεγονός της ενανθρωπήσεως η πρωτο- χριστιανική θεολογία το ερμήνευε συνήθως μέσα στην προοπτική της απολυτρώσεως. Οι εσφαλ- μένες αντιλήψεις περί του Προσώπου του Χριστού, που έπρεπε να πολεμήση η Πρώτη Εκκλησία, κατεδικά- ζοντο και απεκρούοντο, ακριβώς επειδή έτειναν να υπονομεύσουν την αλήθεια του γεγονότος της ανθρώπινης λυτρώσεως. Ήταν από όλους παραδεκτό ότι το νόημα της Σωτηρίας δεν ήταν άλλο από το ότι η στενή κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου αποκαταστάθηκε, πράγμα που σημαίνει ότι ο Λυτρωτής έπρεπε να ανήκη και στα δύο μέρη, να είναι δηλ. ταυτόχρονα θείος και ανθρώπινος, γιατί διαφορετικά η διακοπείσα κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου δεν θα μπορούσε να αποκατασταθή. Αυτή ήταν η κύρια γραμμή των επιχειρημάτων όχι μόνο του Αγ. Γρηγορίου του Ναζιανζηνού κατά των Αρειανών στην αναίρεσι του Απολλιναρισμού, αλλά και άλλων συγγραφέων τοϋ Δ' και Ε' αι.: «Ὁ δε ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καί σώζεται» (1) . Η λυτρωτική όψις της ενανθρωπήσεως και η περιχώρησις των φύσεων τονίσθηκαν με έμφασι από τους Πατέρες. Σαν σκοπός και αποτέλεσμα της ενσαρκώσεως ωρίσθηκαν ακριβώς η Απολύτρωσις του ανθρώπου και η αποκατάστασίς του στην προπτωτική κατάστασι που χάθηκε με την πτώσι και την αμαρτία. Η αμαρτία του κόσμου καταργήθηκε και διώχθηκε από τον ενανθρωπήσαντα, που μόνο αυτός, όντας θείος συνάμα και ανθρώπινος, μπορούσε να κάνη κάτι τέτοιο. Από τ' άλλο μέρος, θάταν άδικο να ισχυρισθή κανείς ότι οι Πατέρες θεωρούσαν το λυτρωτικό αυτό σκοπό σαν τη μόνη αιτία Ένσαρκώσεως, έτσι που η Ενανθρώπησις να μπορούσε να μην είχε γίνει ποτέ, αν δεν είχε αμαρτήσει ο άνθρωπος. Ουδέποτε έθεσαν οι Πατέρες το ερώτημα κατ' αυτόν τον τρόπο. Το θέμα του εσχάτου κινήτρου της ενανθρωπήσεως δεν συζητήθηκε ποτέ επίσημα στην Πατερική εποχή. Το πρόβλημα της σχέσεως του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως και του αρχικού σκοπού της Δημιουργίας δεν το έθιξαν σαν πρόβλημα ούτε μια φορά οι Πατέρες, και δεν το επεξεργάσθηκαν συστηματικά. «Ίσως είναι αλήθεια να πη κανείς ότι η σκέψις για μια ενσάρκωσι ανεξάρτητη από την πτώσι εναρμονίζεται με τη γενική κατεύθυνσι της Ελληνικής Θεολογίας. Μερικές πατερικές φράσεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έγινε πραγματικά μια τέτοια σκέψις, εδώ ή εκεί, που ίσως και να συζητήθηκε» (2). Οι πατερικές αυτές φράσεις συγκεντρώθηκαν και εξετάσθηκαν αρκετές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, αφού μπορούμε να παραπέμψουμε στους ίδιους αυτούς πατέρες, προκειμένου και περί του αντιθέτου. Δεν είναι αρκετό να μαζεύουμε χωρία βγάζοντας τα από τη συνάφεια τους και αγνοώντας το σκοπό, συχνά πολεμικό, για τον όποιο γράφθηκε καθένα απ' αυτά τα κείμενα. Πολλές από εκείνες τις «πατερικές φράσεις» είναι περικοπές περιπτωσιακές, που δεν μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε παρά μόνο με μεγάλη περίσκεψι και προσοχή. Το σωστό τους νόημα εξακριβώνεται μόνο, αν τις διαβάσουμε στη συνάφεια τους, δηλ. μέσα στην προοπτική της σκέψεως του κάθε συγγραφέως.
2. Ο Rupert του Deutz (†1135) φαίνεται νάναι ο πρώτος απ' τους θεολόγους του Μεσαίωνος, που διετύπωσε το πρόβλημα περί του κινήτρου της ενανθρωπήσεως. ʼποψίς του ήταν ότι η Ένσάρκωσις ανήκε στο αρχικό σχέδιο της Δημιουργίας και επομένως ήταν ανεξάρτητη από την Πτώσι. Η ενσάρκωσις, κατά την ερμηνεία του, ήταν το αποκορύφωμα του αρχικού σκοπού της Δημιουργίας, ένας αυτοσκοπός και όχι απλό φάρμακο της αποτυχίας του ανθρώπου (3). Ο Η onorius του Α utum (γ. 1152) είχε την ίδια γνώμη (4). Οι μεγάλοι δάσκαλοι του ΙΓ' αι. σαν τον Α lexandre του Η ales ή τον Αλβέρτο το Μέγα δέχονταν την ιδέα για μια Ενσάρκωσι ανεξάρτητη από την Πτώσι σαν τη βολική λύσι του προβλήματος (5). Ο Duns Scotus (1266-1308) επεξεργάσθηκε αυτή την άποψι με μεγάλη επιμέλεια και συνέπεια λογική. Γι' αυτόν η E νσάρκωσις ξέχωρα από την Πτώσι δεν ήταν απλώς μια πολύ βολική υπόθεσις, αλλά πολύ περισσότερο μια απαραίτητη δογματική προϋπόθεσις. Η Ενανθρώπησις του Υιού του Θεού ήταν αυτός ο ίδιος ο σκοπός ολόκληρης της Δημιουργίας. Διαφορετικά, σκεφτόταν, αυτή η υπέρτατη πράξις του Θεού θάταν απλώς τυχαία και «περιπτωσιακή». « Ι tem, si lapsus esset causa praedestinationis Christi, sequeretur quod summum opus Dei esset occasionatum tantum, quia Gloria omnium non erit tanta intensive quanta erit Christi» και «quod tantum opus dimisisset Deus propter bonum factum Adae, puta, si non peccasset, videtur valde irrationabile». Όλο το πρόβλημα για τον Duns Scotus ήταν η σειρά του θείου « praedestinatio » σκοπού, δηλ. η σειρά των σκέψεων που ακολούθησε η θεία απόφασις περί της Δημιουργίας. Ο Ενανθρωπήσας Χριστός ήταν το πρώτο μέλημα της δημιουργικής βουλής του Θεού· όλα τα άλλα δημιουργήθηκαν χάριν Εκείνου. « Incarnatio Christi non fuit occasionaliter praesiva , sed sicut finis immediate videbatur a Deo ab aeterno , ita Christus in natura humana , cum sit propinquior fini , ceteris prius paedestinabatur loquendo de his quae praedestinatur ». Η σειρά αυτή των «σκοπών» και των «προβλέψεων» ήταν οπωσδήποτε λογική. Η κύρια έμφασις του Duns Scotus είναι στην άνευ όρων πρωτογενή απόφασι του Θεού περί της Ενσαρκώσεως, τοποθετημένη μέσα στην όλη προοπτική της Δημιουργίας (6). Ο Ακινάτος (1224 - 1274) επίσης συζήτησε το πρόβλημα σε μεγάλη έκτασι. Έβλεπε ότι όλο το βάρος των επιχειρημάτων ήταν υπέρ της γνώμης ότι « nihilominus Deus incarnates fuisset », ακόμη και ανεξάρτητα από την Πτώσι, παρέπεμπε μάλιστα στη φράσι του Αυγουστίνου: « alia sunt cogitanda in Christi incarnatione praeter absolutionem a peccato » ( De Trinitate Χ II Ι, 17). Δεν μπορούσε όμως ο Ακινάτος να βρη ούτε στη Γραφή ούτε στα συγγράμματα των Πατέρων καμμιά σίγουρη μαρτυρία για αυτήν την ανεξάρτητη από την Πτώσι Ενσάρκωσι, κι' έτσι, λοιπόν, έφτασε να πιστεύη ότι δεν θα είχε σαρκωθή ο Υιός του Θεού, αν δεν είχε αμαρτήσει ο άνθρωπος: « quanquam Deus peccato non existente potuerit , incarnari , convenientius tamen dicitur quod , si homo non peccasset , Deus incarnates non fuisset , cum in S . Scriptura ubique Incarnationis ratio ex peccato primi hominis assignetur ». Το ανεξιχνίαστο αυτό μυστήριο της θείας βουλής δεν μπορεί να το κατανόηση ο άνθρωπος, παρά μονάχα αν τούτο μαρτυρείται σαφώς μέσα στην Αγία Γραφή, nisi quatenus in S . Scriptura traduntur , ή, όπως λέει αλλού ο Ακινάτος, nisi in quantum nobis innotescunt de auctoritate sanctorum , quibus Deus suam volutatem revelavit . Μονάχα ο Χριστός ξέρει τη σωστή απάντησι σ' αυτό το ερώτημα: quod hujus quaestionis veritatis solus Ille scire potest qui natus et oblatus est , quia voluit (7) . Ο Β onaventura (1221 - 1274) στα ίδια στρέφει την προσοχή μας. Αφού συγκρίνει τις δυο γνώμες, περί εξαρτήσεως ή μη της Πτώσεως - Ενσαρκώσεως, συμπεραίνει: « uterque etiam excitat animam ad devotionem secundum diversas considerationes : videtur autem primus modus magis consonari judicio rationis : secundus tamen , sicut apparet , plus consonant pietati fidei ». Πρέπει να βασισθή κανείς περισσότερο στις άμεσες μαρτυρίες της Γραφής, παρά στα επιχειρήματα της ανθρώπινης λογικής (8). Τον Dun Scotus γενικά ακολουθούσαν οι περισσότεροι Φραγκισκανοί Θεολόγοι, αλλά και πολλοί εκτός του τάγματος, όπως λόγου χάριν ο Dionysius Cathusianus, ο Gabriel Biel, ο John Wessel και στην εποχή της εν Τριδέντω Συνόδου, ο Giacomo Ν achianti, επίσκοπος της Chiozza ( Jacobus Ν aclantus ). Επίσης πολλοί από τους πρώτους Μεταρρυθμιστές σαν τον Α ndreas Osiander (9).
Η παραπάνω γνώμη πολεμήθηκε με πείσμα από άλλους, όχι μόνο αυστηρούς Θωμιστές, και γενικά όλο το πρόβλημα συζητήθηκε πάρα πολύ και από τους Καθολικούς και από τους Διαμαρτυρόμενους Θεολόγους του ΙΖ ' αι. (10). Μεταξύ των Καθολικών υπερμάχων της απολύτου Ενσαρκώσεως θα πρέπει να μνημονεύσουμε ιδιαίτερα τους Francois de Sales και Μ alebranche. Ο Malebranche επέμενε σταθερά στη μεταφυσική αναγκαιότητα της Ενσαρκώσεως, εντελώς ανεξάρτητα από την Πτώσι· ει δ' άλλως, έλεγε, δεν θα υπήρχε επαρκής λόγος ή σκοπός για την πράξι αυτής της ίδιας της Δημιουργίας (11) . Η συζήτησις συνεχίζεται ακόμη ανάμεσα στους Ρωμαιοκαθολικούς Θεολόγους, πολλές φορές με υπερβολική ζέσι και σθένος, χωρίς όμως το ζήτημα να κατασταλάζη κάπου οριστικά (12). Μεταξύ των Αγγλικανών τον περασμένο αιώνα, ο Επίσκοπος Westcott συνηγορούσε υπέρ του «απολύτου κινήτρου» στη θαυμάσια μελέτη του «Το Ευαγγέλιο της Δημιουργίας» (13). Ο αείμνηστος Πατήρ Sergius Bulgakov υποστήριζε σθεναρά τη γνώμη ότι η Ενανθρώπησις πρέπει να θεωρηθή σαν απόλυτη απόφασις του Θεού, και προηγείται της καταστροφής της Πτώσεως (14).
3. Μέσα στην πορεία της μακραίωνης αυτής συζητήσεως έγινε μια αδιάκοπη έκκλησις στους Πατέρες. Είναι πολύ παράξενο εν τούτοις ότι το πιο σπουδαίο λήμμα μέσα στην ανθολογία των χωρίων παραθεωρήθηκε. Επειδή το ζήτημα του κινήτρου της Ενσαρκώσεως δεν εξετάσθηκε επίσημα στην εποχή των Πατέρων, τα περισσότερα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν στη μεταγενέστερη συζήτησι δεν μπορούν να μάς οδηγήσουν σωστά (15). Ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662) φαίνεται ο μόνος Πατήρ που ενδιαφέρθηκε άμεσα για το πρόβλημα, αν και δεν το τοποθετή όπως οι μετέπειτα θεολόγοι της Δύσεως. Διεκήρυξε ότι η Ενσάρκωσις πρέπει να θεωρηθή σαν απόλυτος και πρωταρχικός σκοπός του Θεού στην πράξι της Δημιουργίας. Η φύσις της Ενανθρωπήσεως, της ενώσεως δηλ. της θείας μεγαλωσύνης με την ανθρώπινη αδυναμία, είναι οπωσδήποτε ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο, αλλά τουλάχιστο μπορούμε να συλλάβουμε ότι ο λόγος και ο σκοπός αυτού του υπέρτατου μυστηρίου ήταν, κατά τον Αγ. Μάξιμο, αυτή η ίδια η Ενσάρκωσις, και μαζί μ' αυτήν η δική μας ενσωμάτωσις στο Σώμα του Ενανθρωπήσαντος. Η φρασεολογία του Αγ. Μαξίμου είναι σαφής και καθαρή. Η «ξ' ερώτησις προς Θαλάσσιον» είναι ένα σχόλιο στο χωρίο Α' Πέτρου 1, 19-20: «ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου Χριστοῦ, προεγνωσμένου μέν ἀπό καταβολῆς κόσμου». Ακολουθεί η ερώτησις, κι' ο Αγ. Μάξιμος, πρώτα συνοψίζει την αληθινή διδασκαλία περί του Προσώπου του Χριστού, και συνεχίζει: «τοῦτό ἐστί τό μακάριον, δι' ὅ τά πάντα συνέστησαν, τέλος. Τοῦτό ἐστί ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοοόμενος θεῖος σκοπός, ὅν ὁρίζοντες εἶναι φαμεν, προεπινοούμενον τέλος, οὐ ἕνεκα μέν πάντα, αὐτό δέ οὐδενός ἕνεκα. Πρός τοῦτο τό τέλος ἀφορῶν, τάς τῶν ὄντων ὁ Θεός παρήγαγεν οὐσίας. Τοῦτο κυρίως ἐστί τό τῆς προνοίας καί τῶν προνοουμένων, πέρας. Καθ' ὅ εἰς τόν Θεόν, ἡ τῶν ὑπ' αὐτοῦ πεποιημένων ἐστίν ἀνακεφαλαίωσις. Τοῦτό έστι τό πάντας συγγράφον τούς αἰώνας, καί τήν ὑπεράπειρον καί ἀπειράκις ἀπείρως προϋπάρχουσαν τῶν αἰώνων μεγάλην τοῦ Θεοῦ βουλήν ἐκφαίνον μυστήριον. Ἧς γέγονεν ἄγγελος αὐτός ὁ κατ' οὐσίαν τοῦ Θεοῦ λόγος γενόμενος ἄνθρωπος. Καί αὐτόν, εἰ θέμις εἰπεῖν, τόν ἐνδότατον πυθμένα τῆς Πατρικῆς ἀγαθότητος φανερόν καταστήσας, καί τό τέλος ἐν αὐτῷ δεῖξας, δι' ὅ τήν πρός τό εἶναι σαφῶς ἀρχήν ἔλαβον τά πεποιημένα. Διά γάρ τόν Χριστόν, ἤγουν τό κατά Χριστόν μυστήριον, πάντες οἱ αἰῶνες, καί τά ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν, ἐν Χριστῷ τήν ἀρχήν τοῦ εἶναι καί τό τέλος εἰλήφασιν. Ἕνωσις γάρ προϋπενοήθη τῶν αἰώνων, ὅρου καί ἀοριστίας, καί μέτρου καί ἀμετρίας, καί πέρατος καί ἀπειρίας, καί κτιστοῦ καί κτίσεως, καί στάσεως καί κινήσεως. Ἥτις ἐν Χριστῷ ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων φανερωθέντι γέγονε». Πρέπει να γίνη προσεκτική διάκρισις μεταξύ της αϊδιότητος του Λόγου εις τους κόλπους της Αγίας Τριάδος και της «οικονομίας» της Ενανθρωπήσεως Του. Η «πρόγνωσις» έχει ακριβώς σχέσι με την Ενσάρκωσι: «προεγνώσθη οὖν ὁ Χριστός, οὔχ ὅπερ ἦν κατά φύσιν δέ ἑαυτόν, ἀλλ' ὅπερ ἐφάνη κατ' οἰκονομίαν δι' ὑμᾶς γενόμενος ὕστερον» (Ρ G 90,621, 624). Ο «απόλυτος προορισμός» του Χριστού δηλώνεται με μεγάλη σαφήνεια (16). Αυτή η πεποίθησις βρίσκεται σε μεγάλη συμφωνία με τη γενική πορεία του θεολογικού συστήματος του Αγ. Μαξίμου· καταπιάνεται, μάλιστα, με το πρόβλημα σε πολλές περιπτώσεις στις απαντήσεις προς Θαλάσσιον και στο «Περί διαφόρων αποριών». Λόγου χάριν με αφορμή το χωρίο Εφεσίους 1,9 γράφει ο Αγ. Μάξιμος: «ἔδειξε καί ἡμᾶς ἐπί τούτου γεγενῆσθαι, καί ὑπό τῶν αἰώνων περί ἡμᾶς παντ' ἀγαθοῦ Θεοῦ σκοπόν» κτλ. (Περί διαφόρων αποριών, Ρ G 91, 1097). Από την ίδια του την καταβολή ο άνθρωπος προγεύεται στον εαυτό του «θείου τοῦ σκοποῦ τό μέγα μυστήριον», την έσχατη τελείωσι των πάντων εν τω Θεώ (Περί διαφόρων αποριών στ. 1305 εξ.). Όλη η ιστορία της Θείας Προγνώσεως διαιρείται κατά τον Αγ. Μάξιμο σε δύο μεγάλες περιόδους: η πρώτη κορυφώνεται στην Ενσάρκωσι του Λόγου, είναι η ιστορία της Θείας συγκαταβάσεως («ἐπί τῷ ἀνθρωπισθῆναι»). Η δεύτερη είναι η ιστορία της ανθρώπινης ανυψώσεως στη δόξα της Θεώσεως, μια προέκτασις, θα λέγαμε, της Ενσαρκώσεως σ' ολόκληρη τη Δημιουργία. «Διέλωμεν οὖν τῇ ἐπινοία τούς αἰώνας, καί ἀφορίσωμεν, τούς μέν, τῷ μυστηρίῳ τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, τούς δέ τῇ χάριτι τῆς ἀνθρωπίνης θεώσεως... καί συντόμως εἰπεῖν τῶν αἰώνων οἱ μέν τῆς τοῦ Θεοῦ πρός ἀνθρώπους εἰσι καταβάσεως, ο! δε της ανθρώπων προς Θεό ν ΰπάρχουσιν αναβάσεως. "Η μᾶλλον, ἐπειδή καί ἀρχή, καί μεσότης, καί τέλος πάντων ἐστί τῶν αἰώνων, τῶν δέ παρελθόντων καί ὄντων, καί ἐσομένων, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός (Προς Θαλάσσιον περί διαφόρων απόρων της θείας γραφής 22, Ρ G 90, 317· πρβλ. Περί διαφόρων αποριών,Ρ G 91,1308 εξ.). Η εσχάτη τελείωσις, στα μάτια του Αγ. Μαξίμου, συνδέεται με την αρχική δημιουργική βουλή και το σκοπό του Θεού. Έτσι όλη του η θεώρησις είναι αυστηρά «Θεοκεντρική», αλλά και «Χριστοκεντρική» ταυτόχρονα. Τούτο όμως με κανένα τρόπο δεν συσκοτίζει τη θλιβερή πραγματικότητα της αμαρτίας, την έσχατη αθλιότητα της αμαρτωλής υπάρξεως. Τη μεγάλη έμφασι τοποθετεί ο Αγ. Μάξιμος επί της μεταστροφής και της καθάρσεως της ανθρωπίνης βουλήσεως, στον πόλεμο κατά των παθών και του κακού. Αλλά βλέπει αυτή την τραγωδία της Πτώσεως και της αποστασίας του κτίσματος μέσα στην ευρύτερη προοπτική του αρχικού σχεδίου της Δημιουργίας (17).
4. Ποιο είναι το βάρος της μαρτυρίας του Αγ. Μαξίμου; Ήταν κάτι παραπάνω από «προσωπική γνώμη»; Ποια είναι η αυθεντία τέτοιων «γνωμών»; Είναι ολοφάνερο ότι στο ερώτημα περί του πρώτου ή εσχάτου «κινήτρου» της Ενσαρκώσεως δεν μπορεί να δοθή παρά «υποθετική» η «τακτοποιούσα τα πράγματα» απάντησις. ʼλλωστε πολλές δογματικές ρήσεις είναι υποθετικές ή «θεολογούμενα» (18). Τουλάχιστον φαίνεται πως η «υπόθεσις» περί μιας Ενσαρκώσεως ανεξάρτητης από την Πτώσι είναι επιτρεπτή μέσα στο σύστημα της Ορθοδόξου θεολογίας και ταιριάζει αρκετά καλά στην Πατερική διδασκαλία γενικά. Η ικανοποιητική απάντησις στο ερώτημα του «κινήτρου» της Ενσαρκώσεως μπορεί να δοθή μόνο σε συνάφεια με το γενικό περί της Δημιουργίας δόγμα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Επιστ. 101, προς Κληδόνιον, PG 37, 181, 184.
2. Επισκόπου B. F. Westcott, «The Gospel of Creation», στο έργο The Epistles of St. John, The Greek Text with notes and essays, Τρίτη έκδοση, Macmillan 1892, σελ . 288.
3. Rupertus Tuitensis, De Gloria et honore Filii hominis super Matthaeum, lib. XIII, PL 168, ex. 1628: « Hic primum illud quaerere libet utrum iste Filius Dei, de quo hic sermo est, etiam si peccatum, propter quod omnes morimur, non intercessisset, homo fieret, an non. Nam de eo quod mortalis homo non fieret, quod mortale corpus non assumeret, nisi peccatum accidisset, propter quod et nos omnes facti summus mortales, nulli dubium est, nulli nisi infideli incognitum est. Illud quaerimus utrum hoc futurum, et humano generi aliquo modo necessarium erat, ut Deus homo fieret, caput et rex omnium, ut nunc est, et quid de hoc respondebitur». Κατόπιν ο Rupert αναφέρεται στον Αγ. Αυγουστίνο για τον αιώνιο προορισμό ( De Civitate Dei XIV 23). K αι συνεχίζει: Cum ergo de sanctis et electis omnibus dubium non sit, quod nanscituri forent omnes usque ad praefinitum numerum secundum propositum Dei, quo ante peccatum benedicens : « Crescite, ait, et multiplicamini », et absurdum sit putare, quod propter eos, ut nascerentur, peccatum necessarium fuerit, quod de isto capite, ex rege omnium electorum angelorum et hominum sentiendum, nisi quod et ipse maxime causam necessariam non habuerit ipsum peccatum, ut homo fieret ex hominibus delicias suae caritatis habiturus cum filiis hominum ». Πρβλ. επίσης De Glorificatione Trinitatis κλπ. lib III 20, PL 160 IX, στ. 72: « igitur probabillius hoc dicimus, quod non tam homo propter supplendum angelorum numerum quam et angeli et homines propter unum hominem Jesum Christum facti sunt, ut, quoniam unus idemque et Deis ex Deo natus erat, et homo nasciturus erat, haberet praeparatam ex utroque latere familiam... Antequam Deus quidquam faceret a princi p io, hoc erat in praeposito, ut Verbum Dei, Verbum Deus caro fierem, et in hominibus habitarem magna caritati et summa humilitate, quae verae deliciae sunt » ( αναφορά στο Παρ. 8,23).
4. Honorius Augustodensis, Libellus octo quaestionum de angelis et homine, cap. II, P L 172, στ. 1187-1188: «et ideo peccatum primi hominis non fuit, causa Christi incarnationis, sed potius fuit causa mortis et damnationis. Causa autem Christi incarnationis fuit praedestinatio humanae deificationis: ab aeterno quippe a Deo praedestinatum, ut homo deificaretur, dicente Domino: «Pater, dilexisti eos ante constitutionem mundi», subaudi, per me deificandos...opportuit ergo hune incarnari, ut homo posset deificari. Et ideo non sequitur, peccatum fuisse causam ejus incarnationis; sed hoc magis sequitur, peccatum non potuisse propositum Dei immutare de deificatione hominis. Siquidem auctoritas sacrae Scripturae et manifesta ratio declarat, Deum hominem assumpsisse etiam si homo nunquam peccasset».
5. Alexander Halensis, Summa theologica éd. ad. Claras Aquas, dist. III, qu. 3, m. 3. Albertus Magnus In III, 1 Sententiarum, dist. XX, art. 4, εκδ. Borgnet, τόμος 28, 361: «dicendum quod in hac quaestione solutio incerta est; sed quantum possum opinari, credo quod Filius Dei factus fuisset homo, etiamsi numquam fuisset peccatum».
6. Duns Scotus, Opus Oxoniense, III, dist. XIX, 8k8. Wadding, τόμος 7, σελ. 415 · πρβλ. Reportata Parisiensia, lib. III, dist. VII, qu. 4, schol. 2, εκδ. Wadding, τόμος 11, σελ. 451. «Dicotamen quod lapsus non sit causa praedestionis Christi, imo nec fuisset Ang e lus lapsus, nec homo, adhuc fuisset Christus sic praedestinatus; alii quam solus Christus. Illud probo, quia omnis ordinate voles primo vult finem, deinde immediatus illa, quae sunt fini immediatora; sed Deus est ordinatissime volens; igitur primo vult se, et pmnia intrinseca sibi: immediatus quantum ad extrinseca est anima Christi: igiturt ad quodcumque meritum et ante quodcumque demeritum, praevitum, praevidit Christum sibi esse uniendum in unitate suppositi... Primo est ordinatio et praedestinatio completa circa electos, quam aliquid fiat circa reprobos in actu secundo, ne aliquis gaudet ex perditione alterius. Quasi sibi sit lucrum : igitur ante lapsum praevisum, et ante omne demeritum, fuit totus processus praevisus de Christo...Dico igitur sic : primo Deus diligit se : secundo diligit se aliis, et iste est amor castus: tertio vult se diligi ab alio qui potest eum summe diligere, loquendo de amore alicuius extrinseci  : et quarto praevidit unionem illius narurae, quae debet eum summe dillige,etsi nullus cecidisset ;... et ideo in quanto instanti vidit mediatorem venientem, passurum, ac redemptum populum suum et non venisset ut mediator, ut passurus, ut redempturus, nisi, aliquis prius peccasset, neque fuisset gloria carni dilata, nisi fuisset redimenda sed statim fuisset totus Christus glorificatus ». Ο ίδιος τρόπος σκέψεως στο Opus Oxoniense, dist. VII, qu. 3 scholium 3, Wadding 202- Βλ. P. Raymond, Duns Scot, στο «Dictionnaire de la Th éologie Catholique " v. 4. 1890-1891, και το άρθρο του Le motif de l'Incarnation : Duns Scott et l'Ecole scotiste στο «Etudes Franciscaines» 1912. Επίσης R. Seeberg, Die Theologie des Johannes Duns Scotus, Leipzig 1900 p.250.
7. Summa Theologica, IIIa, qu. I, art. 3, στη S ente nt, dist. I, qu. I, art 3.
8. Bonaventura, IIII Sentent., dist, I, qu. 2 ed. Lugduni 1668, p. 10-12.
9. Πρβλ. A. Michelé, Incarnation στο Dictionnaire de la Théologie Catholique, v. 7. 1495 εξ. -J. Wessel, De causis Incarnationis lib. Ii, c. 7, παραπομπή από το G. Vilmann, Die Reformatoren vor der Reformation, v. 2, Gotha 1866, p. 398 εξ. - Περί Naclantus βλ. Westcott, ε. Α. Σελ. 31 εξ.-Andreas Osiander, An Filius Dei fuit Incarnatus, si peccatum non invervenisset in mundum? Item de imagine Dei quid sit? Ex certis et evidentibus S. Scripturae testimonis et non ex philosophicis et hunmanae rationis copitationibus derompta explicatio, Monte Regia Prussiae 1550. Βλέπε I. A. Dorner, Entwicklungsges chichte der Lehre von der Person Christi, 2 e ed.1853, v. 2. p. 438&584. Otto Ritschl, Dogmengeschichte des Protestantismus, v. 2. Leipzig 1912, p. 462. Ο Καλβίνος έκρινε με σθένος τον Osiander στην Institutio, lib. ΙΙ, cap. 12, 4-7, ed. Tholuk I. P. 304- 309.
10. Βλέπε λόγου χάρη την μακρά συζήτησι στο Dogmata Theologica του L. Thomassin (1619-1995), v. 3, De Incarnatione Verbi, lib. II., cap. 5, t. II, ed. Niva, Parisiis 1866, p. 189- 249. O Thomassin απορρίπτει την θεωρία του Scotus σαν «παραίσθησι», που βρίσκεται φανερά σε αντίφασι με την μαρτυρία των Γραφὠν και την διδασκαλία των Πατέρων. Πραθέτει ένα ν μακρό κατάλογο Πατερικών χωρίων, κυρίως από τον Αγ. Αυγουστίνο. Ο Bellarmin (1542- 1621) απορρίπτει αυτήν την ιδά σε μια φράσι:" si enim Adam stetisset in ea innocentia, in qua conditus fuerat, sine dubitatione ulla, Dei fillius passus non fuisset ; fortasse etiam carnem assumpisset, ut ipse etiam Calvinus docet ", De Christo, lib. V, cap. 10, editio prima Romana, Romae 1832, v. 1,. p. 432. O Petravius (1583- 1652) λίγο ενδιαφέρθηκε για την συζήτησι: « haec quaestio fuse magnaque contentione disputatur in scholis, sed nos, altercatione semota, quae in antiquire Theologia hoc loco nulla est, paucis illam explanabimus ". Δεν υπάρχει μαρτυρία υπέρ αυτής της απόψεως στην παράδοσι και ο Petavius κάνει μερικές παραπομπές με το αντίθετο αποτέλεσμα, Opus de Theologicis Dogmatibus, τομ. 4, DeIncarnatione, lib. II, cap. XVII, 7-12, ed. Venetiis 1757, p. 95-96. Για τους Διαμαρτυρομένους βλέπε μια σύντομη συζήτησι στο John Gerhard, Loci Theologici, Locus Quartus, De Persona et Officio Christi, cap. 7., με αξιόλογες αναφορές στην προηγούμενη γραμματεία και μια ενδιαφέρουσα παράθεσι πατερικών χωρίων, εκδ. Preus, Berolini 1863, v. 1., p. 513- 514, και πιο εκτεταμένη συζήτησι αυτού από τον J. A. Quenstedt, Theologia Didactico - Polemica, sive Systema Theologicum, Wittenbergae 1691, Pars III, Membrum I, Sectio I, Quastio I, p. 108- 116. Από το άλλο μέρος ο Suarez (1548- 1617) υπεστήριξε μια συμβιβαστική άποψι, όπου οι δύο αντιμαχόμενες γνώμες μπορούν να διατηρηθούν συγχρόνως. Βλέπε τα σχόλιά του στη Summa, IIIa, Disput. IV, section 12, και ολόκληρη η Disp. Va. - Opera Omnia, ed. Berton, Parisiis 1860, p. 186- 266.
11. François de Sales, Traité de l'amour de Dieu, livre 4, ch. 4 και 5 στο «Oeuvres», εκδ. πλήρης, τ. 4., Annecy 1894, σελ.. 99 εξ. και 102 εξ. -Malebranche, Entretiens sur la Métaphysique et sur la Religion, έκδοσις κριτική από τον Armand Cuvillier, Paris 1948, τομ. 2, Entrettien IX, 6, σ. 14 : «Qui assurément 1'Incarnation du Verbe est le premier et le principal des desseins de Dieu ; c'est ce qui justifie sa conduite ;». Traité de la Nature et de la Grâce, Rotterdam 1712, Discours I, I, σελ. 2- Seconde Eclaircissement, σελ. 302 εξ. Reflexions sur la prémotion Physique, Paris 1715, σελ. 300 : «Il suit évidemment ce me semble, de ce que je viens de dire, que le premier et principal dessein de Dieu dans la création est l'Incarnation du Verbe : puisque Jésus - Christ est le premier en toutes choses...et qu'ainsi, quand 1'homme n' auroit point péché, le Verbe se ne seroit incarné». Πρβλ. σελ. 211 passim. Για περισσότερες βλέπε : J. Vidgrain, Le Christianisme dans la philosophie de Malebranche, Paris 1923 σελ. 99 H. Gouhier, La Philosophie de Malebranche et son Expérience Religieuse, Paris 1926, σελ. 22. J. Maydieu, La Création du Monde et l' Incarnation du Verbe dans la Philosophie de Malebranche, στο «Bulletin de Littérature Ecclésiastique», Toulouse 1935. - Αξίζουμε ν ' αναφέρουμε ότι και ο Leibniz θεωρούσε την Ενανθρώπισι σαν απόλυτο σκοπό μέσα στη δημιουργία· βλέπε αναφορές από τα ανέκδοτά του στον J. Baruz, Leibniz et l'organisation religieuse de la Terre, Paris, Alcan 1097, σελ. 273 - 274.
12. Η άποψις του Scotus αντιπροσωπεύεται από ένα Φραγκισκανό πατέρα Χρυσόστομο σε δύο έργα : (Christus Alpha et Oméga, seu de Christi universali regno, Lille 1910 ( χωρίς το όνομα του σγυγγραφέα ) και Le Motif de l'Incarnation et des principaux thomistes contemporains, Tours 1921 ( απάντησις στους επικριτές ), όπου συγκεντρώνει μια εντυπωσιακή παράθεσι πατερικών κειμένων. Την θωμιστική άποψι έδωσε ο πατήρ E. Hogon, Le Mystère de l'Incarnation, Paris 1913, p. 63 κ. ε και ο πατήρ Pau1 Gallier, S, J., De Incarnatione et Redemptione, Parisiis 1926. Βλέπε και του πατρός Hilair de Paris, Cur Deus Homo? Dissertatio de motivo Incarnationis, Lyon 1867 ( περιλαμβάνει ανάλυσι πατερικών κειμένων από Θωμιστική άποψι ). Πρβλ. και την εισαγωγή από το βιβλίο του Dr. Aloysius Spindler, Cur Verbum caro factum. Das Motiv der Menschwerdung und des Verhältnis der Erlösung zur Menschwerdung Gottes in den christologischen Glaubenskämpfen des vierten und fünften christlichen Jahrhunderts, Paderborn 1938, (« Forschungen zur Christlichen Literatur - und Dogmengeschichte», hrsg. von A. Ehrhard und Dr. J. P. Kirsch, v. 18, τευχ. 2.
13. B λέπε σημ. 2.
14. Sergius Bulgakov, Agnetz Bozhij, Paris 1933, σελ. 191 εξ. ( Ρωσικά ). Γαλλική μετάφρασις, Du Verbe Incarné, Paris 1943.
15. O Dr. Spindler στο βιβλίο που αναφέρουμε στη σημείωσι 12 είναι ο μόνος μελετητής του προβλήματος, που χρησιμοποιεί την κατάλληλη ιστορική μέθοδο στη χρήσι κειμένων.
16. Πρβλ. Hans Urs von Balthasar, Liturgie Cosmique : Maxime le Confesseur, Paris, Aubier, 1947, σελ. 204 - 205 : ο Πατήρ Balthasar αναφέρεται στην 50 Ερώτησι προς Θαλάσσιον και προσθέτει, ο Μάξιμος θα είχε πάρει το μέρος του Scotus στη συζήτησι των Σχολαστικών, αν και με καλύτερες προϋποθέσεις : Maxime du reste est totalement étranger au postulat de ce débat scholastique qui imagine la possibilité d' un autre ordre du monde sans péché et totalement irréel. Pour lui la «volonté préexistante» de Dieu est identique au monde des «idées» et de «possibles»: «l'ordre des essences et l'ordre des faits coïncident en ce point suprême ( στη Γερμανική έκδοσι, Kosmische Liturgie, σελ . 267 - 268). Βλέπε επίσης Dom Polycarp Sherwood, O. S. B., The Earlier Ambigua of Saint Maximus the Confessor and his réfutation of Origenism, Romae 1955 («Studia Anselmiana, τευχ. 26) κεφ. IV, Logos, σελ. 155 εξ .
17. Η καλύτερη έκθεσις της θεολογίας του Αγ. ΜΑξίμου είναι του S. Epiphanovich, ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής και η Βυζαντινή Θεολογία, Κίεβο 1915 (Ρωσικά)· πρβλ. και το κεφάλαιο περί του Μαξίμου στο βιβλίο μου, Οι Βυζαντινοί Πατέρες, Παρίσι 1933, σελ. 200-227 (Ρωσικά). Εκτός από το βιβλίο του πατρός von Balthasar, που εσημειώσαμε παραπάνω, μπορεί να συμβουλευθεί κανείς επωφελώς την «εισαγωγή» του DomPoly carp Sherwood στη μετάφρασί του « The Four Centuries on Charity » του Αγ. Μαξίμου, Ancient Christian Writers, Nr. 21, London και Westminster, Md., 1955.
18. Βλέπε τον ορισμό του Bolotov για τα «θεολογούμενα»: Thesen ü ber das « Filioque », πρώτη έκδοσις χωρίς το όνομα του συγγραφέα (« von einem Russichen Theologen »), στο « Revue Internationale de Th é ologie », τευχ. 24, Οκτ.- Δεκ. 1898, σ. 682: «Man kann mich fragen, was ich unter Theologumenon verstehe? Seinem Wesen nach ist es auch eine theologische Meinung, aber eine theologische Meinung derer welche für einen jeden «katholiken» mehr bedeuten als gewöhnliche Theologen; es sind die theologische Meinun-gen der hl.Vâter der einen ungeteilten Kirche ; es sind Meinungen der Männer unter denen auch die mit Recht οι διδάσκαλοι της Οικουμένης genannten sich befinden». Κανένα « θεολογούμενο » δεν μπορεί να απαιτήση κάτι περισσότερο από την « πιθανότητα » · κανένα « θεολογούμενο » δεν μπορεί να γίνει δεκτό, ένα μπορούμε σαφώς να το αποφύγουμε με μια αυθεντική ή « δογματική » απόφασι της Εκκλησίας.
 

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Οι Άγιοι Απόστολοι

 



Οι Άγιοι Απόστολοι
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
 
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ
Μέ τήν βοήθεια τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,  ἐφθάσαμε εἰς τό τέλος τῆς νηστείας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.  
Κατ᾽ ἀρχάς νά ἀναφέρωμε ὅτι ''ἀπόστολος'' σημαίνει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀποστέλλεται ἀπό κάποιον ἄλλον γιά κάποια ἀποστολή. Ἔτσι λοιπόν καί οἱ Ἀπόστολοι, αὐτοί οἱ ἁπλοί ψαράδες, ἐστάλθησαν ἀπό τόν ἴδιον τόν ἐνανθρωπήσαντα Λόγον τοῦ Πατρός εἰς τά πέρατα τῆς οἰκουμένης γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.  
Ἑπομένως οἱ Ἀπόστολοι δέν ἦσαν αὐτόκλητοι, ἀλλά ἦσαν ὄντως θεόκλητοι ἐφ᾽ ὅσον ἐδιαλέχθησαν, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε, ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Γιά νά καταλάβωμε τό μεγαλεῖο τῆς προσφορᾶς τους ἀρκεῖ νά σκεφθοῦμε ὅτι ἐτόλμησαν, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ φυσικά, νά τά βάλλουν μέ ἀπόρθητες μέχρι τότε αὐτοκρατορίες, μέ παγιωμένους ἀντίθεους κοινωνικούς θεσμούς. Καί ὅμως μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ ἐνίκησαν. 
Ἡ μοναδική τους ἀξία ἔγκειται εἰς τό ὅτι αὐτοί καί μόνον αὐτοί ἦσαν, ὅπως λέμε, οἱ ''αὐτόπται τοῦ Λόγου'', ἐφ᾽ ὅσον παρηκολούθησαν ἀπό κοντά βῆμα πρός βῆμα ὅλα τά λόγια, τίς ἐνέργειες καί τήν διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε πῆ στούς Ἀποστόλους λίγο πρίν ἀναληφθῆ, ἐσεῖς «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες...» (Πράξ. α´, 8). ''Θά μοῦ εἶσθε δηλαδή μάρτυρες σέ ὅλην τήν οἰκουμένη γιά ὅσα εἴδατε ἀπό μένα, τόν Κύριό σας, καί ἀκούσατε. Αὐτά καί μόνον αὐτά θά πῆτε στούς ἀνθρώπους''. Τίποτε δηλαδή περισσότερο καί τίποτε λιγώτερο. 
Ἔτσι ἀπό τότε ὅλη ἡ μετέπειτα χορεία τῶν Ἁγίων, ἄν τό καλοσκεφθοῦμε, εἴτε αὐτοί ἦσαν ὅσιοι, εἴτε ἦσαν μάρτυρες, εἴτε ἦσαν θεολόγοι, ἱεράρχαι, κληρικοί καί λαϊκοί, ὅλη αὐτή ἡ πάνδημος ἐκλεκτή χορεία τῶν Ἁγίων οὐσιαστικά δέν εἶναι παρά ἕνας εὐκλεής πνευματικός γόνος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῆς ἐν γένει διδασκαλίας των. 
Αὐτοί πρῶτοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν ὅτι ἐνικήθη ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας, πού εἶναι ὁ θάνατος, ἐφ᾽ ὅσον αὐτοί πρῶτοι εἶδαν τήν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ καί τήν μετέδωσαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης. Καί βασιζόμενοι σ᾽ αὐτή τους τήν προσωπική ἀναστάσιμη ἐμπειρία, τήν ὁποία μετέδωσαν ἀπό οἶκτο καί ἀγάπη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐμαρτύρησαν σχεδόν ὅλοι τους καί ἡ ζωή τους ἦταν ἕνα συνεχές χαρούμενο μαρτύριο. Αὐτοί μόνοι ἐκήρυξαν ὅτι ἐνικήθη ὁ θάνατος. Καί ὅπως τό καταλαβαίνομε ὅλοι μας, γιά τό μόνο πρᾶγμα πού δέν μποροῦμε νά ὑποκριθοῦμε εἶναι ἡ ἴδια μας ἡ ζωή.
Ἐκήρυξαν μία νίκη πού ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα, ὄχι ἁπλῶς δέν τήν ἐπεσήμανε, ἀλλά οὔτε κἄν ἐτόλμησε νά τήν σκεφθῆ, ἤ ἔστω νά τήν διανοηθῆ, οὔτε κἄν νά τήν νοσταλγήση. 
Εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημάνωμε ἐκεῖνο τό ὁποῖο λέγομε συνέχεια εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως: «Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν - δηλαδή οἰκουμενικήν - καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν» πιστεύομεν. Πού σημαίνει ὅτι ἕνα ἀπό τά θεμελιώδη γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀποστολικότητά Της. Ὅτι δηλαδή στηρίζεται ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία εἰς τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Διότι ὁ Χριστός, ἴσως δέν τό ἔχομε σκεφθῆ, δέν ἔγραψε τίποτε, μά τίποτε ἀπολύτως. Ἄλλωστε, ὁ Ἴδιος ἦταν ὁ Λόγος τοῦ Πατρός.
Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ''ὁ γραπτός Νόμος εἶναι μεταπτωτικό φαινόμενο'', γιατί οἱ πρωτόπλαστοι ἐπί παραδείγματι εἰς τόν Παράδεισο δέν εἶχαν ἀνάγκη ἀπό γραπτό νόμο. Ἔτσι ὁ γραπτός Νόμος οὐσιαστικά, ὅσο κι ἄν μᾶς φανῆ παράξενο, εἶναι ἕνα μεταπτωτικό  κατάντημα. Καί συνεχίζει ὁ ἱερός τοῦτος Πατήρ: '' Ἕνα δεύτερο μεγαλύτερο κατάντημα εἶναι ὅτι ἐνῶ ὑπάρχη ὁ γραπτός Νόμος, ἐμεῖς τόν περιφρονοῦμε''.
Ὁ Χριστός λοιπόν δέν ἔγραψε οὔτε μία λέξι. Ὅμως κατέγραψαν οἱ Ἀπόστολοι τήν προφορική διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία φυσικά καί ἐδιδάχθησαν ἀπό τόν Ἴδιο τόν Χριστό καί δέν ἔγραψαν τίποτε ἄλλο παρά μόνον ἐκεῖνο πού ἐδιδάχθησαν. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε ὀλιγώτερο.  
Ἔτσι διαμορφώθηκε ἡ λεγομένη ''Ἀποστολική Παράδοσις'', ἡ ὁποία περιλαμβάνει φυσικά τήν Καινή Διαθήκη καί τήν ἐν γένει Ἱερά Παράδοσι, δηλαδή τά πρῶτα ἤθη καί χριστιανικά ἔθιμα τά ὁποῖα ὑπῆρχαν στήν ἁγία μας Ἐκκλησία κατά τήν πρωτοχριστιανική περίοδο. Ὅπως εἶναι γιά παράδειγμα ὁ τρόπος τῆς χειροτονίας διά τῆς χειροθεσίας, ὅπως ὁ πυρῆνας τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅπως ἡ πρώτη τότε Ἀποστολική Σύνοδος, ἡ ὁποία ἔλαβε χώραν τό 49 μ.Χ., μέ πρόεδρο ὄχι τόν Ἀπόστολο Πέτρο ἀλλά τόν Ἅγιο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεο - αὐτό διά τούς Λατίνους -, ἀπό τήν ὁποία τότε πρώτη Ἀποστολική Σύνοδο ἐκπηγάζει ὁ λεγόμενος ''συνοδικός θεσμός'' τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.  
Τότε οἱ Ἀπόστολοι συνεκεντρώθησαν ἐπί τό αὐτό γιά νά ἐπιλύσουν ὁμόφωνα τά τότε τρέχοντα προβλήματα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καί ἀπό αὐτήν τήν Ἀποστολική Σύνοδο ἐκπηγάζει, ὅπως εἴπαμε, ὁ συνοδικός θεσμός. Διότι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει ὡς ὑψίστη αὐθεντία μόνον τήν οἰκουμενική σύνοδο καί ὄχι τήν αὐθεντία κάποιου προσώπου, μεμονωμένα, ὅπως γιά παράδειγμα οἱ Δυτικοί ἔχουν τήν αὐθεντία τοῦ Πάπα. Εἶχε δίκιο ὁ μακαριστός Ἅγιος Σέρβος θεολόγος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς - πού σημειωτέον ἐγνώριζε ἄπταιστα Ἑλληνικά -, ὅταν ἔλεγε ὅτι ''τρεῖς ὑπῆρξαν οἱ μεγάλες πτώσεις τῆς ἀνθρωπότητος: Τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, τοῦ Ἰούδα καί τοῦ Πάπα''. 
Ἔτσι διεμορφώθη ἡ Ἀποστολική Παράδοσις. Τώρα, γιά νά ἔχωμε ὀρθή ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως θά πρέπη ὑποχρεωτικά νά στηριχθοῦμε εἰς τήν Πατερική Παράδοσι, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ ἑρμηνεία πού ἔδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τήν Ἀποστολική Παράδοσι εἰς τό διάβα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Καί ἔδωσαν ὀρθή ἑρμηνεία, διότι αὐτοί οἱ Πατέρες εἶχαν καθαρθῆ, εἶχαν φωτισθῆ, εἶχαν θεωθῆ, εἶχαν θεῖες ἐμπειρίες καί θεοπτίες. Καί ὅπως εἴπαμε θά πρέπη νά στηριχθοῦμε, ἐκτός ἀπό τούς Πατέρες, ἐπί πλέον καί εἰς τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.  
Ἡ Πατερική Παράδοσις εἶναι ἰσοστάσια μέ τήν Ἀποστολική. Ἄν τήν ἀπορρίψωμε, τήν Πατερική Πράδοσι - διότι διάφοροι στίς ἡμέρες μας, εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ τους, εἴτε σκόπιμα θά ἤθελαν νά τήν πετάξουν -, τότε θά πέσωμε εἰς τήν ὑποκειμενική ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πού σημαίνει ὅτι ὁ καθένας θά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφή καί θά τά τήν ἑρμηνεύη ὅπως θέλει, ἤ καλύτερα, ἐπηρεαζόμενος ἀπό τά πάθη του - εἴτε τά καταλαβαίνει, εἴτε ὄχι - θά ἐνεργῆ ἀνάλογα. Καί θά καταντήσωμε λίγο-πολύ σάν τούς Προτεστάντες, πού εἶναι χίλια καί πλέον κομμάτια. 
Καί τέλος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τό πιό σημαντικό ἀπ᾽ ὅλα εἶναι τοῦτο: Ἀποστολική Παράδοσις θά πῆ παράδοσις ἀπό τόν Χριστό διά τῶν Ἀποστόλων εἰς τόν κόσμον αὐτῆς καθ᾽ ἑαυτῆς τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὁ Χριστός δέν εἶπε μόνο, ἤ ἐκήρυξε, ἤ ἐθαυματούργησε, ἀλλά ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει μεγαλύτερη σημασία γιά ἐμᾶς εἶναι ὅτι ὁ Ἴδιος παρέδωσε εἰς τούς αἰῶνας τήν ἁγία Του Ἐκκλησία. Διότι καί κάποιοι ἄλλοι πού ἄκουσαν ἴσως τά λόγια τοῦ Χριστοῦ καί αὐτοί θά μποροῦσαν νά γράψουν κάποια εὐαγγέλια. Ὅμως αὐτοί οἱ ἄλλοι δέν θά μποροῦσαν νά μᾶς παραδώσουν τήν Ἐκκλησία.
Καί ὅταν λέμε ''Ἐκκλησία'' ἐννοοῦμε τά Μυστήρια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας καί πρωτίστως τήν πηγή τῶν Μυστηρίων, πού δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ Ἱερωσύνη, διότι οἱ Ἀπόστολοι ἐχειροτονήθησαν ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο καί μετέδωσαν στούς μετέπειτα τήν Ἱερωσύνη, ἡ ὁποία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχη, σύμφωνα μέ τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Γι᾽ αὐτό νά μήν ἀνησυχοῦμε γιά τήν τύχη τῆς Ἐκκλησίας. Ἁπλῶς νά ἀνησυχοῦμε, ἐπάνω ἀπ᾽ ὅλα, γιά τήν τύχη τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Καί μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει αὐτό πού λέμε ''συνεχῆ ἀποστολική διαδοχή'', ἐφ᾽ ὅσον μόνον στούς καταλόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ὑπάρχει κατατεθειμένη ἡ συνεχής ἀποστολική διαδοχή, ἀπό τούς Ἀποστόλους ἕως τῆς σήμερον. Οὔτε δηλαδή στούς Δυτικούς, οὔτε στούς Κόπτες, οὔτε στούς Ἀρμενίους, οὔτε στούς πάσης φύσεως σχισματικούς ὑπάρχει ἀποστολική διαδοχή. Ὅλοι αὐτοί δηλαδή ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, ὅπως εἶναι καί οἱ ἐντός τῆς Ἑλλάδος Παλαιοημερολογῆται.
Καί ἐκτός Ἐκκλησίας ἡ σωτηρία εἶναι ἀβεβαία. Καί ἄν κάποιος εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἐν ἀγνοίᾳ του, φυσικά ἔχει πολλά ἐλαφρυντικά. Κριτής φυσικά εἶναι μόνος ὁ Θεός. Ἐάν ὅμως κάποιος εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας ἀπό πεποίθησι, ἀπό κακή πρόθεσι, τότε τά πράγματα δυστυχῶς δυσκολεύουν γιά ἐκεῖνον σέ βαθμό ὑπερθετικό.
Εὔχομαι ἀγαπητοί μου ἀδελφοί νά ἀγωνισθοῦμε, ὄχι ὅπως μᾶς ἀρέση ἐμᾶς ἀλλά σύμφωνα μέ τό ἀποστολικό πρότυπο, πού ὅπως εἴπαμε, τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ ἀποστολικοῦ προτύπου θά τήν βροῦμε στήν Πατερική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, οὕτως ὥστε νά εἰσέλθωμε εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι ἐν μέσῳ ἁγίων, εὐκλεής καρπός τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ἀμήν.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία εἰς τόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό  Λαμίας -29/6/1997)

Οι Ιεροί Κανόνες στην ενδοϊστορική και εσχατολογική πορεία της Εκκλησίας

 



Οι Ιεροί Κανόνες στην ενδοϊστορική και εσχατολογική πορεία της Εκκλησίας
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 26η  Ιουνίου 2014.

ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες μαζί με την Αγία Γραφή και τους Δογματικούς και Συνοδικούς Όρους αποτελούν τα τρία βασικά θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίζεται όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας, τους τρείς βασικούς πυλώνες οι οποίοι μας εισάγουν στην κατά Χριστόν ζωή, τους τρεις βασικούς οδοδείκτες, που προσανατολίζουν ορθώς και απλανώς το εκκλησιαστικό σώμα στην ενδοϊστορική πορεία του προς τα έσχατα και την Βασιλεία των Ουρανών.
Αφορμή για τη σύνταξη της παρούσης εργασίας μας έδωσε το πάλιν και πολλάκις επανερχόμενο και υπό πολλών τιθέμενο ζήτημα της αυθεντίας, του κύρους, της επικαιρότητος και εν τέλει της λειτουργικότητας των Ιερών Κανόνων στη σύγχρονη εποχή μας, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, εξ’ αιτίας του οποίου συγκροτούνται διεθνή και άλλα συνέδρια, όπως το προσφάτως, (τον παρελθόντα Μάιο), υπό της «Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών» Βόλου, διοργανωθέν συνέδριο με θέμα: «Κανόνες της Εκκλησίας και σύγχρονες προκλήσεις».
Δυστυχώς, στους σημερινούς εσχάτους καιρούς της αποστασίας και της πλήρους πνευματικής συγχύσεως, πολλοί θεολόγοι και κληρικοί, επηρεασμένοι από τον πνεύμα της χαλαρότητας και του ενδοτισμού, της αλλαγής και του εκσυγχρονισμού, της δυσπιστίας και της αρνήσεως να δεχθούν και να ακολουθήσουν άνευ κριτικού ελέγχου ό, τι προβάλλεται ως δήθεν αυθεντική έκφραση της χριστιανικής πίστεως, φθάνουν στο σημείο να αμφισβητούν και τελικά να απορρίπτουν,(εν μέρει ή και εν όλω),τους Ιερούς Κανόνες. Τους Θεωρούν ως δήθεν αναχρονιστικούς, ξεπερασμένους και μη αναγκαίους για τη σημερινή εποχή. Ισχυρίζονται ότι αναφέρονται σε θέματα και ζητήματα, που απασχόλησαν την Εκκλησία σε παλαιότερες εποχές, τα οποία όμως δεν υφίστανται σήμερα και ως εκ τούτου δεν ανταποκρίνονται στα αιτήματα του ολοένα και περισσότερο μεταβαλλόμενου κόσμου. Γι’ αυτό και θεωρούν ως αναγκαίο  τον εκσυγχρονισμό των, ή ακόμη και την κατάργησή των.
Κατ’ αρχήν οι Ιεροί Κανόνες δεν αποτελούν εντάλματα ανθρώπων, ή νομικού χαρακτήρα διατάξεις, που έχουν ανάγκη, (όπως όλοι οι νόμοι μιας οργανωμένης πολιτείας), κατά καιρούς αναθεωρήσεων, ώστε να ανταποκρίνονται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής. Αποτελούν θεόπνευστα κείμενα, τα οποία εγράφησαν από αγίους και θεοφόρους Πατέρες με τον φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος και ως εκ τούτου έχουν στη ζωή της Εκκλησίας απόλυτο και διαχρονικό κύρος. Ο Α΄ Κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής διακηρύσσει σχετικά με την θεοπνευστία και το απόλυτο και διαχρονικό κύρος των Ιερών Κανόνων τα εξής: «Τούτων ουν ούτως εχόντων… ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν, των εκτεθέντων υπό των αγίων σαλπίγγων του Πνεύματος, των πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των τοπικών συναθροισθεισών επί εκδόσει διαταγμάτων και των αγίων Πατέρων ημών. Εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα».  Διά του Κανόνος αυτού διακηρύσσεται «κατά τον πλέον πανηγυρικόν τρόπον η κρατούσα εν τη εκκλησιαστική συνειδήσει βαθυτάτη πεποίθησις περί της φύσεως και του χαρακτήρος των θείων και ιερών της Εκκλησίας κανόνων ως καρπών του παναγίου Πνεύματος». Ο Μέγας Αθανάσιος σε επιστολή του προς τους εν Αφρική επισκόπους λέγει: «Το δε ρήμα του Κυρίου το διά της Οικουμενικής Συνόδου εν τη Νικαία γενόμενον, μένει εις τον αιώνα».  Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο μεγαλύτερος από τους νεωτέρους κανονολόγους της Εκκλησίας παρατηρεί σχετικώς στην εισαγωγή του «Πηδαλίου» του: «Αύτη η βίβλος (δηλαδή η συλλογή των Ιερών Κανόνων, στην οποία εμπεριέχονται συνοπτικώς και οι δογματικές αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων), είναι η μετά τας αγίας Γραφάς, αγία Γραφή, η μετά την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην, Διαθήκη. Τα μετά τα πρώτα και θεόπνευστα λόγια, δεύτερα και θεόπνευστα λόγια. Αύτη εστί τα αιώνια όρια, ά έθεντο οι πατέρες ημών και νόμοι οι υπάρχοντες εις τον αιώνα… τους οποίους σύνοδοι οικουμενικαί τε και τοπικαί διά Πνεύματος αγίου εθέσπισαν… Αύτη ως αληθώς εστί, καθώς αυτήν επωνομάσαμεν, το Πηδάλιον της Καθολικής Εκκλησίας, διά μέσου του οποίου αύτη κυβερνωμένη, ασφαλώς τους εν αυτή ναύτας και επιβάτας, ιερωμένους τε λέγω και λαϊκούς, προς τον ακύμαντον παραπέμπει της άνω βασιλείας λιμένα».  Συνεπώς οι Ιεροί Κανόνες «αποτελούν τους αυθεντικούς φορείς της ορθής εκφράσεως του πνεύματος της εν Χριστώ αποκαλυφθείσης αληθείας και του μηνύματος της εν Χριστώ πραγματοποιουμένης σωτηρίας».  Τούτο συμβαίνει διότι οι Ιεροί Κανόνες πηγάζουν από την Αγία Γραφή και την αυθεντική αποστολική και εκκλησιαστική Παράδοση. Μπορεί βέβαια η αφορμή για την θέσπιση ενός κανόνος να υπήρξε ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, ή η ανάγκη ρυθμίσεως και διορθώσεως μιας αταξίας, ή ανώμαλης καταστάσεως στην εκκλησιαστική ζωή κάποιας συγκεκριμένης εποχής, ωστόσο όμως από τη στιγμή που ένας κανόνας θεσπίζεται, ή επικυρώνεται από μία Οικουμενική Σύνοδο, αποκτά οικουμενικό και διαχρονικό κύρος. Η θεοπνευστία και η διαχρονικότητα των Ιερών Κανόνων δεν εξαρτάται από τις ούτως ή άλλως μεταβαλλόμενες ιστορικές συγκυρίες,(που σήμερα είναι διαφορετικές και αύριο θα είναι ακόμη πιο διαφορετικές), που οδήγησαν στην ανάγκη θεσπίσεώς των, αλλά έγκειται στην θεολογία που αυτοί εκφράζουν, η οποία είναι «χθες και σήμερον η αυτή και εις τους αιώνας». Οι Ιεροί Κανόνες αποτελούν έκφραση της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Όπως ορθώς παρατηρεί ο Vl. Lossky: «οι κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας εν τη γηΐνη αυτής όψει είναι αχώριστοι των χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί κυρίως ειπείν, αλλά εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας».
Φυσική δε απόρροια του απολύτου και διαχρονικού κύρους των Ιερών Κανόνων είναι και το γεγονός, ότι απαγορεύεται κάθε αθέτηση, αλλοίωση, η παραχάραξή των, όπως αυτό φαίνεται από τον Β΄ Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής: «…Και μηδενί εξείναι (και δεν επιτρέπεται σε κανένα) τους προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ή αθετείν, ή ετέρους παρά τους προκειμένους παραδέχεσθαι, (ή να παραδεχόμεθα άλλους, αντί αυτών), ψευδεπιγράφως υπό τινών συντεθέντας, των την αλήθειαν καπηλεύειν επιχειρησάντων. Ει δε τις αλώ, (εάν κανείς συλληφθεί), κανόνα τινά των ειρημένων καινοτομών, ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον κανόνα, ως αυτός διαγορεύει, την επιτιμίαν δεχόμενος και δι’ αυτού εν ώπερ πταίει θεραπευόμενος».  Βέβαια εδώ, ομιλούντες περί των Ιερών Κανόνων, εννοούμε εκείνους οι οποίοι θεσπίστηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους, καθώς και για εκείνους, οι οποίοι θεσπίστηκαν μεν από Τοπικές Συνόδους, ή από αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά στη συνέχεια επικυρώθηκαν από κάποια Οικουμενική Σύνοδο. Στη συνάφεια αυτή πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι «η αυθεντική συνέχιση της κανονικής παραδόσεως με την θέσπιση νέων κανόνων από την Εκκλησία, αποκλείει κάθε αντίφαση μεταξύ μεταγενεστέρων  και προγενεστέρων χρονικώς κανόνων. Τούτο συμβαίνει, (και οφείλει να συμβαίνει), γιατί διά των ιερών κανόνων εκφράζεται η ίδια συνείδηση της Εκκλησίας, η οποία καθοδηγείται από το ‘εν και το αυτό άγιο Πνεύμα’».  Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν μια μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος, (όπως αυτή που προγραμματίζεται για το 2016), να περιέχει κανόνες και διατάξεις, οι οποίοι δεν θα εναρμονίζονται, αλλά θα έρχονται σε αντίθεση και στην πράξη θα αναιρούν και θα ακυρώνουν τους Ιερούς Κανόνες, που αποτελούν στο σύνολό τους την μέχρι σήμερα Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας. Πολύ περισσότερο βέβαια δεν είναι δυνατόν να περιέχει δογματικού χαρακτήρα αποφάσεις, οι οποίες θα έρχονται σε αντίθεση με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Δεν είναι δυνατόν για παράδειγμα η μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξος Σύνοδος το 2016, να θεσπίσει νέους κανόνες, που θα επιτρέπουν τις συμπροσευχές με αιρετικούς, η να θεσπίσει δογματικού χαρακτήρα απόφαση, η οποία θα αναγνωρίζει ως αληθείς Εκκλησίες με έγκυρα μυστήρια τις αιρέσεις του Παπισμού, η του Προτεσταντισμού.
Μία άλλη πτυχή του θέματος, πολύ σημαντική,  είναι το πνεύμα και ο σκοπός, στον οποίο αποβλέπουν. Ο σκοπός των Ιερών Κανόνων είναι ποιμαντικός και κατ’ επέκτασιν σωτηριολογικός. Μ’ αυτούς επιδιώκεται, αφ’ ενός μεν η διασφάλιση της ενότητας και της τάξεως μέσα στην Εκκλησία, και αφ’ ετέρου η οικείωση από τον κάθε πιστό της εν Χριστώ σωτηρίας. Αναλυτικότερα οι Ιεροί Κανόνες αποσκοπούν, στο να προφυλάξουν το εκκλησιαστικό σώμα από επικίνδυνες εκκλησιολογικές παρεκκλίσεις, από τις αιρέσεις, τα σχίσματα, τις παρασυναγωγές, από κάθε τάση εκκοσμικεύσεως, ή νοθεύσεως της ευαγγελικής διδασκαλίας, από κάθε τάση υποκειμενικής αξιολογήσεως  και ερμηνείας της αυθεντικής εν Χριστώ ζωής, από κάθε τάση σμικρύνσεως και προσαρμογής της Ορθόδοξης πνευματικότητος στα πνευματικά μέτρα και στην πνευματική κατάσταση του κάθε πιστού. Οι κανόνες αποτελούν τον γνώμονα, το μέτρο, το κριτήριο, βάσει του οποίου καθρεφτίζεται και αξιολογείται η πνευματική πορεία και η πνευματική κατάσταση κλήρου και λαού. Συνεπώς εάν κάποιος Κανόνας μας φαίνεται ανεφάρμοστος, τότε την αιτία της αδυναμίας εφαρμογής του θα πρέπει να την αναζητήσουμε στον εαυτό μας, στη ραθυμία και αμέλειά μας, στην έλλειψη ζήλου και αγωνιστικού φρονήματος και όχι στον ίδιο τον Κανόνα. Στην περίπτωση αυτή ο Κανόνας μας βοηθάει, να κατανοήσουμε πόσο απέχουμε από την εν Χριστώ τελειότητα, να συνειδητοποιήσουμε τα σφάλματα και τις πτώσεις μας, να ταπεινωθούμε και να αποκτήσουμε το «γνώθι σαυτόν». Διότι όπως λέγει ο απόστολος: «Διά γαρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας» (Ρωμ.3,20). Εάν για παράδειγμα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε τον 69ον Κανόνα των αγίων Αποστόλων, που επιβάλλει νηστεία κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, επειδή αισθανόμαστε κατάπτωση των σωματικών και διανοητικών δυνάμεών μας, αυτό δεν σημαίνει ότι ο Κανόνας είναι ανεφάρμοστος, αφού πολλοί είναι εκείνοι, που εξακολουθούν να τον τηρούν μέχρι σήμερα. Στην περίπτωση αυτή ο εν λόγω κανόνας μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε την αδυναμία μας και να ακολουθήσουμε, (με την σύμφωνη γνώμη και του πνευματικού), την οικονομία που προβλέπει στη συνέχεια ο Κανόνας: «Εκτός ειμή δι’ ασθένειαν σωματικήν εμποδίζοιτο». Δηλαδή δεν υποχρεούνται να τηρήσουν νηστεία όσοι εμποδίζονται για λόγους σωματικής ασθενείας. Εδώ αξίζει να θαυμάσει κανείς την σοφία και την διάκριση των Πατέρων, οι οποίοι μαζί με τους όρους της ακριβείας δεν παραλείπουν, να θέσουν και τους όρους της οικονομίας. Είναι πολύ επικίνδυνο να κρίνουμε τους Ιερούς Κανόνες με τα δικά μας κριτήρια και με αφετηρία την ιδική μας πνευματική κατάσταση. Αλλοίμονο αν οι Ιεροί Κανόνες προσαρμοζόταν κάθε τόσο προς τις πεποιθήσεις και απαιτήσεις του κάθε μέλους της Εκκλησίας. Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία θα εκκοσμικευόταν και θα έχανε την σωτηριολογική της αποστολή.
Επίσης ορισμένα επιτίμια που ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες, (όπως για παράδειγμα τα «αφοριζέσθω» και «καθαιρείσθω»), μας σοκάρουν πολλές φορές, διότι τα θεωρούμε ιδιαίτερα αυστηρά, σκληρά, ή και απάνθρωπα ακόμη. Εδώ πέφτουμε και πάλι στο ίδιο σφάλμα, για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως. Γινόμαστε κατά κάποιο τρόπο δικαστές και κριτές των αγίων Πατέρων. Τοποθετούμε την ιδική μας κρίση, την ως επί το πλείστον εσκοτισμένη από τα πάθη και τις εγκόσμιες επιθυμίες μας, υπεράνω της θεοφώτιστης κρίσης των αγίων Πατέρων. Και χωρίς ίσως να το αντιλαμβανόμαστε, καταλογίζουμε στους συντάκτες των κανόνων, έλλειψη αγάπης και διακρίσεως, επειδή νομίζουμε  ότι εμείς έχουμε περισσότερη αγάπη και διάκριση από αυτούς. Κατ' αρχήν τα επιτίμια δεν έχουν την έννοια της τιμωρίας, αλλά της παιδαγωγίας και θεραπείας του αμαρτήσαντος κληρικού ή λαϊκού. Και όταν ακόμη η Εκκλησία φθάσει στο σημείο να αποκόψει με αφορισμό κάποιο μέλος της, και τότε ακόμη αποβλέπει στην μετάνοια και στη σωτηρία του. Επί πλέον αποβλέπει εις το να προφυλάξει τα υπόλοιπα μέλη της από παρόμοιες πτώσεις και να προλάβει έτσι γενίκευση και εξάπλωση του κακού σ’ όλο το εκκλησιαστικό σώμα. Στην περίπτωση αυτή οι άγιοι Πατέρες διά των Ιερών Κανόνων ενεργούν, όπως ενήργησε σε ανάλογη περίπτωση ο απόστολος Παύλος, όταν στην Εκκλησία της Κορίνθου προέκυψε το σκάνδαλο του αιμομίκτου, το οποίο αναφέρεται στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή: «Εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών και του εμού πνεύματος συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού» (5,4-5). Εδώ ο απόστολος από κοινού με την Εκκλησία της Κορίνθου, (συνοδικώ τω τρόπω), παραδίδει τον αιμομίκτη στον σατανά, που σημαίνει ότι τον αποκόπτει από το σώμα της Εκκλησίας. Ο σκοπός της αποκοπής είναι παιδαγωγικός και θεραπευτικός, διότι όπως λέγει παρά κάτω, η αποκοπή γίνεται: «εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή», δηλαδή για να τιμωρηθεί και κολασθεί σκληρά το σώμα του και σωφρονισθεί με την παιδαγωγία αυτή, ώστε να σωθεί η ψυχή του. Βλέπουμε επομένως, ότι οι άγιοι Πατέρες στις κανονικές τους διατάξεις, βαδίζουν ακριβώς πάνω στα χνάρια του αποστόλου Παύλου και γενικότερα της αγίας Γραφής. Εάν λοιπόν καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως στους αγίους Πατέρες για τους «αφορισμούς» των, τότε θα πρέπει να καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως και στον ίδιο τον απόστολο Παύλο. Και στο τέλος θα φθάσουμε σε τέτοιο βαθμό πλάνης και σκοτισμού, ώστε να καταλογίσουμε έλλειψη αγάπης και διακρίσεως και στον ίδιο τον Χριστό, ο Οποίος αποκόπτει, τουτέστιν αφορίζει, κάθε πνευματικό κλήμα-μέλος της Εκκλησίας, το οποίο δεν παράγει πνευματικούς καρπούς, από την πνευματική κληματαριά, την Εκκλησία, σύμφωνα με τον λόγον του: «Παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν αίρει αυτό» (Ιω.15,2).
Οι Ιεροί Κανόνες δεν έχουν σε καμιά περίπτωση νομικό χαρακτήρα, όπως αυτό συμβαίνει στον παπισμό, αλλά εκφράζουν το πνεύμα της χάριτος της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου «χάριτί εστέ σεσωσμένοι» (Εφ.2,5) και πάλιν «ουκ εσμέν υπό νόμον, αλλ’ υπό χάριν» (Ρωμ.6,15). Η άφεση των αμαρτιών, λ. χ. παρέχεται στον εξομολογούμενο διά του μυστήριου της μετανοίας κατά την ώρα της ειλικρινούς εξαγορεύσεως και δεν εξαρτάται από την ενδεχόμενη επιβολή επιτιμίων, που προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες. Μέσα από το πνεύμα των Ιερών Κανόνων διαφαίνεται ξεκάθαρα, ότι η σωτηρία των πιστών είναι δωρεά του Θεού, και όχι ατομικό επίτευγμα των πιστών με την τήρηση κάποιων νομικών διατάξεων. Τα «επιτίμια» είναι στην ουσία πνευματικά θεραπευτικά μέσα, που αποβλέπουν στη θεραπεία των παθών. Γι’ αυτό και δίδεται η ευχέρεια στον πνευματικό, να επιβάλει ανάλογα επιτίμια στον μετανοούντα σύμφωνα με τις διαθέσεις του και την πνευματική του κατάσταση. Αυτό ορίζει άλλωστε και 102ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου: «Δει δε τους εξουσίαν λύειν, και δεσμείν παρά Θεού λαβόντας, σκοπείν την της αμαρτίας ποιότητα και την του ημαρτηκότος προς επιστροφήν ετοιμότητα, και ούτω κατάλληλον την θεραπείαν προσάγειν τω αρρωστήματι, ίνα μη τη αμετρία, καθ’ εκάτερον χρώμενος, αποσφαλείη προς την σωτηρίαν του κάμνοντος» .
Κλείνοντας την μικρή αυτή αναφορά μας στους Ιερούς Κανόνες, θεωρούμε καθήκον μας να προτρέψουμε τον πιστό λαό του Θεού, να εγκολπωθεί με απόλυτη εμπιστοσύνη τους Ιερούς Κανόνες, ενθυμούμενος τον λόγον του αποστόλου: «Αδελφοί στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις» (Β΄ Θεσσ. 2,15). Και όχι μόνον να τους εγκολπωθεί, αλλά και να μαθητεύσει σ’ αυτούς, αναγινώσκοντας αυτούς παράλληλα με την αγία Γραφή. Να τους περιφρουρήσει από κάθε προσπάθεια νοθεύσεως, παραχαράξεως, ή καταργήσεώς των, που προωθείται από πρόσωπα, που κινούνται κυρίως μέσα στην παναίρεση του Οικουμενισμού. Οι Οικουμενιστές ζητούν να κατεδαφίσουν τους Ιερούς Κανόνες, διότι τους ελέγχουν για τις πτώσεις των, για τις συμπροσευχές των με αιρετικούς κ.λπ. Θέλουν να απαλλαγούν από αυτούς, διότι αποτελούν γι’ αυτούς σοβαρό εμπόδιο στα πρωτοφανή οικουμενιστικά τους ανοίγματα προς τις αιρετικές παρασυναγωγές. Ματαιοπονούν όμως, διότι ο Θεός δεν θα επιτρέψει να ευοδωθούν τα σχέδιά τους. Και εφ’ όσον δεν μετανοήσουν θα εφαρμοσθεί σ’ αυτούς ο λόγος του προφήτου: «Κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς και καταφάγεται αυτούς πυρ» (Ψαλμ.20,10).
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Παράδειγμα ἀγάπης πρός τόν ἐχθρό (Διήγησις π. Ὀνουφρίου Ἱ.Μ. Ἁγ.Παντελεήμονος Πεντέλης)

 






Ἡ προδομένη ἀγάπη


Ὁ πατήρ Ὀνούφριος εἶναι μοναχός στήν ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος στήν Πεντέλη Ἀττικῆς. Κάποτε, λοιπόν, πού ἐπισκέφθηκα τό μοναστήρι του, γιατί γίνονταν παράκληση στόν ἅγιο, μᾶς διηγήθηκε χάριν ὠφέλειας πνευματικῆς, τό ἑξῆς συγκλονιστικό περιστατικό: 
Πολλές φορές ἐπισκεπτόταν τήν ὀγκολογική κλινική τοῦ Ἱπποκράτειου νοσοκομείου, γιά νά κάνει πράξη τήν ἀγάπη του πρός τόν πάσχοντα συνάνθρωπο. Διακονοῦσε τούς ἀσθενεῖς, πού ἦταν
βέβαια καρκινοπαθεῖς! 
Γνώρισε ἐκεῖ καί μία ἀσθενῆ, πού εἶχε ἐγχειρισθεῖ στό παχύ ἔντερο καί τήν ὁποία διακονοῦσε μέ πολύ ἀγάπη καί πιστότητα κάποια ἄλλη κυρία.
 Ὁ πατήρ Ὀνούφριος παρατηροῦσε ἐντυπωσιασμένος ἀρκετές ἡμέρες τή φροντίδα αὐτῆς τῆς κυρίας, γιατί ὅπως μᾶς εἶπε, ἐξ αἰτίας τῆς ἀφαίρεσης τμήματος τοῦ παχέους ἐντέρου, οἱ γιατροί εἶχαν ἀνοίξει παρά φύση ἕδρα στό πλάι τῆς κοιλιᾶς τῆς ἀσθενοῦς, γιά νά ἐξυπηρετεῖται ἡ λειτουργία τοῦ ἐντέρου καί αὐτή ἡ ταλαιπωρία τῆς ἀσθενοῦς συνοδευόταν καί ἀπό δυσοσμία. Κάποια ἡμέρα ὅμως δέν ἦλθε ἐκείνη ἡ κυρία πού τή διακονοῦσε καί τήν ἀνάπαυε καί προσφέρθηκε ὁ πατήρ Ὀνούφριος νά τή διακονήσει.
 Καθώς τή διακονοῦσε τήν ρώτησε: «Γιατί δέν ἦλθε σήμερα ἐκείνη ἡ συγγενής σας;» Ἡ ἀσθενής μέ σιγανή φωνή, τοῦ εἶπε: «δέν εἶναι συγγενής μου», καί ὁ μοναχός ἀπάντησε: «Νά μέ συγχωρεῖται, ἀλλά μέ τήν ἀγάπη πού σᾶς δείχνει, νομίζει κανείς ὅτι εἶναι ἀδελφή σας». 
Τότε ἡ ἀσθενής βούρκωσε καί μέ τρεμάμενη φωνή εἶπε στόν μοναχό νά πλησιάσει νά τοῦ πεῖ μυστικά. Ὁ πατήρ Ὀνούφριος ἔσκυψε καί συγκλονισμένος ἀκούει τήν ἀσθενή νά λέει πώς: «ἐκείνης τῆς γυναίκας, πού μέ διακονεῖ μέ τόση ἀγάπη, ἐγώ κάποτε τῆς ἔκλεψα τόν ἄνδρα καί διέλυσα τό σπίτι της!

https://www.facebook.com/pages/%CE%9F%CF%81
http://proskynitis.blogspot.gr/2014/05/blog-post_4979.html

Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ΕΙΣ ΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ


Τήν Δευτέραν, 12ην /25ην Ἰουνίου 2012, ἑωρτάσθη ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Ὀνουφρίου τοῦ Αἰγυπτίου εἰς τήν ἐπ’ ὀνόματι αὐτοῦ Ἱεράν Μονήν, κειμένην εἰς τήν νότιον Ἱερουσαλήμ, εἰς περιοχήν ἐκτός τῶν τειχῶν, εἰς τούς πρόποδας τοῦ ὄρους Ἀμποῦ Τόρ καί ἔναντι τῆς κολυμβήθρας τοῦ Σιλωάμ, εἰς τήν συμβολήν τῆς κοιλάδος Ἐννώμ καί τῆς κοιλάδος τῆς Γεθσημανῆς.

Ἡ περιοχή ἐπί τῆς ὁποίας εἶναι ἐκτισμένη ἡ ἀρχαιοτάτη αὕτη Μονή τοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἡ γνωστή καί ὡς «Ἀκελδαμᾶ», ἤτοι «ἀγρός τοῦ αἵματος», τόν ὁποῖον ἠγόρασαν οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων εἰς ταφήν τοῖς ξένοις με τά τριάκοντα ἀργύρια, τά ὁποῖα μεταμεληθείς ἐπέστρεψεν ὁ Ἰούδας, ( Ματθ. 27, 3-10).
Ἔκτοτε ἐπί Ἰουδαίων ἀλλά καί ἐπί Χριστιανῶν ἐπ’ αἰῶνας ἐκεῖ ἦσαν τά κοιμητήρια τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων ὡς ἐμφαίνεται καί ἐκ τῶν λελαξευμένων εἰς τούς βράχους τάφους, εἷς τῶν ὁποίων εἶναι καί τοῦ Ἁγίου Ἰουβεναλίου πρώτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
Εἰς τήν ἱστορικήν ταύτην Μονήν τοῦ Πατριαρχείου ἐτέλεσε τήν θείαν Λειτουργίαν ἡ Α.Θ.Μ. ὁ Πατήρ ἡμῶν καί Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος, συλλειτουργούντων Αὐτῷ τοῦ Ἱερωτάτου Μητροπολίτου Ναζαρέτ κ. Κυριακοῦ καί τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Σεβαστείας κ. Θεοδοσίου, ἱερομονάχων καί ἱεροδιακόνων τοῦ Πατριαρχείου, παρεπιδημούντων ἱερέων, μοναχῶν καί μοναζουσῶν, τῇ προσελεύσει πολλῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν ἐξ Ἑλλάδος, Ρωσίας, Ρουμανίας καί μελῶν τῆς Ἑλληνικῆς Παροικίας τῶν Ἱεροσολύμων.
Μετά τήν θείαν Λειτουργίαν ἡ καθηγουμένη ὁσιωτάτη μοναχή Παϊσία μετά τῆς μετ’ αὐτῆς διακονούσης ἐν τῇ Μονῇ μοναχῆς Σεραφείμας ἐδεξιώθησαν τήν Πατριαρχικήν συνοδείαν καί ὅλον τό Ἐκκλησίασμα εἰς τό περιποιημένον καί ἀνεκαινισμένον ἡγουμενεῖον.












Πηγή: Ι.Ν. Αγίων Χαραλάμπους & Αντωνίου Κρύα Ιτεών Πατρών: Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ ΕΙΣ ΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ (φωτο-video) http://agiosharalabos.blogspot.com/2012/06/video_5237.html#ixzz35kWfUomw